Η σημασία της εποχής αυτής για την ιστορία της μεσαιωνικής τέχνης είναι τεράστια. Όλες οι σχολές της αρχιτεκτονικής τέχνης ξεκινούν από την παλαιοχριστιανική και για όλες σχεδόν τις κατηγορίες των καλλιτεχνημάτων των μεταγενέστερων εποχών. Στην τεράστια εδαφική έκταση που κατέχει η αυτοκρατορία περιλαμβάνονται οι ακμάζουσες ελληνιστικές πόλεις με ισχυρές εγχώριες καλλιτεχνικές παραδόσεις, όπως η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια, η Έφεσος, η Ρώμη και η πρωτεύουσα η Κωνσταντινούπολη, η οποία πλουτίζεται συνεχώς με νέα κτίσματα, αυτοκρατορικά και εκκλησιαστικά και γίνεται το νέο και σπουδαιότερο κέντρο στο οποίο συγκεντρώνονται οι καλλιτεχνικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας και από το οποίο εκπορεύονται τα καλλιτεχνικά ρεύματα, οι αρχιτέκτονες και οι αρχιτεκτονικοί τύποι προς το τέλος της αυτοκρατορίας, σε Ανατολή και Δύση.
Ο τύπος ναού που κυριαρχεί στις μεγαλύτερες εκκλησίες ως τον 6ο αιώνα είναι η βασιλική, που κατάγεται από ένα ευρύχωρο ελληνιστικό και ρωμαϊκό κτίριο για δημόσιες συγκεντρώσεις. Τα κύρια χαρακτηριστικά της την διαφοροποιούν από τα πρότυπά της. Πρόκειται για μια μεγάλη μακρόστενη, ορθογώνια αίθουσα, χωρισμένη με κιονοστοιχίες σε τρία ή πέντε κλίτη από τα οποία το μεσαίο είναι ευρύτερο και ψηλότερο από τα άλλα. Η αίθουσα καταλήγει ανατολικά σε μια μεγάλη εξέχουσα ημικυκλική αψίδα, όπου βρίσκεται η Τράπεζα, το σύνθρονο και ο επισκοπικός θρόνος. Τον 4ο αιώνα δημιουργείται μπροστά στο ιερό ένα εγκάρσιο κλίτος, που συνδέεται με το μεσαίο κλίτος με μεγάλο θριαμβευτικό τόξο. Η Αγία Τράπεζα στις βασιλικές, βρίσκεται στο σημείο της διασταυρώσεως των αξόνων των κλιτών. Το ιερό χωρίζεται από τον ναό με ένα κιγκλίδωμα με μαρμάρινες κολόνες και θωράκια. Το κεντρικό κλίτος, το ψηλότερο και φωτεινότερο τμήμα, με διακόσμηση οροφής και δαπέδου, όπου βρίσκεται και ο άμβωνας, προορίζεται μόνο για τους επίσημους και τους εκκλησιαστικούς, ενώ τα πλάγια κλίτη που χωρίζονται από το μεσαίο με θωράκια, προορίζονται για τους πιστούς λαϊκούς, ο νάρθηκας για τους κατηχούμενους και η συνεχόμενη προς αυτόν πρόθεση για την απόθεση των προσφορών. Η ευρύχωρη αυλή, με τη φιάλη είναι για όλους.
Τον 4ο και 5ο αιώνα είναι μεγάλη η ποικιλία των παραλλαγών στον τύπο αυτό. Το εγκάρσιο κλίτος συχνά δεν υπάρχει και όταν υπάρχει πότε είναι απλό και πότε περιβάλλεται εν μέρει ή ολόκληρο από εσωτερική κιονοστοιχία. Τον 6ο αιώνα καταλήγει σε πλάγιες αψίδες. Η μεγάλη αψίδα μπορεί να είναι ημικυκλική ή τρίπλευρη, μπορεί να μην εξέχει του ορθογωνίου. Η βασιλική-μαρτύριο συνδέεται με μεγάλα περίκεντρα κτίρια, μαυσωλεία, ή γίνεται διπλή βασιλική ή παίρνει τη μορφή σταυρικής βασιλικής με τον τάφο-μαρτύριο στην κεντρική διασταύρωση των αξόνων των τεσσάρων κλιτών, που είχαν όλα εσωτερικό περιστύλιο, όπως οι Άγιοι Απόστολοι Κωνσταντινουπόλεως, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος της Εφέσου, εκκλησίες του 4ου αιώνα, ο Άγιος Συμεών ο Στυλίτης στη Συρία, του 5ου αιώνα. Αυτόν τον τύπο βρίσκουμε και στην Καταπολιανή της Πάρου. Όλες αυτές οι εκκλησίες είχαν ξύλινη στέγη, όταν τον 6ο αιώνα θα ξανακτιστούν, πιο μεγάλες, αλλά διατηρώντας την ίδια διάρθρωση, θα στεγαστούν με τρούλους.
Ο χώρος της βασιλικής, κυριαρχείται από τον οριζόντιο άξονα, τονισμένο από τη ρυθμική πορεία των κιονοστοιχιών που οδηγεί στην κοιλότητα της αψίδας. Το μεσαίο κλίτος ευρύχωρο και άπλετα φωτισμένο, με την υπερυψωμένη οροφή, αποτελεί σημαντικό στοιχείο ανατάσεως. Ο πλούσιος εσωτερικός διάκοσμος, πολύχρωμα μαρμαροθετήματα, ψηφιδωτά, χρυσωμένη οροφή, φανερώνουν την προσπάθεια να δοθεί στον φωτεινό χώρο, που ντύνουν τους τοίχους και το δάπεδο πολύτιμα υλικά, όλα με πολύχρωμες ανταύγειες, όλα ρυθμισμένα στην κλίμακα πολυτέλειας.
Παράλληλα με τις βασιλικές χρησιμοποιήθηκαν στον 4ο και 5ο αιώνα για μικρότερα ιερά, κυρίως για τα μαρτύρια που κάλυπταν τάφους αγίων ή σημείωναν τόπους θείων επιφανειών ή θαυμάτων, τύποι κτιρίων που κατάγονται από αρχαία μαυσωλεία, περίκεντρα κτίρια στεγασμένα με τρούλο σε ποικίλες μορφές. Κυκλικά κτίρια με κυκλική κιονοστοιχία, που φέρει τον τρούλο, οκταγωνικά όπως το μεγάλο μαρτύριο του αποστόλου Φιλίππου στην Ιεράπολη της Φρυγίας ή ο οκτάγωνος ναός στους Φιλίππους με ημικυκλική αψίδα. Στους ναούς-μαρτύρια καθώς και σε μερικά βαπτιστήρια του τύπου αυτού ο τρούλος στηρίζεται σε ένα οκτάγωνο που σχηματίζουν οκτώ πεσσοί με ενδιάμεσες κολόνες, ενώ οι εξωτερικοί τοίχοι μπορεί να σχηματίζουν οκτάγωνο ή και τετράγωνο, οπότε γωνιακές κόγχες εξασφαλίζουν τη μετάβαση από το ένα σχήμα στο άλλο. Την προτίμηση του συστήματος αυτού από τους αρχιτέκτονές της εποχής του Ιουστινιανού μαρτυρεί ο ναός των Αγίων Σεργίου και Βάκχου στην Κωνσταντινούπολη και του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα.
Στα περίκεντρα κτίρια κυριαρχεί ο μεγάλος τρούλος που στέφει έναν ενιαίο χώρο. Όλα τα στοιχεία, πεσσοί, κολόνες, εξέδρες, τόξα, τονίζουν τον κατακόρυφο άξονα. Ένα όμως κτίσμα του Ιουστινιανού δημιουργεί μια τομή στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, γιατί καθιερώνει τον τρούλο ως κύριο καθοριστικό στοιχείο του κτιρίου του ναού (η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη). Τα στοιχεία που τη συνθέτουν ανήκουν στην ίδια κατηγορία των περίκεντρων ναών, αλλά έχουν συντεθεί κατά τρόπο νέο ώστε ο τεράστιος πάμφωτος χώρος να ανυψώνεται με αργό ρυθμό, καθώς οι πολύτιμες και πολύχρωμες επιφάνειες που τον περικλείουν ανελίσσονται με τους ρυθμικούς κυματισμούς των τόξων. Η ανοδική αυτή κίνηση που περιβάλει και συνεπαίρνει τον πιστό, κορυφώνεται και ολοκληρώνεται στον τεράστιο τρούλο, που δίνει την εντύπωση πως μόλις ακουμπά πάνω στο κτίριο, χωρίς υλικό βάρος. Κανένα από τα κτίρια που έγιναν σύγχρονα με την Αγία Σοφία ή στις επόμενες εποχές στην περιοχή του Βυζαντίου δεν έφτασε το μέγεθος των διαστάσεων και τον πλούτο των υλικών της. Αυτό όμως που αποτελεί την μοναδικότητά της και της προσδίδει την καίρια σημασία είναι ότι σε αυτήν εφαρμόστηκε για πρώτη φορά με τόση τόλμη και με μια τέτοια αισθητική αρτιότητα η ιδανική στατική λύση στη στήριξη του μεγάλου τρούλου.
Η γοητεία της οροφής με τρούλο οδηγεί σε συνδυασμούς του τρούλου με τη βασιλική. Ίσως για λόγους λειτουργικούς, έπρεπε να εξαρθεί ο χώρος μπροστά στην αψίδα του βήματος, είτε σε μικρότερα σταυροειδή κτίρια, όπως ο Όσιος Δαβίδ Θεσσαλονίκης ή το λεγόμενο Μαυσωλείο της Γκαλά Πλακίδια στη Ραβέννα (5ος αιώνας), όπου ο τρούλος ήταν κτιστός ή σε μεγαλύτερα κτίρια όπου ο τρούλος ήταν ξύλινος, όπως στη βασιλική με εγκάρσιο κλίτος του Ιλισού (5ος αιώνας) ή στο Αλαχάν Μαναστήρ στην Ισαυρία (5ος ή 6ος αιώνας). Παλαιότερα δεν έλειπε η βασιλική με κτιστό τρούλο, άλλα στον 6ο αιώνα το συναντάμε, όπως η Αγία Ειρήνη στην Κωνσταντινούπολη, ο Άγις Τίτος στην Γόρτυνα Κρήτης, η Καταπολιανή στην Πάρο, το Κασρ Ιμπν-Βαρντάν στη Συρία (564), ο Άγιος Πολύευκτος (524-527), η βασιλική Β στους Φιλίππους και το Τζάριτζιν Γραδ Σερβίας. Στα κτίρια αυτά θα φανερωθούν κατά διάφορους τρόπους οι συνέπειες της προσθήκης ενός μέλους με σημαντικό βάρος σε ένα σύστημα δομήσεως που δεν είναι προορισμένο για αυτό το σκοπό. Ο βασικός χαρακτήρας της βασιλικής ως κτιρίου με ορισμένη κατεύθυνση χάνεται.
Μετά τον 6ο αιώνα η βυζαντινή αρχιτεκτονική δεν θα ξαναγνωρίσει την μεγάλη ποικιλία των τύπων και των λύσεων των κτιρίων, ούτε τη μεγαλοφροσύνη που διακρίνει την παλαιοχριστιανική εποχή. Η μεταστροφή της λαϊκής ευλάβειας από τα λείψανα προς τη λατρεία των εικόνων, καθώς και η εξέλιξη της λειτουργίας, όλα συντελούν στη μετάβαση προς νέους τύπους ναών, πιο μικρούς όμως στο μέγεθος.
Ένας νέος τύπος είναι ο σταυροειδής με τρούλο. Στην πρώτη του μορφή παρουσιάζει στην κάτοψη σχήμα σταυρού εγγεγραμμένου σε ένα τετράγωνο που αποτελείται από το ιερό βήμα και από τριπλό νάρθηκα ή περίδρομο (Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης). Ο νέος αυτός τύπος αποτελεί εξέλιξη των μικρών σταυροειδών ναών τύπου Οσίου Δαβίδ Θεσσαλονίκης, ή όπως ο ναός της Κοιμήσεως στη Νίκαια, ο ναός Πέτρου και Παύλου (9ου αιώνα) και άλλοι. Στον ίδιο τύπο καταλήγουν και παλαιοχριστιανικής εποχής βασιλικές που διασκευάζονται την εποχή αυτή, όπως η Αγία Ειρήνη Κωνσταντινουπόλεως. Πρόκειται για νέα δημιουργία της εποχής, όπου παλαιότερες αλλά οικείες μορφές και τύποι αλληλοεπηρεάζονται και τελικά καταλήγουν στο ίδιο περίπου αποτέλεσμα. Οι τέσσερις εν τετράγωνο πεσσοί που στηρίζουν τα τέσσερα μεγάλα τόξα είναι πολύ ογκώδεις, αλλά τείνουν να διαλυθούν ώστε να σχηματιστούν μικρά γωνιαία διαμερίσματα. Η τάση να διατηρηθεί η ενότητα του μεγάλου τρουλοσκέπαστου κεντρικού χώρου είναι φανερή, για αυτό οι επικοινωνίες με τους πλάγιους περιδρόμους από όπου οι περισσότεροι πιστοί παρακολουθούν τη λειτουργία γίνεται συνήθως δια μέσου τριβήλων, ενώ με τα μικρά γωνιαία διαμερίσματα δεν υπάρχουν επικοινωνίες.
Εκτός από την επικράτηση και την εξέλιξη του τύπου του σταυροειδούς με τρούλο εξασφάλιζαν η συμβολική σημασία του σταυρικού σχήματος καθώς και του τρούλου, εικόνας του ουρανού. Ο ναός-μικρόκοσμος έβρισκε την τέλεια μορφή του.
Το τέλος της εικονομαχίας (843) και η άνοδος της Μακεδονικής Δυναστείας (867) σημειώνουν την αρχή μιας εποχής νέας ακμής της βυζαντινής αυτοκρατορίας, τόσο στην κρατική πολιτική, όσο και στην περιοχή της πνευματικής καλλιέργειας, γιατί φτάνουν σε υψηλό επίπεδο οι επιστήμες, τα γράμματα, οι τέχνες, ώστε να γίνεται συνήθως λόγος για Μακεδονική Αναγέννηση. Την ίδια εποχή ακτινοβολεί ο βυζαντινός πολιτισμός ως τη Ρωσία, όπου η αρχιτεκτονική και κυρίως η ζωγραφική βρίσκονται σε εξάρτηση από τη βυζαντινή τέχνη, που παραμένει η διδασκάλισσα, σε Ανατολή και Δύση. Στην αρχιτεκτονική παρατηρείται μια ανανέωση του τύπου της σχετικά μεγάλης βασιλικής. Ο σταυροειδής με τρούλο επικρατεί και εξελίσσεται, ώστε οι τέσσερις ογκώδεις πεσσοί να συσταλούν σε τέσσερις κομψές κολόνες και τα τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα να μεγαλώσουν, ώστε να στεγάζονται με ιδιαίτερο τρούλο το καθένα και έτσι ο ναός να έχει πέντε τρούλους. Το πεντάτρουλο σύστημα καθιέρωσε ένα αυτοκρατορικό κτίσμα του 880, η Νέα, ίσως από επίδραση των παλαιότερων Αγίων Αποστόλων. Τον ίδιο το ναό του Ιουστινιανού έχει ως πρότυπο και ο Άγιος Μάρκος της Βενετίας. Στον πεντάτρουλο τύπο της Νέας ανήκει ο παλαιότερος ναός του 907 στο σύμπλεγμα της Μονής του Λιβός και άλλοι.
Η τελειοποίηση στη στατική λύση της στηρίξεως του τρούλου με ελαφρότερα υποστηρίγματα και η επακόλουθη επιμήκυνση των κεραιών του σταυρού, ώστε να καταργηθεί ο περίδρομος, έκανε την εξωτερική μορφή του ναού πιο οργανική καθώς διαγράφεται πιο καθαρά στη στέγη το σχήμα του σταυρού που φέρει τον τρούλο και οι κεραίες του σταυρού εκφράζονται και στις πλάγιες όψεις.
Επίσης οι αναλογίες έγιναν πιο κομψές και οι επιφάνειες των τοίχων εκφράζουν μια καθαρά πλαστική αντίληψη με κόγχες, με ημικόγχες και με βαθμιδωτά γείσα. Στη νοτιότερη Ελλάδα οι επιφάνειες των τοίχων είναι απλές, επίπεδες, με μοναδικό στόλισμα την άψογη πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία και μερικά μοτίβα με πλίνθους, άσχετα από τους τύπους των εκκλησιών. Με δύο κίονες, με τέσσερις κίονες, με τρείς κόγχες και με τέσσερις κόγχες ή μικρές θολοσκέπαστες βασιλικές, όπως στην Καστοριά. Αρχαϊκότεροι ναοί, αμέσως μετά τα μέσα του 9ου αιώνα, δεν έχουν ούτε αυτή τη χρωματικά διακοσμητική τοιχοποιία. Όλες αυτές οι παραλλαγές και οι δεξιοτεχνίες φανερώνουν μια αξιόλογη στροφή του ενδιαφέροντος προς την εξωτερική μορφή του κτιρίου, που συνεπάγεται τη μείωση της σημασίας του εσωτερικού χώρου και τη βαθμιαία διάσπασή του.
Οι αρχιτέκτονες του 11ου αιώνα δημιουργούν ένα νέο σύστημα στηρίξεως του τρούλου. Πρόκειται για το οκταγωνικό σύστημα με το οποίο καλύφθηκε ο ναός με τον τρούλο σε όλο του το πλάτος και ο ενιαίος χώρος απλώνεται μπροστά στα τρία μέρη του Ιερού. Οι φορείς του τρούλου απωθήθηκαν στους γύρω τοίχους και ξανακερδήθηκε η ενότητα του χώρου και η μετάβαση από το οκτάγωνο στη χαμηλή κυκλική βάση του τρούλου γίνεται με τέσσερα ημιχώνια. Το καθολικό της Μονής του Οσίου Λουκά είναι το τελειότερο κτίριο μιας σειράς εκκλησιών αυτού του τύπου που σώθηκαν στη Στερεά Ελλάδα και στα νησιά, ενώ η καταγωγή του τύπου είναι από την Κωνσταντινούπολη. Το Δαφνί έχει την εξωτερική όψη περισσότερο σύμφωνη με την ελληνική αγάπη στις καθαρές γεωμετρικές φόρμες και στην άψογη τοιχοποιία με πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Η περίπτωση της Νέας Μονής Χίου, αυτοκρατορικού ιδρύματος, αντί για ημιχώνια έχει στους διαγώνιους άξονες κόγχες και αντί για γωνιόμορφους πεσσούς έχει οκτώ παραστάδες αναλυόμενες σε διπλούς κιονίσκους.
Εκτός από τον αρχιτεκτονικό τύπο, κοινά γνωρίσματα όλων των ναών της εποχής 9ου-12ου αιώνα είναι οι σχετικά μικρές διαστάσεις, φαινόμενο που δεν είχε σχέση με τον περιορισμό των οικονομικών μέσων ή τάση για ψηλά κτίρια, όπως η Παναγία των Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη και άλλες. Η πολυτέλεια της κατασκευής που συμβαδίζει με μια εκλεπτυσμένη αίσθηση των υλικών προσδίδει στους περιορισμένους σχετικά εσωτερικούς χώρους την όψη πολύτιμων κομψοτεχνημάτων, καθώς τα πολύχρωμα μάρμαρα καλύπτουν το πάτωμα και ντύνουν τους τοίχους και στολίζουν τις καμάρες και τους θόλους λαμπρά ψηφιδωτά και τα παράθυρα ζωγραφιστά υαλοστάσια. Το τέμπλο έχει ψιλοδουλεμένα γλυπτά και στολίζεται με εικόνες από σμάλτο επάνω σε χρυσάφι. Η κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως από τους σταυροφόρους της 4ηςΣταυροφορίας (1204), αποτελεί αποφασιστική τομή στην πορεία προς την κατάρρευση. Τα ελληνικά κρατίδια που δημιουργούνται στην περιφέρεια με πρωτεύουσες την Θεσσαλονίκη, Άρτα, Νίκαια, Τραπεζούντα και Μυστρά, θα ανταγωνιστούν τα φραγκικά κρατίδια που δημιουργούνται στις ελληνικές χώρες και τελικά ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, θα ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη (1261) και η Πόλη θα ξαναγίνει το διοικητικό και το πνευματικό κέντρο με τον ηγετικό ρόλο.
Η ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως θα φέρει μια γενική πνευματική άνθιση και μια τάση επιστροφής και αναβίωσης παλαιοτέρων μορφών που εκδηλώνεται στην αρχιτεκτονική με την επάνοδο σε τύπους ξεχασμένους. Ο οκταγωνικός τύπος αναβιώνει στους Αγίους Θεοδώρους στον Μυστρά και στην Αγία Σοφία στην Μονεμβασία. Ο περίδρομος του σταυροειδούς με τρούλο επανέρχεται πιο χαμηλός και τον βρίσκουμε στην Πόλη, στις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης όπως Αγίους Αποστόλους, Αγία Αικατερίνη και αλλού. Και κάπως σπάνιος ο τύπος του Βροντοχίου, της Μητροπόλεως και της Παντάνασσας στον Μυστρά και του παρεκκλησίου της Καταπολιανής, όπου η βασιλική του ισογείου συνδυασμένη με σταυροειδή με τρούλο στον όροφο, θυμίζει την Αγία Ειρήνη Κωνσταντινουπόλεως του 8ου αιώνα. Η αδυναμία της εποχής για νέα έργα είναι η συνήθεια να προσθέτουν σε παλαιές εκκλησίες νέα κτίσματα.
Στην Πρωτεύουσα κτίζονται παρεκκλήσια για την ταφή βασιλικών ή αρχοντικών οικογενειών (Παμμακάριστος). Επίσης μεγαλοπρεπείς νάρθηκες και εξωνάρθηκες στην Πόρτα Παναγία Θεσσαλίας και αλλού. Άσχετα με τους τύπους, την εξωτερική μορφή των αρχιτεκτονημάτων της εποχής χαρακτηρίζει μια εκζήτηση αντιθέσεων, ποικιλία στις σχέσεις επιπέδων στις προσόψεις και στις στέγες, μια γενική τάση προς τις αναλογίες και κομψότερη σιλουέτα, καθώς και προς τη χρωματική ποικιλία στη διακόσμηση των προσόψεων. Η Πρωτεύουσα πάντα υπερέχει στο μέτρο και στην κομψότητα. Εσωτερικά οι πολυτελέστεροι τρόποι διακόσμησης με ορθομαρμαρώσεις και ψηφιδωτά γίνονται σπανιότεροι και μετά τις πρώτες δεκαετίες του 14ου αιώνα σταματούν. Παντού κυριαρχεί η ευτελέστερη τοιχογραφία. Οι εσωτερικοί χώροι περιορίζονται στις διαστάσεις και έχουν την τάση να είναι διασπασμένοι και άνισα φωτισμένοι, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα θερμής οικειότητας κατάλληλης για θρησκευτική περισυλλογή και ατομική προσευχή.
Μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και ως τον 19ο αιώνα, σημαντικά θρησκευτικά κτίρια και δημόσια θα ανεγερθούν προ πάντων στα μοναστήρια, στο Άγιο Όρος, στα Μετέωρα και αλλού, σύμφωνα με τις παραδόσεις, τις τεχνικές και τις βασικές αντιλήψεις της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Δεν αναγνωρίζει κανείς τις νέες δημιουργίες στα έργα αυτά, αλλά δεν παύουν για αυτό το λόγο να είναι έργα αξιόλογα μιας καλλιτεχνικής παράδοσης που κυριάρχησε επί πολλούς αιώνες σε όλη τη χριστιανική ανατολή.
Βιβλιογραφία:
E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 4ος 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 7ος 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 9ος 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι