Ο Herbin υπήρξε πρότυπο για τον Jean Dewasne (1921-1999), ως προς τον τρόπο διευθέτησης των γεωμετρικών σχημάτων. Τα στοιχεία της προσωπικής του συμβολής, που προσπάθησε να υποστηρίξει θεωρητικά με το βιβλίο του «Πραγματεία για την ζωγραφική» (1949) είναι ευδιάκριτα. Οι φόρμες του αντανακλούν όψεις της πραγματικότητας και αποκτώντας συμβολική φόρτιση, γίνονται εμβλήματα του κόσμου της σύγχρονης τεχνολογίας. Οι αντιθέσεις των σχημάτων και των χρωμάτων είναι βίαιες, συχνά επεκτείνονται νοητά και πέρα από τα όρια της ζωγραφικής επιφάνειας και παρά την εξισορρόπηση των οπτικών βαρών, καταλήγουν σε δραματική ένταση. Αυτό ισχύει στους πίνακες, αλλά και στις τοιχογραφίες των εξήντα ή εκατό μέτρων μήκους. Ενδιαφέρουν παρουσιάζουν και τα Αντιγλυπτά του από εξαρτήματα αυτοκινήτων, τα οποία συνθέτει και στη συνέχεια χρωματίζει με στόχο να σπάσει τα περιγράμματά τους και να προκαλέσει ένα είδος μορφικής αλλοτρίωσης.
Στην Ecole de Paris θα μπορούσε να ενταχθεί και Φλωρεντινός Alberto Magnelli (1888-1971), που από το 1933 έγινε μέλος της Abstraction-Creation επιλέγοντας οριστικά την γλώσσα της Αφαίρεσης ως αποκλειστικό μέσο έκφρασης. Έχει θεωρηθεί ένας από τους αμιγώς αφηρημένους ζωγράφους αυτής της περιόδου και μετά την έκθεσή του στην γκαλερί Drouin το 1947, ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος της Γεωμετρικής Αφαίρεσης στο Παρίσι. Οι ρίζες τους βρίσκονται στον Κονστρουκτιβισμό, αλλά εξπρεσιονιστική είναι η ένταση των χρωμάτων του, που πληρούν περισσότερο ή λιγότερο αυστηρά γεωμετρικά σχήματα κλεισμένα σε ισχυρά περιγράμματα.
Η Ελβετία μετά τον πόλεμο δίνει το παρών της με δύο καλλιτέχνες που ξεχωρίζουν, αγωνίζονται και επιβάλουν τη Γεωμετρική Αφαίρεση, τον Max Bill και τον Richard Lohse. Ο Max Bill (1908-1994), μαθητής του Bauhaus (1927-1929), μέλος της Abstraction-Creation (1932-1936) και από το 1937 στέλεχος της Allianz, που από το 1927 συνάθροισε τους πρωτοποριακούς Ελβετούς καλλιτέχνες, δεν ήταν μόνο ζωγράφος, αλλά γλύπτης και αρχιτέκτονας. Με αφετηρία την ιδέα της λειτουργίας και στόχο την ενότητα όλων των επιμέρους κλάδων της τέχνης, όπως καλλιεργήθηκαν στο Bauhaus, προσπάθησε να εδραιώσει ως όρο και περιεχόμενο την Concrete Art, όχι μόνο στην Ελβετία αλλά και σε εξωευρωπαϊκές χώρες, όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή (1941). Με το Concrete ο Bill εννοεί τη ζωγραφική ως οντότητα κα8εαυτή, ως κάτι συγκεκριμένο παρά ως κάτι που αφαιρείται, που παράγεται από την φύση.
Ο Bill υποστηρίζει ότι η Concrete ζωγραφική εξαλείφει κάθε νατουραλιστική αναφορά. Εκμεταλλεύεται τα θεμελιώδη στοιχεία της ζωγραφικής, το χρώμα και τη φόρμα της επιφάνειας. Έτσι η ουσία της βρίσκεται στην πλήρη απελευθέρωση από κάθε φυσικό πρότυπο, καθαρή δημιουργία. Αυτή η αφηρημένη δημιουργία, που μοιάζει με παιχνίδι της σκέψης, χαρακτηρίστηκε Ψυχρή τέχνη, γιατί βασίζεται στα μαθηματικά, όχι όμως στην απλή γεωμετρία και την αριθμητική, αλλά στα μαθηματικά της θεωρίας της σχετικότητας του Einstein και της πυρηνικής φυσικής. Το 1974 αναφέρει πως πρότεινε έναν νέο τρόπο να βλέπει κανείς την τέχνη, με τον τίτλο «Η μαθηματική προσέγγιση στη σύγχρονη τέχνη». Τα μαθηματικά είναι ένα μέρος της μεθόδου μόνο, που πρέπει να υιοθετηθεί για την οργάνωση των λεγόμενων έργων τέχνης. Περιγράφει αυτή τη διαδικασία ως τη λογική προσέγγιση στα προβλήματα της τέχνης. Κάθε μέρος της διαδικασίας, της δημιουργίας συνειδητά ακολουθεί βήμα προς βήμα μια λογική ανάλυση. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Bill θα κάνει τα οράματά του πραγματικότητα. Στην απλότητα, τη σαφήνεια και την αρμονία των σχημάτων και των χρωμάτων έβλεπε να αποτυπώνονται συμβολικά ιδέες του σύμπαντος, όπως στην αστάθεια και αβεβαιότητά τους ερεθίσματα αυτογνωσίας για τον καλλιτέχνη και τον θεατή.
Μέλος της Allianz ο Richard Paul Lohse (1902-1988), απέδειξε ότι ο τρόπος σύνθεσης των σχημάτων και των χρωμάτων στη ζωγραφική μπορεί να προκύπτει από μαθηματικούς κανόνες. Για τον Lohse το κλειδί της δημιουργίας βρίσκεται στην επιλογή των στοιχείων και των τύπων οργάνωσής τους. Ο πίνακας είναι μια επιφάνεια στην οποία αναπτύσσεται μια μέθοδος παρατήρησης και σκέψης, με στόχο την αρμονική σύζευξη ανθρώπου και περιβάλλοντος. Ο ίδιος για να κάνει προσιτή αυτή τη διαδικασία, αναλύει τα έργα του μιλώντας για τη ρυθμική κίνηση των χρωμάτων γύρω από έναν άξονα και κωδικοποιεί τη συμπεριφορά τους χρησιμοποιώντας την αριθμητική κλίμακα. 0 για το άσπρο, 1 για το κίτρινο, 2 για το κόκκινο-κίτρινο, 3 για το κόκκινο, 4 για το μπλε-κόκκινο, 5 για το βιολέ, 6 για το μπλε, 7 για το πράσινο-μπλε, 8 για το μπλε-πράσινο, 9 για το πράσινο και 10 για το πράσινο-κίτρινο. Είναι μια ασκητική γλώσσα που θα μπορούσε να βρει αντιστοιχίες στην περιοχή της μουσικής.
Βιβλιογραφία:
- Άλκης Χαραλαμπίδης, 1993, «Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα», Τόμος 3ος, Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων και Περιοδικών
- Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Παρισιού, 1991, «Ομάδες, Κινήματα, Τάσεις της σύγχρονης τέχνης μετά το 1945», Εξάντας Εκδοτική Α.Ε.
- Σταύρος Τσιγκόγλου, 2000, «Η Τέχνη στο τέλος του αιώνα», Τα Νέα της τέχνης, Αθήνα
- Ιστοσελίδα της Wikipedia