Ήδη από τον 1ο π.χ. αιώνα ο Κικέρων έλεγε ότι ορισμένα αγάλματα του Φειδία είχαν ως υπόδειγμα ένα θείο αρχέτυπο κάλλους και λίγο αργότερα ο Οράτιος, έθετε την αρχή της μιμήσεως της φύσεως που αποτέλεσε την ορθολογιστική βάση του κλασικισμού από την Αναγέννηση και ύστερα.
Στην εποχή του Αυγούστου και ακόμη περισσότερο στην εποχή του Αδριανού (2ος μ.χ. αιώνας), η ρωμαϊκή τέχνη απηχούσε ελληνικούς εκφραστικούς τύπους, άλλοτε προσπαθώντας να διατυπώσει με τρόπους ελληνιστικής προελεύσεως νέα θέματα καθαρά ρωμαϊκά, άλλοτε μιμούμενη την ελληνική τέχνη κατά τρόπο ακαδημαϊκό. Αυτός ο σύνδεσμος ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης έγινε τόσο βαθύς, ώστε οι μεταγενέστεροι καλλιτέχνες έφθασαν συχνά στο σημείο να συγχέουν τη μία με την άλλη.
Ήδη από την εποχή του Αδριανού υπάρχουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία του κλασικισμού, δηλαδή η ανάγκη της υπερνικήσεως των υποκειμενικών παραγόντων στην καλλιτεχνική δημιουργία, η αναζήτηση της ισορροπίας μορφής και περιεχομένου, λογικής και φαντασίας και η μίμηση των αριστουργημάτων του παρελθόντος. Στους επόμενους αιώνες κλασικά στοιχεία ανευρίσκονται στη ρωμαϊκή και στη γοτθική τέχνη, αλλά μολονότι είναι φανερή η μίμηση των αρχαίων στα έργα διαφόρων καλλιτεχνών, μόνο στον 15ο και στον 16ο αιώνα διακρίνεται ο κλασικισμός γιατί οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, θέτοντας το πρόβλημα της σχέσεως με την αρχαία τέχνη, αναζήτησαν το πνεύμα και τους αισθητικούς νόμους που δημιούργησαν τα αρχαία αριστουργήματα και χωρίς να τα μιμηθούν εργάστηκαν με απόλυτη αυτονομία. Οι κυριότεροι καλλιτέχνες των ερευνών αυτών με τα έργα και τα γραπτά τους ήταν ο Μπρουνελλέσκι, ο Ντονατέλλο, ο Μαζάτσιο, ο Αλμπέρτι, ο Φιλαρέτε, ο Μαντένια, ο Φραντσέσκο ντι Τζόρτζιο Μαρτίνι, ο Μπραμάντε, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Ραφαήλ, ο Μιχαήλ-Άγγελος και ο Κορρέτζιο. Αλλά στα έργα των τεσσάρων τελευταίων καλλιτεχνών και του κύκλου τους ανευρίσκονται τα πρώτα εικαστικά αντικλασικά στοιχεία και οι προϋποθέσεις του μανιερισμού, ο οποίος απορρίπτοντας ορισμένες αρχές του κλασικισμού, έρχεται σε αντίθεση μαζί του.
Η εναντίωση της Αντιμεταρρυθμίσεως στην υπερβολική εκφραστική ελευθερία του πρώτου μανιερισμού, άρχισε να γίνεται αισθητή στην τελευταία φάση του μανιερισμού του 16ου αιώνα και επηρέασε τον κλασικισμό των καλλιτεχνών του 17ου αιώνα, ιδιαίτερα του Καρράτσι, οι οποίοι πρότειναν την επιστροφή όχι μόνο στους μεγάλους καλλιτέχνες του 16ου αιώνα αλλά και στους αρχαίους Έλληνες. Ο κλασικισμός του Αννίμπαλε Καρράτσι με την πιο φημισμένη εκδήλωσή του τις τοιχογραφίες του Μεγάρου Φαρνέζε στη Ρώμη (1597-1604), φανέρωσε την τάση των καλλιτεχνών να επανέλθουν στις εικαστικές υποδείξεις της αρχαιότητας και της Αναγεννήσεως. Ο κλασικισμός αυτός υποστηρίχθηκε θεωρητικά από τον Τζοβάννι Μπαττίστα Αγκούκκι και από τον Τζοβάννι Πιέτρο Μπελλόρι.
Τον 17ο αιώνα ο κλασικισμός διαδόθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δύο Γάλλοι καλλιτέχνες, ο Κλωντ Ζελλέ επονομαζόμενος Λε Λορραίν και ο Νικολά Πουσσέν, που είχε ήδη μελετήσει στο Παρίσι τα χαρακτικά του Ραφαήλ και του Τζούλιο Ρομάνο, όταν το 1624 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, πλησίασε με μεγάλη αγάπη τα τεκμήρια της αρχαίας γλυπτικής και αρχιτεκτονικής, αλλά και καλλιτέχνες όπως τον Ντομενικίνο και τον Καρράτσι και γοητεύτηκε από τη ρωμαϊκή ύπαιθρο. Ο Πουσσέν και ο Λορραίν οδήγησαν σε μεγάλο ύψος και τελειότητα τη λεγόμενη αρκαδική τοπιογραφία. Ο κλασικισμός κέρδιζε έδαφος στη Γαλλία και την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ? έγινε η επίσημη τέχνη με τον ακαδημαϊσμό του Σαρλ Λε Μπρεν.
Στην Αγγλία, ο Ιταλός καλλιτέχνης του 16ου αιώνα Παλλάντιο κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον των αρχιτεκτόνων του 17ου και 18ου αιώνα. Ήδη ο Ίνιγκο Τζόουνς είχε δώσει μια προσωπική ερμηνεία στην τέχνη του Παλλάντιο, αλλά το ρεύμα αναπτύχθηκε το 18ο αιώνα με τον λόρδο Μπέρλινγκτον, ο οποίος το 1732 δημοσίευσε το έργο του Παλλάντιο «Ρωμαϊκές Θέρμες» και τον θεωρητικό του ρεύματος Κόλεν Κάμπελ με το έργο του «Βιτρούβιος ο Βρετανικός».
Το ρεύμα αυτό συγχωνεύτηκε στο πλατύτερο κίνημα του νεοκλασικισμού, το οποίο με την ώθηση του Τόμας Τζέφερσον οδήγησε την επίσημη αρχιτεκτονική των Ηνωμένων Πολιτειών στους κλασικούς ρυθμούς. Το στυλ αυτό, ήταν το στυλ της Αυτοκρατορίας. Τα δημόσια κτίρια σχεδιάστηκαν με βάση το ρυθμό της Ελληνικής Αναβίωσης. Εμπνευστής του Τζέφερσον ήταν ο Γάλλος Σαρλ Λουί Κλερισώ, γνώστης και σχεδιαστής κλασικών αρχαιοτήτων, ο οποίος σχεδίασε το Καπιτώλιο του Ρίτσμοντ.
Στην αρχιτεκτονική, μετά την Παλινόρθωση επικράτησε ο ρομαντικός εκλεκτισμός που συγχώνευσε στοιχεία γοτθικά, κλασικίζοντα, αναγεννησιακά και μπαρόκ. Αλλά στην Γερμανία, με την ευκαιρία των μεγάλων πολεοδομικών έργων μελετήθηκαν και εφαρμόστηκαν αναγεννησιακά και αρχαία ελληνικά πρότυπα. Έτσι κατασκευάστηκαν η πύλη του Βρανδεμβούργου του Λεό φον Κλέντσε και του Λάνγκχανς. Ο Λέο φον Κλέντσε, αρχιτέκτονας του Λουδοβίκου Α? της Βαυαρίας, εμπνέεται από την ελληνική αρχιτεκτονική και φαίνεται στο επιβλητικό μέγαρο της Βαλχάλλα στη Ρατισβόνη, όπου μιμείται τον Παρθενώνα της Ακρόπολης των Αθηνών. Ο Άρνολντ Μπέκλιν και ο Χανς φον Μαρέ, επανέρχονται στις κλασικές μορφές, αλλά κατά τρόπο αλληγορικό και φανταστικό, νεορομαντικό, που συνεχίστηκε στην κεντρική Ευρώπη από τον Φραντς φον Στούκ.
Βιβλιογραφία:
E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 1ος 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 8ος 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 10ος 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι