Οι ίδιοι οι καλλιτέχνες δεν αποσκοπούσαν στο να προβάλλουν ένα νέο στυλ, ούτε να πείσουν για την αναγκαιότητα επιστροφής στη ζωγραφική. Ήθελαν να μην αναγραφούν τα ονόματά τους στο απουσιολόγιο της λεγόμενης τέχνης της Post Avant-garde. Ο στόχος ήταν να υπερασπίσουν το χρώμα και τη μορφή ως γνήσια εκφραστικά στοιχεία της ζωγραφικής, εισάγοντας όμως και το σχήμα, για να του δώσουν το ρόλο μορφικής διόρθωσης στη συνολική δομή του πίνακα.
Πρωτοπόρος αυτού του νέου εικονιστικού Εξπρεσιονισμού, που άρχισε να γίνεται αισθητός ήδη από το ?60, είναι ο ζωγράφος και γλύπτης Georg Baselitz (1938-). Γεννήθηκε στην πρώην Ανατολική Γερμανία αλλά από το 1956 εγκαταστάθηκε στο τότε Δυτικό Βερολίνο για να σπουδάσει ζωγραφική, διωγμένος από την Σχολή Καλών Τεχνών του Ανατολικού λόγο κοινωνικοπολιτικής ανωριμότητας. Ο Κριτικός και Δραματικός Ρομαντισμός, όροι που συχνά χρησιμοποιούνται για να χαρακτηριστεί το έργο του, παραπέμπουν στην ρεαλιστική παράδοση της τέχνης του Βερολίνου, της πόλης της μοίρας στη διχασμένη Ευρώπη. Η ζωγραφική του Baselitz είναι παραστατική. Αφετηρία της έχει δύο εικονογραφημένα μανιφέστα και πόστερς που κυκλοφόρησε σε συνεργασία με τον Eugen Schonebeck, με τον ελληνικό τίτλο Πανδαιμόνιο (1961-1962) και αίτημα μια περισσότερο γερμανική τέχνη. Η ανθρώπινη μορφή πρωταγωνιστεί στο έργο του ενώ, από το 1969, μαζί και με άλλα συνηθισμένα μοτίβα, πουλιά, βάζα με λουλούδια, καρέκλες, ζωγραφίζονται αναποδογυρισμένα πάνω στην επιφάνεια. Σε αυτή την λόγο εμπλοκής του υποσυνειδήτου, σουρεαλιστική αλλά και κυριολεκτική ανατροπή, μπορεί κανείς να ιχνηλατήσει την εμπειρία της σχιζοφρενικής διαίρεσης της Γερμανίας, διατυπωμένη με μια αντιηρωική διάθεση, πρόδηλη και στους τίτλους των έργων.
Ο Baselitz λέει ότι, ο σχετικός κανόνας είναι καλλιτεχνικός αλλά λανθασμένος όπως όλοι οι συμβατικοί κανόνες. Γιατί κανένας πίνακας, κανένα κομμάτι χαρτί πάνω στο τραπέζι δεν έχει εαυτού φυσικό προσανατολισμό προς τον ουρανό, δηλαδή πάνω, κάτω, δεξιά ή αριστερά. Αυτό ισχύει κατά συνθήκη, είναι μια σύμβαση. Ο Baselitz ανακάλυψε ότι μπορεί κανείς πολύ καλά να ζωγραφίζει αντίθετα σε αυτή την συμβατικότητα και να αναποδογυρίζει τα θέματα. Κατά τον Wieland Schmied, από τα αναποδογυρισμένα μοτίβα προκύπτουν θετικά στοιχεία. Προβάλλονται οι αφηρημένες του ιδιότητες, παραμένουν κάπως διφορούμενα, παρόντα και μη παρόντα, οικεία και ξένα ενώ επιτρέπουν να αποδοθεί η πραγματικότητα στην πολυπλοκότητα και πυκνότητά της. Όμως ο τρόπος σύνταξης των εξπρεσιονιστικών μέσων, παραμόρφωση, γενικευτική απόδοση, χρώμα που δεν στοιχίζεται απαραίτητα με το φυσικό πρότυπο, αλλά κυρίως λόγο των αντιθέσεών του, τροφοδοτεί την υπερένταση, πινελιά παχιά, γρήγορη, ασυνεχής, δεκτική συμπληρώσεων, χώρος ασαφής, σε συνδυασμό με την σκόπιμη απεικόνιση ασήμαντων πραγμάτων, καθιστά τόσο την ζωγραφική όσο και τη χαρακτική του πειστικά αυτόνομες.
Η επιμονή του Baselitz στον προσδιορισμό της ταυτότητας των έργων του μέσω των μορφικών τους χαρακτηριστικών είναι μάλλον εξαίρεση στον κύκλο των νέο-εξπρεσιονιστών. Στη σειρά Διθύραμβοι του Markus Lupertz (1941-), Ανατολικογερμανός ζωγράφος και γλύπτης, αλλά εγκατεστημένος στο D?sseldorf , που από ανθρωπογεωγραφική άποψη μαζί με την Κολωνία είναι οι πιο πυκνοκατοικημένες καλλιτεχνικά πόλεις της Γερμανίας, από τις δεκαετίες του ?70 και του ?80, δεν αφήνει αμφιβολία για την προτεραιότητα των ιστορικά και πολιτιστικά φορτισμένων μοτίβων, taboo όπως το κράνος, η στρατιωτική στολή, ο κοχλίας, η σκαπάνη και η παλέτα του ζωγράφου σε διάταξη νεκρής φύσης. Απεικονίζονται σαν απορρίμματα προς εξορκισμό, εγκαταλειμμένα στο έλεος του χρόνου και της ειρωνείας των επιγενομένων, σε μια προσπάθεια συμφιλίωσης με το πρόσφατο παρελθόν.
Η κοινωνικοπολιτική αλληγορία είναι σαφής και στην αποτελούμενη από 43 πίνακες σειρά Caf? Deutschland (1977-1978), του μαθητή του Beuys ζωγράφου και γλύπτη Jorg Immendorff (1945-), όπου συγχωνεύονται ιστορικά, μυθολογικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία με επίκεντρο τη διχασμένη τότε Γερμανία. Αξιομνημόνευτο είναι ένα συμβάν κατά την περίοδο της μαθητείας του (1966) στην Staatliche Kunstakademie του D?sseldorf. Ενώ στεκόταν μπροστά στο καβαλέτο του και ζωγράφιζε άκεφα, άκουσε τα βήματα του Beuys. Άρπαξε ένα πλατύ πινέλο, διέγραψε τον πίνακα και έγραψε, σταματήστε να ζωγραφίζετε. Ο Beuys ενθουσιάστηκε και του είπε ότι είναι αριστούργημα.
Σε αντίθεση με τον Baselitz ο A.R. Penck (1939-), δεν εγκατέλειψε την πρώην Ανατολική Γερμανία παρά το 1980, είκοσι χρόνια μετά την ανέγερση του τείχους του Βερολίνου (1961) και αφού πείστηκε ότι η προσπάθειά του να κάνει τη σοσιαλιστική κοινωνία καλύτερη με την τέχνη του δεν ήταν παρά μια ουτοπία. Πυρήνας της ζωγραφικής του είναι η ανθρώπινη μορφή μονογραμματικά αποδομένη, δραστικά σχηματοποιημένη και κρυπτογραφικά πλαισιωμένη από ιερογλυφικά, σημεία από τον κόσμο της Κυβερνητικής, της πολιτικής αφίσας, των graffiti και της λαϊκής εικονογραφίας. Όλα αυτά δημιουργούν μια δυναμική σχέση θετικού-αρνητικού με το φόντο, συγκροτώντας συνάμα μια δική τους κοινωνία χωρίς όμως να πείθουν για τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν. Ο συμβολισμός στα έργα του Penck είναι πιο γενικευμένος, οι πίνακές του δεν μπορούν να αναλυθούν λογικά. Τη σημασία τους πρέπει να την αισθανθούμε. Συνολικά οι χαρακτήρες του παρουσιάζονται σαν αγαθά πνεύματα, όπου υπάρχει βία είναι διονυσιακή μανία μάλλον παρά καταστροφική διάθεση.
Ο Arnason παρατηρεί, ότι ο Penck εκφράζει βαθιές προσωπικές και συλλογικές ανησυχίες, όπως η επείγουσα ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης του ατόμου σε μια μαζική κοινωνία, που είναι το καλύτερο μέσο για να αποφύγουμε το φόβο και τη βία, συνέπειες των εμπλοκών στην επικοινωνία. Είναι φανερό ότι πίσω από τα έργα του Penck υπάρχει η γνώση της θεωρίας της πληροφορίας, της δομής του μηνύματος και γενικότερα της αντιληπτικής ψυχολογίας. Ακόμα και συμπαγείς μορφές παρουσιάζουν αζωγράφιστα κενά αποκαλύπτοντας έτσι το εξωτερικό μέσα από το εσωτερικό και μορφοποιώντας την ιδέα του μηνύματος ως προσπάθειας να περάσει προς τα έξω κάτι που βρίσκεται μέσα.
O Anselm Kiefer (1945-), ο σημαντικότερος Γερμανός καλλιτέχνης, έκανε φιλοδοξία του την προσάρτηση μεγάλων περιοχών της ανθρώπινης ιστορίας στην τέχνη. Δεν ενδιαφέρεται για την απεικόνιση ιστορικών γεγονότων, αλλά για την υπό-σήμανσή τους στο πεδίο είτε της λογικής είτε των αισθήσεων, με στόχο την ενεργοποίηση της συνείδησης του θεατή. Όπως στο έργο του «Varus» (1976), που αποδίδεται με ένα δάσος, όπου εκτός από τις διάσπαρτες κηλίδες κόκκινου χρώματος, αναγράφονται τα ονόματα των αρχηγών των αντιπάλων, καθώς και των ποιητών και των φιλοσόφων που ασχολήθηκαν με το γεγονός. Ο Kiefer προτιμά την αναβίωση τύπων του παρελθόντος με κυριότερο τον πίνακα πολύ μεγάλων διαστάσεων. Στις επιφάνειές του μεταπλάθει ερεθίσματα από την γερμανική ιστορία, μυθολογία, φύση και πολιτιστική παράδοση, κατά κανόνα με ρομαντικό πάθος και ειρωνική διάθεση, αλλά όχι πάντα με την αναγκαία εσωτερική συνοχή. Φτάνει σε αποτέλεσμα όχι μόνο με το χρώμα αλλά συχνά με την προσθήκη και ανορθόδοξων υλικών, όπως άχυρο, μισοκαμμένο ξύλο, λινάτσα, άμμος, σύρμα, φύλλο χρυσού, καθώς και κατατοπιστικών για το θεατή σχετικών με το περιεχόμενο λέξεων ή φράσεων.
Ο Rosenthal παρατηρεί για τον μνημειακό πίνακα «Ιερουσαλήμ» (1986), που για τον Kiefer ήταν στροφή προς τα ερεθιστικά για τη φαντασία και μορφολογικά από τα αυστηρότερα έργα, ότι το όραμα της Ιερουσαλήμ ανήκει σε έναν καλλιτέχνη αλχημιστή. Παρατηρούμε τη διαδικασία που υποκαθιστά την καμμένη γη με μόλυβδο, έπειτα πως το κατανέμει και πως το εκτοπίζει με τον κόσμο του σίδερου στα παγοπέδιλα. Για τον Kiefer το σίδερο έχει κοσμικές ρίζες. Έχει δημιουργήσει το δικό του σύστημα στοιχείων, αποτελούμενο από άμμο, που τα χρησιμοποιεί όπως τα βρίσκει και άχυρο και από μόλυβδο και σίδερο που απαιτούν υψηλή θερμοκρασία για να σφυρηλατηθούν. Η Ιερουσαλήμ είναι η επιτομή ενός οικουμενικού, αιώνιου, θρησκευτικού ιδεώδους, ως τόπος προσκυνήματος και γη επαγγελίας, είναι μια πηγή πνευματικής τροφής.
Ο Kiefer επισκοπεί την ιστορία μέσα από το τοπίο που αυτονόητα συμπλέκεται με την ιστορία. Μία από τις σημαντικότερες συνθέσεις του είναι «Η χώρα των δύο μεγάλων ποταμών» (1985-1989). Διακόσια βιβλία από φύλλα μολύβδου τοποθετημένα σε δύο βιβλιοθήκες με σιδερένια ράφια. Οι σελίδες των 70 από αυτά που ξεπερνούν τα 70 εκατοστά, έχουν υποστεί μηχανικές και χημικές αλλοιώσεις.
Ο Bernd Koberling (1938-), είναι ο σημαντικότερος ζωγράφος του βόρειο-ευρωπαϊκού τοπίου στο Βερολίνο, με επίδοση στην τεχνική επεξεργασία αλλεπάλληλων στρωμάτων διαφορετικών υλικών πάνω σε μια επιφάνεια. Ο Karl Horst Hodicke (1938-), είναι ένας προσωπογράφος της πόλης του Βερολίνου και αφηγητής της καθημερινής ζωής του, που εκμεταλλεύεται συχνά τα αποτελέσματα των αντανακλάσεων και του τεχνητού φωτός. Με τα έντονα σατιρικά έργα του Sigmar Polka (1941-) και του Gerhard Richter (1932-), έχουμε τους κυριότερους σταθμούς της επιστροφής της γερμανικής τέχνης στο πεδίο των εικονιστικών αντιπαραθέσεων.
Ο Gercken παρατηρεί ότι οι καλλιτέχνες που συνέχισαν να καλλιεργούν μια κενή αφηρημένη τέχνη παρουσιάζονται ακαδημαϊκοί, ενώ οι νέοι ζωγράφοι εμφανίζονται επαναστατικοί. Η τέχνη που θεωρήθηκε οπισθοδρομική, αποδείχτηκε πως είναι μια απροσδόκητη και εκπληκτική πρόοδος που συνεχίζει να ασκεί επίδραση. Οδήγησε στην επανεκτίμηση της παραδοσιακής τέχνης και στην ανατροπή της κυρίαρχης αντίληψης της πρωτοπορίας.
Οι νεοφωβιστές αναφέρονται αφενός στο φωβισμό και αφετέρου σε όλες τις μορφές που προέρχονται από τη σύγχρονη υποκουλτούρα και επιχειρούν να βρουν την μορφική έκφραση που προσιδιάζει στην εποχή μας.
Βιβλιογραφία:
- Άλκης Χαραλαμπίδης, 1993, «Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα», Τόμος 3ος, Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων και Περιοδικών
- Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Παρισιού, 1991, «Ομάδες, Κινήματα, Τάσεις της σύγχρονης τέχνης μετά το 1945», Εξάντας Εκδοτική Α.Ε.
- Σταύρος Τσιγκόγλου, 2000, «Η Τέχνη στο τέλος του αιώνα», Τα Νέα της τέχνης, Αθήνα
- Ιστοσελίδα της Wikipedia