Ο όρος βυζαντινή τέχνη, περιλαμβάνει την τέχνη που αναπτύχθηκε με κέντρο την Κωνσταντινούπολη, στη χρονική διάρκεια που έζησε το Βυζαντινό κράτος και στις περιοχές που αποτελούσαν την εδαφική περιοχή αυτού του κράτους. Ακόμα στον όρο περιλαμβάνονται τα έργα βυζαντινών καλλιτεχνών που εργάστηκαν σε χώρες που βρίσκονταν μέσα στην περιοχή της άμεσης πολιτισμικής ακτινοβολίας του Βυζαντίου, όπως Ιταλία, Βαλκανικές χώρες και εν μέρει η Ρωσία, αλλά και τα έργα που δημιουργήθηκαν σε κατεχόμενες ελληνικές περιοχές.
Οι πρώτες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της αρχαίας Ρώμης αποκαλύπτουν, έως ολόκληρο τον 4ο αιώνα π.χ. την επίδραση της πιο εξελιγμένης ετρουσκικής τέχνης. Όχι μόνο τα αρχιτεκτονικά μνημεία, πολιτικά και θρησκευτικά, παρουσιάζουν τυπικά ετρουσκικά χαρακτηριστικά τόσο στο δομικό τους σχέδιο, όσο και στην τεχνική της κατασκευής τους, αλλά και έργα όπως η «Προσωπογραφία του Βρούτου» και η «Λύκαινα του Καπιτωλίου» θεωρούνται κατασκευάσματα εργαστηρίων Ετρούσκων τεχνιτών, όπως η περίφημη χοροπλαστική σχολή των Βηίων, στην οποία ανήκε ο τεχνίτης Βούλκας, που διακόσμησε στα τέλη του 6ου π.χ. αιώνα, το Καπιτώλιο. Στην ετρουσκική επίσης επίδραση πρέπει ίσως να αποδοθεί η αρχή των λεγόμενων «θριαμβευτικών ζωγραφικών έργων», των οποίων έχουμε τα πρώτα δείγματα από τον 3ο π.χ. αιώνα και τα οποία αποτελούν τα αρχαιότερα γνωστά μέχρι στιγμής δείγματα ρωμαϊκής ζωγραφικής.
Με τον όρο εξπρεσιονισμός χαρακτηρίζεται σήμερα ένα καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στη Γερμανία, από το 1910 ως το 1925 και που αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επαναστάσεως της πρωτοπορίας. Τον όρο εξπρεσιονισμός (expressionismus), χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος Ζυλιέν Ωγκύστ Ερβέ, από εκεί ο όρος πέρασε στη Γερμανία το 1911. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε στον κατάλογο της 22ης Έκθεσης της Sezession (απόσχιση μικρής ομάδας καλλιτεχνών από μια μεγαλύτερη καλλιτεχνική ένωση) στο Βερολίνο το 1911, για να χαρακτηρίσει μια ομάδα καλλιτεχνών που ήταν φωβιστές. Τον υιοθέτησαν τα περιοδικά «Η Θύελλα» (Der Sturm, 1910-1932) και «Η Δράση» (Die Aktion, 1911-1932), που ήταν το κύριο όργανο του κινήματος και προσδιόριζε τον βασικό χαρακτήρα της νέας τέχνης, η οποία αποφεύγοντας να εκφράσει τις εντυπώσεις του εξωτερικού κόσμου και την αναπαράσταση των μορφών της φύσεως, ήθελε να απομακρυνθεί, από την τέχνη του νατουραλισμού και του εμπρεσιονισμού, για να γίνει έκφραση της εσωτερικής μόνο αλήθειας, καθαρή δημιουργία του ανθρώπινου πνεύματος.
Με τον όρο γοτθική, δηλαδή βόρεια και βαρβαρική, χαρακτήρισαν υποτιμητικά οι καλλιτέχνες και οι λόγιοι της Αναγεννήσεως την τελευταία περίοδο του Μεσαίωνα. Ο όρος μετέβαλε έννοια και έφτασε να σημαίνει συμβατικά, γιατί δεν έχει καμία σχέση με τους Γότθους, μια συγκεκριμένη στιγμή στην ιστορική εξέλιξη των μορφών. Η γοτθική περίοδος, αρχίζει τον 12ο αιώνα και τελειώνει όταν τον 15ο ή τον 16ο αιώνα, διεισδύουν στις διάφορες χώρες οι κλασικίζουσες μορφές της Αναγεννήσεως. Το ζήτημα της καταγωγής της γοτθικής αρχιτεκτονικής δεν έχει απόλυτα διευκρινιστεί. Βέβαιο είναι ότι οι οικοδόμοι και οι λιθοξόοι των μεγάλων καθεδρικών ναών, έπρεπε να έχουν αρκετά ανεπτυγμένες τεχνικές και μαθηματικές γνώσεις και ότι στη διαμόρφωση των σχεδίων και όλων των στοιχείων της κατασκευής και της διακοσμήσεως των γοτθικών κτιρίων συνέβαλε το λεπτό διαλεκτικό πνεύμα της σχολαστικής φιλοσοφίας.
Φωβ ή Φωβισμός από το γαλλικό fauves, που σημαίνει θηρία. Η ονομασία οφείλεται στον Λουί Βωξέλ, που στο παρισινό Σαλόν του 1907, κοιτάζοντας μια προτομή παιδιού του Αλμπέρ Μάρκ, τοποθετημένη ανάμεσα σε πίνακες των Ματίς Μαρκέ, Πυύ, Μανγκέν, Φρις, Βαλτά, Ντεραίν (Andre Derain), Βλαμένκ (Maurice Vlaminck) ανέκραξε, «Κοιτάξτε ο Ντονατέλλο εν μέσω των θηρίων». Η κακογλωσσιά όμως αυτή σημείωσε επιτυχία και έδωσε το όνομα στο πρώτο πρωτοποριακό κίνημα του 20ου αιώνα. Άμεσοι πρόδρομοι της ζωγραφικής των φωβιστών μπορούν να θεωρηθούν, ο Βαν Γκογκ, με την αγχώδη διεγερτική χρήση του χρώματος, που τονίζει τον ρυθμό και ο Γκωγκέν, που εκφράζει μια νέα αντίληψη του χώρου με υπερεπιθέσεις χρωματικών ζωνών.
Τέχνη που άνθισε στις περιοχές που αποτελούν το σημερινό Βέλγιο. Κάποτε το όνομα αυτό δίδεται γενικά στην τέχνη των παλαιών Κάτω Χωρών, δηλαδή του Βελγίου και της Ολλανδίας μαζί, ως τον πολιτικό χωρισμό τους από το Φίλιππο Β' της Ισπανίας, στα τέλη του 16ου αιώνα.
Αν αφεθούν κατά μέρος οι παλαιότερες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, που ανάγονται στην περίοδο της ρωμαϊκής κατακτήσεως, καθώς και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε για τη χρυσοχοϊκή κατά την περίοδο της κυριαρχίας των Φράγκων στη Βραβάντη και τη μεγάλη ώθηση στην αρχιτεκτονική που δόθηκε επί της αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου, οι πρώτες εκδηλώσεις της φλαμανδικής τέχνης πρέπει να αναχθούν στη ρωμανική περίοδο παράλληλα προς την οικονομική και πολιτική διαμόρφωση της περιοχής της Φλάνδρας.
Καλλιτεχνικό κίνημα που παρουσιάστηκε στη Γαλλία κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, με πρωτοπόρους τους ζωγράφους Πάμπλο Πικάσσο (Pablo Picasso), Ζωρζ Μπράκ (Georges Braque), Χουάν Γκρί (Juan Gris) και Φερνάν Λεζέ (Fernand Leger). Ο όρος κυβισμός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1908, όταν ο Ανρί Ματίς χαρακτήρισε τον πίνακα του Μπράκ «Σπίτια στο Εστάκ» σύνθεση μικρών κύβων. Μετά τον Ματίς ο κριτικός της τέχνης Λουΐ Βωξέλ έγραψε ότι η ζωγραφική του Μπράκ είχε περιοριστεί στην απεικόνιση κύβων.
Ο όρος Διεθνές Στιλ, ως ονομασία του κύματος αρχιτεκτονικού πειραματισμού που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1920, καθιερώθηκε μέσα από μια έκθεση νέων αρχιτεκτονικών τάσεων στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Νέας Υόρκης, το 1932. Η επικοινωνία μεταξύ των αρχιτεκτόνων είχε αποκατασταθεί πολύ σύντομα μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, και τα διάφορα αρχιτεκτονικά στοιχεία είχαν γνωρίσει μια τόσο μεγάλη παγκόσμια εξάπλωση, ώστε ήταν πλέον αδύνατο να γίνει λόγος για διαφορές μεταξύ των εθνικών στιλ. Αντίθετα, είχε αναδειχθεί ένας αριθμός κέντρων αρχιτεκτονικού πειραματισμού, στα οποία συνέρρεαν αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες από κάθε γωνιά της γης.
Ονομάζεται έτσι το στυλ που επικράτησε σε ολόκληρη την Ευρώπη στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου κυρίως στον τομέα των εφαρμοσμένων τεχνών και της αρχιτεκτονικής. Οι αρχιτέκτονες πειραματίζονταν με νέα υλικά και νέους τύπους διακόσμησης. Ήταν λοιπόν καιρός η νέα αρχιτεκτονική από σίδερο και γυαλί, που είχε καθιερωθεί με τους σταθμούς των σιδηροδρόμων, χωρίς να γίνει αντιληπτό, και τα βιομηχανικά κτίρια, να αποκτήσει ένα δικό της διακοσμητικό ύφος. Ξεκίνησε από το Παρίσι και απλώθηκε στην Ευρώπη και την Αμερική από το 1880 έως το 1910. Ο νέος ρυθμός που είδε το φως στις «σετσεσσιόν» του Μονάχου και της Βιέννης, διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη με διάφορες ονομασίες, «Art Nouveau» στη Γαλλία, όπου ήταν το όνομα της γκαλερί του S. Bing (1895-1899), «Modern Style» στην Αγγλία, «Jugendstil» στη Γερμανία, όπου προήλθε από το περιοδικό «Jugend», «Sezession» στην Αυστρία, «Liberty» στην Ιταλία, όπου ήταν το όνομα ενός καταστήματος ειδών διακόσμησης, «Modernismo» στην Ισπανία.
Δεν υπάρχει θεωρία της Νέας Αντικειμενικότητας και οι πραγματικές δηλώσεις των εκπροσώπων της είναι ελάχιστες. Θα πρέπει να στηριχθεί κανείς στις ίδιες τις εικόνες, αν θέλει να προσδιορίσει την ουσία της. Σε γενικές γραμμές ο τύπος του «Νέο Αντικειμενικού» ζωγράφου και χαράκτη, όπως αυτός εμφανίζεται στη συγκεκριμένη δεκαετία, παρουσιάζει έναν άνθρωπο, ο οποίος δεν έχει πολύ-ταξιδέψει και ούτε αισθάνεται την ανάγκη να γυρίσει τον κόσμο. Δεν εκφράζεται με το λόγο, σπάνια συντάσσει μανιφέστα, δεν είναι λογοτεχνικός τύπος. Είναι απασχολημένος με την τέχνη του, ζωγραφίζει, χαράζει και συχνά εξασκεί και κάποιο άλλο επάγγελμα για την εξασφάλιση του επιούσιου.
Ζωγραφικό κίνημα που εμφανίστηκε στη Γαλλία στη δεύτερη πεντηκονταετία του 19ου αιώνα και αντέταξε στους καθιερωμένους κανόνες της ακαδημαϊκής ζωγραφικής, την αξία του δημιουργικού αυθορμητισμού και των εντυπώσεων που προκαλούν τα χρώματα ως εκδηλώσεις του φυσικού φωτός. Πριν από τον Ιμπρεσιονισμό οι ζωγράφοι διατηρούσαν τις γραμμές και τα περιγράμματα ακόμη και στις τοπιογραφίες ή για να πετύχουν χρωματικές αρμονίες ξεκινούσαν από ένα βασικό τόνο και δημιουργούσαν τα ενδιάμεσα ημιτόνια με αναμείξεις χρωμάτων. Το 1863, χρονιά που πέθανε ο Ντελακρουά, θεωρούμε ότι είναι η αρχή της πορείας προς την τέχνη του 20ου αιώνα.
Αναγέννηση ονομάζεται η περίοδος 200 περίπου χρόνων, από τον 14ο αιώνα ως τον 16ο αιώνα, κατά την οποία τα γράμματα, οι επιστήμες και οι τέχνες σημείωσαν πρωτοφανή άνθηση στην Ευρώπη. Ο όρος Αναγέννηση χρησιμοποιείται κάθε φορά που στην πορεία της πολιτιστικής ιστορίας παρατηρείται μια συνειδητή αναβίωση στοιχείων από την κλασική αρχαιότητα. Αναγέννηση είναι κάθε περίοδος πολιτιστικής ακμής που ακολουθεί μια περίοδο πολιτιστικής ύφεσης.
Στη φιλοσοφία ο όρος σημαίνει την αναγνώριση της υπάρξεως μιας πραγματικότητας έξω από τη σκέψη, ανεξάρτητη από τη νοητική μας δραστηριότητα. Η νόηση γνωρίζει την πραγματικότητα προσαρμοζόμενη σε αυτήν. Η αλήθεια είναι η συμφωνία της σκέψεως με την προϋποτιθέμενη πραγματικότητα. Αν αυτή η πραγματικότητα γίνεται αντιληπτή ως κόσμος εμπειρικοφυσικός, ο ρεαλισμός μπορεί να συμπέσει με τον εμπειρισμό ή καλύτερα με τον υλισμό. Αλλά αυτή η πραγματικότητα μπορεί να μην είναι εμπειρικοφυσική. Είναι η περίπτωση του φιλοσοφικού ρεαλισμού, που αντιπροσωπεύεται ευρύτατα στη σχολαστική φιλοσοφία και αποδίδει μια αυθύπαρκτη πραγματικότητα στις γενικές αρχές, αντί να τις θεωρεί αφαιρέσεις της νοητικής μας ενέργειας. Στην τέχνη ο όρος ρεαλισμός χαρακτηρίζει τις κατευθύνσεις, εκείνες που τείνουν να απεικονίσουν την πραγματικότητα όσο το δυνατόν πιο πιστά, χωρίς φανταστικές απομακρύνσεις ή αυθαίρετες εξιδανικεύσεις. Αυτή η πιστότητα ή μίμηση κατά την αριστοτελική έννοια, δεν εννοείται ωστόσο γενικά ως απλή παθητική αναπαράσταση, αλλά αντίθετα ως δημιουργική ανασύνθεση των πιο ουσιαστικών και σημαντικών στοιχείων της πραγματικότητας. Στην πολιτική ο όρος σημαίνει μια γραμμή συμπεριφοράς εμπνευσμένη από την προσεκτική εκτίμηση των πραγματικών καταστάσεων και των αληθινών δυνάμεων, χωρίς συναισθηματισμούς και ιδεολογικούς οραματισμούς.
Γκυστάβ Κουρμπέ