Στην αρχιτεκτονική επικράτησαν δύο ρυθμοί, ο ρυθμός του Μόσα, που εμφανίστηκε επάνω στον Μόσα, με ρηνανική επίδραση και ο σκαλδικός, που διαδόθηκε στη ζώνη του Σκάλδη και είναι εμπνευσμένος από φραγκορωμανικά πρότυπα. Τα σημαντικότερα μνημεία του ρυθμού του Μόσα βρίσκονται στη Λιέγη, ενώ η μητρόπολη του Τουρναί, της οποίας η κατασκευή άρχισε το 1141, με τους τέσσερις χαρακτηριστικούς πύργους της, γύρω από τον πύργο-φανό, είναι το αριστούργημα του σκαλδικού ρυθμού. Στις τρεις πύλες της μητροπόλεως υπάρχουν ακόμη ενδιαφέροντα δείγματα των αρχών της γλυπτικής της Φλάνδρας. Μαζί με αυτά πρέπει να αναφερθούν τα κομψοτεχνήματα σε ελεφαντόδοντο του 11ου αιώνα, τα χρυσαφικά και τα έργα σε μέταλλο του Ρενιέ ντε Υύ, του Γκοντφρουά ντε Υύ και τέλος του Νικολά ντε Βερντέν, ο οποίος εμφανίζει αναβιώσεις της κλασικής παραδόσεως. Το σημαντικότερο δείγμα της ελάχιστα διαδεδομένης μνημειακής γλυπτικής σε πέτρα είναι η Παναγία του Ντομ Ρούπερτ (1150).
Στη ζωγραφική επιζούν λίγα μνημεία εμπνευσμένα από την φραγκοβυζαντινή τέχνη, όπως, κύκλος νωπογραφιών με θέμα τη ζωή της Αγίας Αικατερίνης στη μητρόπολη του Τουρναί (1171-1178) και μεταγενέστερες τοιχογραφίες με τη ζωή της Αγίας Μαργαρίτας και την Ουρανία Ιερουσαλήμ. Η γοτθική αρχιτεκτονική διαδόθηκε από τη Γαλλία και οφείλεται συχνά, όπως στα δείγματα των μοναστηριακών εκκλησιών της Λουβαίν (1251), της Αμβέρσας και της Γάνδης (1240-1270), στους δομινικανούς μοναχούς. Στο Τουρναί και στην περιοχή του Σκάλδη επικράτησε η νορμανδική επίδραση. Στην περιοχή του Μόσα επικρατεί η βουργουνδική επίδραση.
Χαρακτηριστικά πρωτότυπα εμφανίζει ο γοτθικός ρυθμός της Βραβάντης, ο οποίος αν και στις αρχές του 13ου αιώνα συνεχίζει να επηρεάζεται από τη Γαλλία στα μοναστήρια των κιστερκιανών του Βιλλέ λα Βιλ (1200-1210) και του Βαλ Ντιέ (1216), παρουσιάζει τοπικά χαρακτηριστικά στους τρούλλους των εκκλησιών Σαιν Μισέλ-ε-Γκυντύλ και της Νοτρ-Νταμ ντε λα Σαπέλ των Βρυξελλών, για να αποκτήσει τελικά μεγάλη ανεξαρτησία στην αρχιτεκτονική του 14ου αιώνα. Η εκκλησία του Μπεγκινάζ στο Λουβαίν είναι το πιο χαρακτηριστικό δείγμα.
Τον 15ο αιώνα η άνθηση του γοτθικού ρυθμού της Βραβάντης βρίσκεται στο αποκορύφωμά της. Η εκκλησία του Αγίου Πέτρου στο Λουβαίν είναι το αριστούργημά του, με αρχιτέκτονες τους Συλπίς βαν ντερ Βόρστ, Γιαν Β' Κέλντερμανς και Ματιέ ντε Λαγιάν. Η εκκλησία του Αγίου Πέτρου με τον έντονο κατακόρυφο τόνο της κατασκευής της και την άκρα ισορροπία των αναλογιών, αποτελεί πρότυπο που διαδόθηκε ευρύτατα στο Βέλγιο, αλλά και στη Γαλλία.
Η αστική αρχιτεκτονική, που δημιούργησε στο Τουρναί το πιο τυπικό δείγμα σπιτιού με τριγωνικό τύμπανο και το αρχαιότερο δείγμα beffroi, εκφράζει κατά τον 15ο αιώνα τον πιο πρωτότυπο γοτθικό ρυθμό της Βραβάντης στα δημοτικά μέγαρα. Ο Ζακ ντε Λαγιάν είναι ο αρχιτέκτονας του δημοτικού μεγάρου των Βρυξελλών (1449-1455). Ο φλογόμορφος γοτθικός ρυθμός με τον πλούτο των εντυπωσιακών λεπτών διακοσμήσεων του διατηρήθηκε και τον 16ο αιώνα στα δημοτικά μέγαρα της Γάνδης και του Ουντεναάρντε.
Γαλλική επίδραση έχουν οι Φλαμανδοί γοτθικοί γλύπτες, ώστε να θεωρούνται καθαρά ως οι μεγαλύτεροι εκπρόσωποι του γαλλικού υστερογοτθικού ρυθμού. Περισσότερο πρωτότυπη είναι η γοτθική γλυπτική της Βραβάντης, που αντιδρά στη γαλλική επίδραση, τονίζοντας τον ρεαλισμό της ανθρώπινης μορφής και του ολόγλυφου. Αξιόλογος καλλιτέχνης είναι ο γλύπτης Βάλτερ Πανς και το περίφημο έργο του το άγαλμα της Παναγίας στη Νοτρ-Νταμ-ω-Λακ του Τιρλεμόν (1362).
Αλλά τα σημαντικότερα επιτεύγματα προς τη ρεαλιστική κατεύθυνση και ποιοτικώς εξαιρετικά ήταν, στα τέλη του 14ου αιώνα και στις αρχές του 15ου, τα έργα του Κλάους Σλούτερ, ιδρυτή της βουργουνδικής σχολής. Ο ρεαλισμός του Σλούτερ εγκαινιάζει μια συνεχώς βραδύτερη αναζήτηση ψυχολογικού χαρακτηρισμού, όχι μόνο στο πεδίο της γλυπτικής, αλλά και στο πεδίο της ζωγραφικής.
Η μεγαλύτερη συμβολή των Φλαμανδών τον 14ο αιώνα στην τέχνη είναι η μικρογραφία που άνθησε στις πιο καλλιεργημένες αυλές της Ευρώπης και ευνοήθηκε από την γενναιοδωρία των πριγκίπων και την εξαφάνιση των τοιχογραφιών στις γοτθικές μητροπόλεις. Μέσα στο κλίμα αυτό δημιουργήθηκαν οι «Πολύ πλούσιες ώρες του δούκα ντε Μπερρύ» των αδελφών Λεμπούρ, από τις οποίες δεν λείπουν οι ζωγραφικές επιρροές της Βόρειας Ιταλίας, της Φλωρεντίας και της Σιένας και οι οποίες ίσως μπορούν να θεωρηθούν ως προϊστορία της μεγάλης φλαμανδικής ζωγραφικής του 15ου αιώνα.
Ο 15ος είναι ο χρυσός αιώνας της φλαμανδικής τέχνης και μέσα στην ευρωπαϊκή ζωγραφική έχει θέση όμοια με τον 15ο αιώνα της φλωρεντινής ζωγραφικής, παρά τις μεγάλες διαφορές που υπάρχουν στη βάση των δύο αντιλήψεων. Η φλωρεντινή ζωγραφική, περισσότερο διανοητική, ανακάλυψε στην προοπτική το ρυθμιστικό στοιχείο του πραγματικού και τη χρησιμοποίησε ως μέσο κυριαρχίας του ανθρώπου επάνω στη φύση, ενώ η φλαμανδική ζωγραφική, περισσότερο εμπειρική, θεωρούσε την προοπτική ως μέσο νατουραλιστική αναζητήσεως, ανακαλύψεως της λεπτομέρειας και αναλύσεως του κόσμου, όπου άνθρωπος και φύση συμβιώνουν κατά τρόπο που αποκλείει την υπεροχή του ενός επί του άλλου.
Παρά τις διαφορές αυτές, που δεν απέκλειαν ωστόσο ανταλλαγές και σχέσεις μεταξύ των δύο πολιτισμών, η φλαμανδική και η φλωρεντινή αναγέννηση είχαν κοινή ιστορική μοίρα, να προαναγγείλουν και να αντιπροσωπεύσουν στις χώρες τους την προοδευτική όψη του πολιτισμού της εποχής.
Η ζωγραφική διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην τέχνη του φλαμανδικού 15ου αιώνα και η σχολή της Μπρυζ, που ιδρύθηκε από τον Γιαν βαν Άυκ, αντιπροσωπεύει τις λαμπρές αρχές της και συγχρόνως τα μεγαλύτερα επιτεύγματά της. Η απήχηση της τέχνης του βαν Άυκ ξεπέρασε τα περιφερειακά σύνορα της σχολής και επηρέασε την τέχνη των άλλων χωρών.
Ο Πέτρους Κρίστους είναι ο αμεσότερος οπαδός του βαν Άυκ. Στις Βρυξέλλες αντίθετα ο Ρογήρος βαν ντερ Βέυντεν, στράφηκε προς μια έντονα δραματική ερμηνεία της εικόνας και ίδρυσε μια σχολή, που διατήρησε τα χαρακτηριστική της τέχνης του ως τους πιο μακρινούς συνεχιστές του. Στη Λουβαίν, ο Ντίρκ Μπόουτς, ολλανδικής καταγωγής, τοποθετείται με τη ζωγραφική του μεταξύ της αριστοκρατικής κομψότητας του βαν Άυκ και του ωμού ρεαλισμού του βαν ντερ Βέυντεν και του βαν ντερ Γκους, από τους οποίους ο τελευταίος εργάστηκε κυρίως στη Γάνδη.
Στη Μπρύζ, στο δεύτερο ήμισυ του 15ου αιώνα, ο Χανς Μέμλινγκ και ο Γκέραρντ Ντάβιντ είχαν πολλούς πελάτες από την πλούσια αστική τάξη, στα έργα τους, με την ήρεμη και πυκνή γλώσσα, επαναλαμβάνονται οι αρχαϊκότερες αξίες της φλαμανδικής ζωγραφικής της πρώτης πεντηκονταετίας του αιώνα. Μέσα στο κλίμα μιας κοινωνίας όπου η τάξη των εμπόρων και των τραπεζιτών κρατούσε στα χέρια της την οικονομική δύναμη της χώρας, ήταν φυσικό να σημειώσει επιτυχία η φορητή εικόνα και η προσωπογραφία, στην οποία ο βαν Άυκ έδωσε την πρώτη ισχυρή ώθηση με τον λαμπρό πίνακα του ζεύγους Αρνολφίνι. Η προσωπογραφία γίνεται το πιο φημισμένο είδος του φλαμανδικού 15ου αιώνα και με τον Πέτρους Κρίστους και τον Ρογήρο βαν ντερ Βέυντεν στρέφεται προς ψυχολογικές αναλύσεις, που δεν είχαν προηγούμενο στην τέχνη.
Η μετανάστευση πολλών Φλαμανδών καλλιτεχνών στην Ιταλία κατά τον 16ο αιώνα, έπειτα από την θρησκευτική κρίση που αναστάτωσε τις Κάτω Χώρες, ευνόησε τις σχέσεις τον δύο χωρών. Με την επίδραση της ιταλικής αναγεννήσεως η φλαμανδική παράδοση ανανεώθηκε. Η Αμβέρσα έγινε το κέντρο διαδόσεως του ιταλίζοντος μανιερισμού. Εκεί εργάστηκαν οι γλύπτες Ζεάν ντε Μπουλόν (Τζαμπολόνια), Ζακ Ντυμπρέκ, οι ζωγράφοι Κεντέν Μετσύς και Φρανσουά Φλορίς, ενώ η αρχιτεκτονική ταλαντεύεται μεταξύ της περίκομψης γοτθικής διακοσμητικής του ντε Βρίιντ και των πιο ελεύθερων μορφών της ιταλικής αναγεννήσεως, που υποστήριξε δραστήρια ο Ντονάτο ντε Μπόνι του Μπέργκαμο.
Παράλληλα με αυτό της ιταλικής επιδράσεως κίνημα, από το άλλο σαφέστερο φαινόμενο του ρωμανισμού της ομάδας εκείνης των ζωγράφων που συγκεντρώθηκαν στη Ρώμη το 1572 και έθεσαν ως πρόγραμμα τη μίμηση του Ραφαήλ και του Μιχαήλ Αγγέλου, δεν έσβησε η φλέβα του καθαρά φλαμανδικού ρεαλισμού. Βρήκε στην Αμβέρσα, στον Μπρέγκελ τον μεγαλύτερο ζωγράφο του. Ανθρώπινος και σαρκαστικός, απροσδόκητα απαισιόδοξος και μοιρολατρικός, ερμηνεύει με απόλυτα νέο πνεύμα, που δεν απέχει πολύ από τη φιλοσοφία του Εράσμου, τη ζωή του λαού και των χωρικών, την τρελή μοίρα του ανθρώπου που κινείται μέσα σε ένα μαγεμένο κόσμο, μέσα σε ένα ονειρώδες τοπίο, κάτω από την αργή εναλλαγή των εποχών. Στην προσωπογραφία διακρίθηκαν περίφημοι καλλιτέχνες, ο Μπάρεντ βαν Όρλευ, ο Γιόος βαν Κλέβε, ο Μέτσυς, ο Γιάν Γκόσσααρτ. Την ίδια εποχή γεννήθηκε η τοπιογραφία ως αυτόνομο είδος με τον Γιόακιμ Πατινιέρ.
Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την τέχνη του Πιέτερ Πάουλ Ρούμπενς, ενός από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους ζωγράφους. Από τη γοητεία των πινάκων του Ρούμπενς, που αποκαλύπτουν με την πληρότητα του φωτός, της μορφής και του χρώματος έναν αισθησιακό και παγανιστικό κόσμο, δεν κατόρθωσαν να μείνουν ανεπηρέαστοι ούτε οι ζωγράφοι ούτε οι γλύπτες.
Στα έργα όμως των τελευταίων βρίσκονται κλασικές και μπαρόκ απηχήσεις, όπως στα γλυπτά του Φρανσουά Ντυκενουά, καλλιτέχνη με διεθνή φήμη. Μεταξύ των πιο προικισμένων ζωγράφων συγκαταλέγεται ο Άντονι βαν Ντάυκ, που απαλύνει την μεγαλοστομία του δεξιοτέχνη με πιο κομψές και πιο αριστοκρατικές μορφές. Πλάι στους οπαδούς του Ρούμπενς, οι ζωγράφοι νεκρών φύσεων και λουλουδιών, δημιουργούν έργα για να στολίσουν τα σπίτια των αστών εμπόρων. Η ρωπογραφική ζωγραφική αναπτύσσεται με την επίδραση του Ολλανδού Πέτερ βαν Λάαρ. Η τέχνη του Καραβάτζιο επέδρασε σχεδόν σε όλους τους Φλαμανδούς ζωγράφους, που έστρεψαν τον εντυπωσιακό φωτισμό του Ιταλού ζωγράφου σε ευκολότερες λύσεις νυκτερινού φωτός. Ο Γάκομπ Γιόρνταανς πραγματοποίησε μια σύνθεση διαφορετικών πειραματισμών, από του Ρούμπενς ως του Καραβάτζιο.
Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική είναι σχεδόν αποκλειστικά ιησουιτική και συνδέεται με το ρωμαϊκό πρότυπο της εκκλησίας του Ιησού, ενώ στην αστική αρχιτεκτονική διακρίνεται η ομάδα των μεγάρων που πλαισιώνουν τη μεγάλη πλατεία των Βρυξελλών. Εντυπωσιακά δημιουργήματα, που διατηρούν, στα λεπτομερειακά και πυκνά διακοσμητικά στοιχεία, ζωντανή την ανάμνηση των γοτθικοφλαμανδικών θεμάτων, που μεταμορφώθηκαν σε εικόνες μπαρόκ.
Με τον 17ο αιώνα μπορεί να πει κανείς πως τερματίστηκε η περίοδος της φλαμανδικής τέχνης. Ο 18ος είναι ένας νεκρός αιώνας, όπου ξεπέφτουν στον ακαδημαϊσμό τα δείγματα της αρχιτεκτονικής και της γαλλικής και αυστριακής γλυπτικής rocaille. Στη ζωγραφική οι πιο ζωντανοί και αυθόρμητοι είναι όσοι καλλιτέχνες παραμένουν πιστοί στην παράδοση του Ρούμπενς.
Η διαμονή του μεγάλου Γάλλου ζωγράφου Ζακ Λουί Νταβίντ στις Βρυξέλλες, συνέβαλε στην επιβίωση της νεοκλασικής τεχνοτροπίας ως τον 19ο αιώνα. Τώρα όμως η χώρα προχωρεί προς την πολιτική της ανεξαρτησία και με τη νέα αυτή πολιτική συνείδηση παρουσιάζεται η κυρίως βελγική τέχνη.
Βιβλιογραφία:
E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 3ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 11ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 15ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι