Ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες που δημιούργησαν Environments στην τυπική τους εκδοχή είναι ο George Segal (1924-2000). Οι μορφές του θα έπρεπε να αποτελούν ένα κεφάλαιο στην ιστορία της πλαστικής της δεκαετίας του '60, αν δεν τις είχε συλλάβει ο ίδιος ως αντικείμενα ανάμεσα σε άλλα αντικείμενα. Ο Arnason τονίζει ότι οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες που έχουν καταχωριστεί ως ζωγράφοι έχουν δημιουργήσει γλυπτά και εκείνοι που θεωρούνται γλύπτες, διαμαρτύρονται για τον χαρακτηρισμό, προτιμώντας να ονομάζονται δημιουργοί αντικειμένων (object makers).
Γεννημένος στη Νέα Υόρκη και μεγαλωμένος στο Bronx o Segal άρχισε να σπουδάζει ζωγραφική με δάσκαλο τον Hans Hofmann, αλλά από το 1958 στράφηκε στην πλαστική με γύψο. Η στενή του σχέση με τον Allan Kaprow (1927-2006), του τόνωσε το ενδιαφέρον για την αναγωγή των μορφών του στην κατηγορία του Environment. Αυτές είναι εκμαγεία υπαρκτών ανθρώπων και φίλων, συγγενών ή και του εαυτού του, κάπως παχύτερα από τα πραγματικά μοντέλα λόγω του γύψου και της λινάτσας που προστίθεται στα επιμέρους τμήματα του σώματος, τα οποία τελικά συναρμολογούνται. Δουλεύονται μόνο με τα χέρια και η τραχύτητα της εξωτερικής τους επιφάνειας τα κάνει να φαίνονται σαν μισοτελειωμένα.
Η γνωριμία του Segal με τα μοντέλα τον βοηθά στο να βρει την στάση και την χειρονομία που τους εκφράζει στο οικείο τους περιβάλλον, όπου μπορούν να χαλαρώσουν και έτσι να αποκαλυφθεί το σώμα. Πέρα από αυτό τα σκεπάζει η ανωνυμία, που κατοχυρώνεται τόσο από τα γενικά χαρακτηριστικά του προσώπου, όσο και από τους αόριστους τίτλους, όπως «Άντρας σε τραπέζι» (1961), «Γυναίκα στην πόρτα» (1964), «Κορίτσι που χτενίζεται» (1965). Οι άντρες και οι γυναίκες του, είτε ένας είναι είτε πολλοί, παραμένουν μόνοι, μελαγχολικοί και μυστηριώδεις. Σε αυτό μπορεί να συντελεί και η μέθοδος παραγωγής του εκμαγείου, που τους φυλακίζει μέσα σε ένα καλούπι, παγώνοντας την ψυχική τους διάθεση.
Στις συνθέσεις του Segal η προσοχή μας εστιάζεται στις γύψινες μορφές και στα στοιχεία που πλαισιώνονται του πραγματικού τους περιβάλλοντος, για να πιστοποιηθούν οι παλιές επιδόσεις του στην ζωγραφική, χρωματισμένα από μια καρέκλα μέχρι ένα εσωτερικό λεωφορείου, δωματίου, κρεοπωλείου ή οδοντιατρείου με όλο τον εξοπλισμό τους. Κατά έναν ανεξήγητο τρόπο τα αληθινά, λειτουργικά αντικείμενα που αγοράζει ο Segal από τα παλιατζίδικα, δίνουν την εντύπωση ότι είναι λιγότερο πραγματικά από τις κοντόχοντρες μορφές του. Εκείνο που τον απασχολεί είναι οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των γύψινων, χειροποίητων εκμαγείων, μεταξύ των εκμαγείων και των έτοιμων αντικειμένων ή ακόμα και μεταξύ των ίδιων των αντικειμένων.
Στο βαθμό που οι συνθέσεις του αποτυπώνουν καθημερινές στιγμές, βρίσκονται μέσα στο πνεύμα της Pop Art, της οποίας τη νατουραλιστική τάση έλεγε ο Alloway ότι τα Assemblages (Συναρμολογήματα) από ποικίλα υλικά φτάνουν στον θεατή σαν μικρά σπαράγματα της ζωής, σαν μικρά θραύσματα πόλης. Όμως υπερβαίνουν αυτό το πνεύμα γιατί οι μορφές-φαντάσματα, αποπετρωμένες από γύψο, ένα υλικό φθαρτό σαν την ανθρώπινη σάρκα, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σε έναν χώρο που ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει στο αιώνιο παρόν, παρασύρουν τον θεατή να προβάλει πάνω τους την ατομική και κοινωνική του ταυτότητα.
Στο «Κρεοπωλείο» (1965), μέσω της μορφής του πατέρα του, ο Segal υπαινίσσεται πως η δική μας επιβίωση δεν έχει πάψει να εξασφαλίζεται με το κόψιμο του νήματος της ζωής άλλων πλασμάτων. Στα έργα του Segal βιώνουμε το φόβο της μοναξιάς, την αγωνία της αλλοτρίωσης, την αίσθηση του ψυχικού κενού και της απομόνωσης, αλλά και δέος στην καταλυτική επιβολή του κοινότοπου θέματος. Η γενίκευση των χαρακτηριστικών μιας ρεαλιστικής στη σύλληψη μορφής συμπίπτει με ένα οικουμενικής αποδοχής περιεχόμενο, μπροστά στο οποίο διαταράσσεται η πάγια αίσθηση του θεατή για την πραγματικότητα.
Ο Edward Kienholz (1927-1994), θεωρείται ένας από τους κύριους εκπροσώπους της Funk Art (Τέχνη του Τρόμου), στο μέτρο που οι φορμαλιστές του αναγνωρίζουν το δικαίωμα να ονομάζει ότι κάνει τέχνη, μια και το ενδιαφέρον του για αισθητικό αποτέλεσμα είναι ισχνό. Ο Kienholz γεννημένος στην Ουάσιγκτον, από το 1953 ζει στο Los Angeles. Στο έργο του ερμηνεύονται χαρακτηριστικά της καλλιτεχνικής παράδοσης της Καλιφόρνιας, όπως βαναυσότητα, σκόπιμη ρυπαρότητα και άκρα ψυχρότητα. Άρχισε στα μέσα του '50 με objets trouves ενός ευρύτατου φάσματος, από κούκλες και υφάσματα μέχρι πουλιά, παιχνίδια και μηχανές, οργανωμένα σε όλο και πιο πολύπλοκα Assemblages (Συναρμολογήματα). Σταδιακά το ίδιο το υλικό τον οδήγησε στην αποδέσμευση από την επιφάνεια, στην χρησιμοποίηση ενός πλαισίου ή κουτιού και τελικά σε ελεύθερα Assemblages ή Environments που ο ίδιος ονομάζει Tableaux.
Το πρώτο του σημαντικό έργο είναι το «Roxy's» (1961), με θέμα το εσωτερικό ενός διάσημου πορνείου του '40 στο Las Vegas. Ο Kienholz τοποθετεί τα κορίτσια μέσα στο περιβάλλον τους όπου εκτός από έπιπλα, ρούχα, ένα ζωντανό χρυσόψαρο, ο θεατής νιώθει μια σύνθετη μυρωδιά από λιβάνι, δυνατό άρωμα και απολυμαντικό, ενώ ακούει μουσική από ένα τζουκ-μποξ. Ο Adrian Henri χαρακτηρίζει αυτό το έργο του και άλλα ανάλογά του, καθολικά, για να επισημάνει τη συμμετοχή του θεατή με όλες του σχεδόν τις αισθήσεις, την απόκτηση μιας εμπειρίας και όχι την απλή λήψη μιας πληροφορίας.
Τη σεξουαλική μνήμη κεντρίζει ο Kienholz και στο «Πίσω κάθισμα μιας Dodge 38» (1964), με ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο μέσα στο παλιό, χωρίς τα μπροστινά καθίσματα μοντέλο της Dodge και το ραδιόφωνο ανοιχτό τυχαία σε κάποιο σημερινό σταθμό. Συγκλονιστικότερη είναι η σύνθεσή του «Το κρατικό νοσοκομείο» (1964), βασισμένη σε προσωπικά του βιώματα από τη δεκαετία του '50 όταν δούλευε σε ψυχιατρείο. Ένα γκρίζο, απρόσωπο δωμάτιο που μυρίζει έντονα φάρμακο. Σε σιδερένια κουκέτα ξαπλωμένες δύο όμοιες γυμνές, κοκκαλιάρικες αντρικές μορφές, αποδομένες με πιστότητα. Στη θέση του κεφαλιού φωτιζόμενες γυάλες και μέσα από ένα μαύρο ψάρι. Είναι ένας ζωντανός νεκρός που η σκέψη του γυρίζει άσκοπα, χωρίς ποτέ να φτάνει πουθενά.
Άψογο σε πιστότητα είναι και το «The Beanery» (1965), ένα καφέ καλλιτεχνών στο Los Angeles. Στο χώρο του, μισό σε σχέση με του πραγματικού καφέ, συνωστίζονται δεκαπέντε περίπου φυσικού μεγέθους αντρικές και γυναικείες μορφές, που πίνουν και συζητούν, αλλά που με εξαίρεση τον Barney, τον μαύρο ιδιοκτήτη, αντί για κεφάλια έχουν ρολόγια σταματημένα στις 10.10'. όλος ο εξοπλισμός είναι πραγματικός, μυρίζει κουζίνα ενώ μόλις περάσει κανείς τη δίφυλλη πόρτα αρχίζει να ακούγεται νοσταλγική μουσική.
Το «Αναμονή», όπου μια ηλικιωμένη γυναίκα έχει πεθάνει ξεχασμένη περιμένοντας κάποιον εραστή ή γιο ή άντρα και το «Παράνομη εγχείρηση», με ένα έμβρυο που μόλις αφαιρέθηκε με έκτρωση πεταμένο σε μια λεκάνη, μαζί με τα παραπάνω Environments, παρατηρούμε το εύρος και βάθος της σαρκαστικής κριτικής του Kienholz στην αποξένωση, την κτηνωδία, την αθλιότητα και το ηθικό έλλειμμα της σύγχρονης μαζικής κοινωνίας. Ο Schiller έλεγε πως ακόμα και η ομορφιά πρέπει να πεθάνει, όσο και αν κρατά δέσμιους θεούς και ανθρώπους.
Βιβλιογραφία:
- Άλκης Χαραλαμπίδης, 1993, «Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα», Τόμος 3ος, Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων και Περιοδικών
- Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Παρισιού, 1991, «Ομάδες, Κινήματα, Τάσεις της σύγχρονης τέχνης μετά το 1945», Εξάντας Εκδοτική Α.Ε.
- Σταύρος Τσιγκόγλου, 2000, «Η Τέχνη στο τέλος του αιώνα», Τα Νέα της τέχνης, Αθήνα
- Ιστοσελίδα της Wikipedia