Είναι γεγονός πως η εμφάνιση του ρεύματος της Pop art διεθνώς -και κατ΄επέκταση και στην εγχώρια εικαστική σκηνή- ήρθε για να ταυτίσει την τέχνη με την καθημερινή πραγματικότητα του σύγχρονου κοινού της, αλλά και να την στρέψει στο επίκαιρο και το επείγον, στον κοινωνικο-πολιτικό προβληματισμό. Η τέχνη διαμαρτυρίας, που εκδηλώθηκε στις ευρωπαϊκές χώρες με την πολιτικοποιημένη νεολαία, μετέφερε τη θέση της στον κοινωνικό αγώνα.
Σε προηγούμενο αφιέρωμα είδαμε πως ο Οριενταλισμός αναπτύσσεται ως τάση της ευρωπαϊκής ζωγραφικής του 19ου αιώνα με δεσπόζουσα τη γαλλική συμβολή. Στο πλαίσιο αυτό οι καλλιτέχνες εκφράζουν μία ιδιαίτερη αγάπη στον εξωτισμό και στη νοσταλγία της Ανατολής∙ συνδέονται μέσω της εικονογραφίας, χωρίς όμως να συμπίπτουν κατά το ύφος.
Είναι γεγονός ότι το μεταπολεμικό πρόσωπο της ελληνικής τέχνης διαμορφώθηκε έξω από τα όρια της Ελλάδας. Το πνεύμα της ανανέωσης, σε μία εποχή ισχυρής ακόμη επίδρασης της αφαίρεσης, προήλθε από καλλιτέχνες που έφυγαν στο εξωτερικό είτε για σπουδές είτε ορμώμενοι από μία ενδόμυχη ανάγκη για άμεση επαφή με τα σύγχρονα, διεθνή καλλιτεχνικά ρεύματα.
Την τηλεόραση ως πυρηνικό παράγοντα στον κόσμο των Media και το video ως μέσο οπτικής κατοχύρωσης προϊόντων καλλιτεχνικής έκφρασης, που είναι σκόπιμα είτε εφήμερα, λόγω του ότι πρωταγωνιστεί το ανθρώπινο σώμα, είτε απρόσιτα στο κοινό. Όμως από τις αρχές της δεκαετίας του '60 ως τις αρχές του '80, διαμορφώθηκε ως σχετικά ανεξάρτητη τάση η Video Art ή Videokunst, δηλαδή μια τέχνη που παράγει έργα με την χρήση της τηλεοπτικής τεχνολογίας.
Η Video Art ταυτίζεται τόσο με έναν ιδιαίτερο τρόπο παραγωγής, όσο και με την ενεργοποίηση των ψυχολογικών και φυσιολογικών παραγόντων που παρεμβαίνουν στην επικοινωνία. Ο καλλιτέχνης του video χρησιμοποιεί ένα υλικό βάσης που του δίνει τη δυνατότητα να καταγράφει εικόνες και ήχους σε μια ηλεκτρονική κάμερα, που είναι συνδεδεμένη με ένα μαγνητοσκόπιο, που συνδέεται με ένα monitor, που αναμεταδίδει αυτοστιγμεί την κινηματογραφημένη εικόνα.
Ο Χρίστος Καράς (1930) είναι ένας καλλιτέχνης σημαντικών αναζητήσεων σε διάφορες κατευθύνσεις. Μετά τις πρώιμες προσπάθειές του στο κλίμα των παραδοσιακών τάσεων, προχώρησε σε μία ζωγραφική στην οποία συνδυάζονται η χρωματική γλώσσα του Εξπρεσιονισμού με τον προβληματικό χώρο του Σουρεαλισμού, γλώσσα που καταλήγει σε εξαιρετικά εκφραστικά αποτελέσματα. Ουσιαστικά, στις πιο χαρακτηριστικές προσπάθειές του έχουμε μια καθαρά προσωπική σουρεαλιστική ζωγραφική.
Σε μια έκθεση που οργάνωσε ο Lawrence Alloway (1926-1990), με τον τίτλο Systemic Painting (Ζωγραφική των Συστημάτων), στο Guggenheim Museum της Νέας Υόρκης το 1966, συμπεριέλαβε ορισμένους καλλιτέχνες που θα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην αμερικανική ζωγραφική του '70.
Στο κείμενο για τον κατάλογο της έκθεσης ο Alloway δεν θεωρούσε τον όρο Systemic συνώνυμο με την μηχανιστική ή αναπόφευκτα απρόσωπη αισθητική. Οι εκθέσεις και οι κατάλογοί τους αποτελούν αφετηρία ή σταθμούς εξαιρετικής σημασίας για την μεταπολεμική τέχνη. Στην στυλιστική ανάλυση αναζητούμε την ενότητα μέσα στην ποικιλία.
Η διεθνοποίηση της νεοελληνικής ζωγραφικής πραγματοποιήθηκε μέσω νέων διατυπώσεων και αναζητήσεων που έκαναν την εμφάνισή τους με τους καλλιτέχνες που γεννήθηκαν στο διάστημα των χρόνων 1923-1940, οι οποίοι έδωσαν τον τόνο μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σφράγισαν την τέχνη ολόκληρου του 20ού αιώνα.
Αποφασιστικός για την εξέλιξη του Environment υπήρξε ο ρόλος του Claes Oldenburg (1929-), γιατί ενώ μας πείθει για την ανεξαρτησία της σύλληψης και τη μορφική πρωτοτυπία, ενός τεράστιου παγωτού πύραυλου ή μιας μαλακής γραφομηχανής, είναι βέβαιο ότι ταυτόχρονα τα βλέπει ως αντικείμενα που μπορούν να συσχετιστούν ώστε να συνθέσουν ένα Περιβάλλον.
Αυτό άλλωστε αποδεικνύουν οι εκθέσεις του μετά το 1960 με άξονες τα τρία κύρια θέματα «Ο Δρόμος», «Το Μαγαζί», «Το Σπίτι», στα οποία αρνείται να κάνει διάκριση ανάμεσα σε πρόσωπα και πράγματα, έμψυχα και άψυχα, υλικά και άυλα, θεωρώντας τα όλα αντικείμενα προς ψηλάφηση.
Στο τέλος της δεκαετίας του '60 στην Αμερική, εμφανίζεται η Σωματική Τέχνη ή Body Art, μία τάση σαφώς συγγενής με τις προθέσεις του Happening. Πρόκειται για μία τέχνη που αποκτά υπόσταση χρησιμοποιώντας ως μέσο το ανθρώπινο σώμα, είτε μπροστά στο κοινό είτε σε ιδιαίτερο χώρο, οπότε για τη δημοσιοποίηση απαιτούνται φωτογραφίες, ταινία ή video.
Ο όρος Environment (Περιβάλλον), αναφέρεται σε μια μορφή τέχνης που γεμίζει μια ολόκληρη αίθουσα, ή εξωτερικό χώρο, περιβάλλει τον θεατή και αποτελείται από παντοειδή υλικά. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται το φως, οι ήχοι και τα χρώματα. Πρόκειται για έναν εικαστικά ενεργοποιημένο χώρο στον οποίο ο κάθε επισκέπτης γίνεται μέρος της σύνθεσης. Ιστορικά η αφετηρία του Environment βρίσκεται στα Merzbauten του Schwitters (1887-1948), στις δεκαετίες του '20 και του '40, προσπάθησε να καταργήσει τα υπάρχοντα σύνορα ανάμεσα στις τέχνες και να οδηγήσει την ζωγραφική, την πλαστική και το σχέδιο σε συγκατοίκηση με την ποίηση, το θέατρο και την αρχιτεκτονική.
Κατά τον 19ο αιώνα, ο λειτουργικός κατά φύλα καταμερισμός παρουσίας και δράσης απέδιδε το «δημόσιο» χώρο της πολιτικής και της οικονομίας, προνομιακά στους άνδρες και τον «ιδιωτικό» ή «οικιακό» στις γυναίκες. Τεκμήριο της ανωτέρω παραδοχής αποτελεί η Αυτοβιογραφία της Ζακυνθινής αρχοντοπούλας Ελισάβετ Μουτζά – Μαρτινέγκου (1801-1832), αποσπάσματα της οποίας δανείζομαι από το κείμενο της κ. Κούντουρα, «Η γυναίκα στη Νεοελληνική Ζωγραφική του ΙΘ΄ αιώνα. Εικόνα και δημιουργός». (Φωτογραφία αριστερά: Σοφία Λασκαρίδου)
Η Mec Art (Mechanical Art, Art Mecanique), (Μηχανική τέχνη), μια ρεαλιστική τάση στο χάρτη της τέχνης του '60, ορίζει ένα ρεύμα που εμφανίστηκε στην Ευρώπη περί το 1963 και οφείλει την καθιέρωση του ονόματός της στον Pierre Restany. Την πρώτη της δημόσια εμφάνιση την έκανε με την έκθεση «Φόρος τιμής στον Nicephore Niepce», (Hommage a Nicephore Niepce), στην παρισινή Galerie J. τον Οκτώβριο του 1965.
Στην έκθεση συμμετείχαν ο Beguier, ο Γάλλος Alain Jacquet, οι Ιταλοί Mimmo Rotella και Gianni Bertini, ο Βέλγος Pol Bury και ο Έλληνας Νίκος Κεσσανλής. Βασική επιδίωξή τους ήταν η αναδόμηση της δισδιάστατης εικόνας με αποκλειστική εφαρμογή βιομηχανικών φωτομηχανικών μεθόδων. Τα έργα που παρουσιάζονται χρησιμοποιούν τις φωτογραφικές μεθόδους μεταφοράς κλισέ σε ποικίλα υπόβαθρα, όπως χαρτί, ύφασμα ή μέταλλο, με ενδιάμεσο τη μεταξοτυπία, προκειμένου να επιτρέψουν μια μηχανική αναπαραγωγή των εικόνων. Οι εικόνες προέρχονται από περιοδικά.