Εκθείαζε την ομορφιά της επανάστασης, του πολέμου, της ταχύτητας και του δυναμισμού της σύγχρονης τεχνολογίας.
Με θάρρος ανακοίνωσε επίσημα πως «...ο βρυχηθμός της μηχανής ενός αυτοκινήτου, που πέρνα με ταχύτητα αστραπής, είναι πολύ πιο ωραίος από τη Νίκη της Σαμοθράκης».
«O Φουτουρισμός βασίζεται στην πλήρη ανανέωση της ανθρώπινης ευαισθησίας, που προκαλείται από τις μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις. Oι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τον τηλέγραφο, το τηλέφωνο, το φωνόγραφο, το ποδήλατο, τη μοτοσικλέτα, το αυτοκίνητο, το υπερωκεάνιο, το πηδαλιοχούμενο, το αεροπλάνο, τον κινηματογράφο, τη μεγάλη εφημερίδα δεν έχουν ανακαλύψει ακόμη πως αυτά τα μέσα επικοινωνίας, μεταφοράς και πληροφόρησης ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ψυχή τους».
Το καλλιτεχνικό Μανιφέστο που η ομάδα μπόρεσε να εκδώσει το 1910 εξυμνούσε την ιδέα της πολλαπλής προοπτικής, της μεταμόρφωσης και της κίνησης, που πολλαπλασιάζει το κινούμενο αντικείμενο, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη συγχώνευση εικαστικού χώρου και αντικειμένου.
Τα έργα τους ήταν προϊόν των ενιαίων χρωματικών μοτίβων του ιμπρεσιονισμού και κυρίως της τεχνικής του ντιβιζιονισμού ή πουαντιγισμού των νεότερων ιμπρεσιονιστών.
Οι φουτουριστές ασχολούνταν με πάθος με το πρόβλημα της δημιουργίας μίας αισθαντικής ταύτισης μεταξύ του θεατή και του έργου, τοποθετώντας «το θεατή στο κέντρο του πίνακα».
Παρ' ότι είχαν αφομοιώσει το τεχνικό λεξιλόγιο του κυβισμού, ο σκοπός τους δεν ήταν μία φορμαλιστική ανάλυση αλλά η άμεση πρόκληση συναισθημάτων.
Η τέχνη των φουτουριστών υμνούσε τη σύγχρονη βιομηχανία και τη ζωή των μεγαλουπόλεων. Ενδιαφέρονταν αποκλειστικά για την έκφραση εξατομικευμένων ιδανικών, μέσα από ένα χαρακτήρα μυστικιστικής αποκάλυψης, που επιτυγχάνεται χάρη στην οργιαστική και ολοκληρωτική δράση της εικόνας.
Χρησιμοποίησαν πινελιές συμπληρωματικών χρωμάτων, ακτινοβόλα και εκτυφλωτικά χρώματα.
Η έκθεση των φουτουριστών στο Μιλάνο το Μάιο του 1911 ήταν η πρώτη προσπάθεια να παρουσιάσουν στο κοινό τα ιδεώδη και τις θεωρίες τους. Η έκθεση τους στο Παρίσι, το Φεβρουάριο του 1912, τράβηξε την προσοχή του παριζιάνικου φιλότεχνου κοινού και κέρδισε θετικά σχόλια από το διάσημο ποιητή και συγγραφέα Apollinaire.
Μετά το Παρίσι η έκθεση μεταφέρθηκε στο Λονδίνο, Βερολίνο, Χάγη, Βρυξέλλες, Άμστερνταμ, Μόναχο. Έτσι ο φουτουρισμός μέσα σ' ένα χρόνο καθιερώθηκε ως ένα απαραίτητο κομμάτι της διεθνούς πρωτοπορίας.
Ο Umberto Boccioni (1882 - 1916) είναι ο κύριος εκπρόσωπος της φουτουριστικής γλυπτικής. Ο Boccioni αναζητούσε στη γλυπτική αθάνατες αξίες όπως «το στιλ της κίνησης», «το γλυπτό ως περιβάλλον». Στόχος του ήταν «να καταργηθούν απόλυτα και ολοκληρωτικά οι συγκεκριμένες γραμμές και οι κλειστές δομές. Οι μορφές να ανοίξουν και να αφομοιωθούν στο περιβάλλον». Πίστευε στο δικαίωμα του γλύπτη να χρησιμοποιεί κάθε είδους παραμόρφωσης και τεμαχισμού της ανθρώπινης μορφής ή του αντικειμένου, και επέμενε στη χρήση κάθε είδους υλικών, όπως «γυαλί, ξύλο, χαρτόνι, σίδερο, τσιμέντο, χαίτες αλόγων, δέρμα, ύφασμα, καθρέφτες, ηλεκτρικό φως. Κτλ».
Βιβλιογραφία : Σημειώσεις Χρήστου Μιχαλόπουλου (Iστορικός Tέχνης - καθηγητής)