Παραδοσιακά, στη δυτική ζωγραφική των προγενέστερων εποχών, το τοπίο λειτουργούσε μάλλον διακοσμητικά, πλαισιώνοντας ως σκηνικό θρησκευτικές και μυθολογικές σκηνές. Και ενώ ήδη στην Αναγέννηση η απόδοση του φυσικού τοπίου απέκτησε μεγαλύτερη σημασία, η ουσιαστική καμπή έρχεται με την ολλανδική ζωγραφική, όταν το τοπίο λειτουργεί πλέον αυτοτελώς, ως κεντρικό θέμα της παράστασης.
Στην ανεξάντλητη παραγωγή της ολλανδικής ζωγραφικής του 17ου αιώνα η τοπιογραφία ως είδος κυριαρχεί μεταξύ άλλων και πλήθος καλλιτεχνών πειραματίστηκε περιστασιακά ή αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά σε αυτήν. Η ποικιλία και η εξειδίκευση που παρουσιάζει, είναι ενδεικτικές της άνθησης που γνώρισε: δασικά τοπία, τοπία νερού, πανοραμικές απόψεις, θαλασσογραφίες, χειμερινά τοπία, ηλιοβασιλέματα, αγροτικές σκηνές με ζώα κ.ά. Κάθε εκδοχή της φύσης σαγηνεύει τους Ολλανδούς τοπιογράφους, για τους οποίους το φυσικό τοπίο διαθέτει τέτοιο μεγαλείο και γοητεία, που αξίζει να καταγραφεί ως είναι. Χρησιμοποιείται, ωστόσο, ο όρος της ρεαλιστικής απεικόνισης σχεδόν καταχρηστικά, μιας και το τοπίο αποδίδεται κατά προσέγγιση, συχνά από μνήμης με τη βοήθεια προσχεδίων, είτε από αντιγραφή χαρακτικών, διανθισμένο με στοιχεία φαντασίας και επινόησης.
Εξετάζοντας το ιστορικό πλαίσιο της Ολλανδικής Δημοκρατίας του 17ου αιώνα, γνωστής και ως «χρυσή εποχή», γίνονται σαφείς οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες άκμασε εκεί για πρώτη φορά η τοπιογραφία. Μετά την ολοκληρωτική ανεξαρτησία από τους καθολικούς Ισπανούς το 1648, μετατρέπεται σε μια πανίσχυρη θαλάσσια δύναμη με οικονομική άνθηση και συνακόλουθη πνευματική ανάπτυξη. Η εθνική υπερηφάνεια αντικατοπτρίζεται στις τοπιογραφίες της εποχής, που μοιάζουν να γιορτάζουν την ευημερία της νεοϊδρυθείσας χώρας και τις αρετές της ειρήνης. Αντίστοιχα, η αγορά της τέχνης υποστηριζόμενη από την εύρωστη αστική τάξη ανθεί, ενώ η απαγκίστρωση από τον καθολικισμό και, συνεπώς, από τη θρησκευτική ζωγραφική, ανοίγει το δρόμο σε νέα είδη (προσωπογραφία, ηθογραφία, τοπιογραφία, νεκρή φύση). Εξάλλου, η αστικοποίηση συνεπάγεται ταυτόχρονα και στροφή προς το φυσικό χώρο, φαινόμενο που παρατηρείται εντονότερα και στα κοινωνικά συμφραζόμενα που διαμόρφωσαν την ανάπτυξη της τοπιογραφίας στην Αγγλία το 18ο και στη Γαλλία το 19ο αιώνα.
Τα χαρακτηριστικά της ολλανδικής τοπιογραφίας δεν μπορούν να ομαδοποιηθούν ενιαία, καθώς διαφοροποιούνται καθ' όλη τη διάρκεια του αιώνα μέσα από τις διάφορες τάσεις: Μανιερισμός, Πρώιμος ρεαλισμός, Φάση των τονικών διαβαθμίσεων, Κλασική φάση. Η τελευταία, ωστόσο, εξελίσσοντας τις κατακτήσεις των προηγουμένων, συγκεντρώνει κοινά γνωρίσματα: Στα τοπία των εκπροσώπων της, η φύση παρουσιάζεται μεγαλοπρεπής και μνημειώδης, σαν αποτέλεσμα μιας έντονης τυποποίησης. Η οργάνωση των στοιχείων της σύνθεσης γίνεται πολύ επιλεκτικά και προσεγμένα, γεγονός που φανερώνει ακριβή παρατήρηση των φυσικών φαινομένων και αφοσίωση στη λεπτομέρεια. Κυριαρχούν οι δραματικές αντιθέσεις ανάμεσα στο στερεό και το υγρό στοιχείο, στη στατική και τη δυναμική ενέργεια, στα ψυχρά και τα θερμά χρώματα, στο φως και τη σκιά. Ακόμη, οι συνθέσεις διακρίνονται για την ευρυχωρία τους, η οποία ενισχύεται με τη μεγάλη έκταση του ουρανού και τη διάκριση των επιπέδων με τη χρήση στοιχείων (δέντρα, μύλοι κ.ά.) που λειτουργούν ως πλαίσια και οριοθετούν το χώρο. Τέλος, χαρακτηριστική είναι η επαναλαμβανόμενη χρήση μοτίβων, όπως τα σύννεφα, τα δέντρα, οι ανεμόμυλοι κ.λπ., τα οποία εξυψώνονται σε «ηρωικά» σύμβολα, φέροντας τη δική τους προσωπικότητα και έντονες εκφραστικές αξίες.
Ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κλασικής φάσης της ολλανδικής τοπιογραφίας είναι ο Jacob van Ruisdael (1629/9-82). Γεννημένος στο Χάρλεμ, δραστηριοποιήθηκε αρχικά στην τοπική συντεχνία και το 1657 εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ. Το σύνολο της δημιουργίας του καλύπτει θεματικά σχεδόν όλες τις κατηγορίες του είδους. Ζωγράφιζε ανεξάντλητα γραφικές σκηνές με ανεμόμυλους και ρυάκια, κανάλια και ποταμούς με καταρράκτες, λόφους, επαρχιακούς δρόμους, ερειπωμένα κάστρα κ.ά. Στο έργο του Ανεμόμυλος στο Wijk bij Duurstede δεσπόζει ένας συμπαγής ανεμόμυλος, -έμβλημα της ολλανδικής ευημερίας- καθώς υψώνεται επιβλητικός στον αχανή, μελαγχολικό ουρανό. Το παιχνίδι ανάμεσα στις αντιθέσεις των επιμέρους στοιχείων και η διάχυτη μελαγχολική ατμόσφαιρα λειτουργούν συνεκτικά για τη σύνθεση και αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα στα περισσότερα έργα του Ruisdael. Στο Εβραϊκό Νεκροταφείο η οργιαστική, ολοζώντανη φύση δημιουργεί δραματικές αντιθέσεις και συμβολισμούς σε σχέση με το ερειπωμένο κάστρο και το νεκροταφείο. Η ζοφερή ατμόσφαιρα εντείνεται με την επιβλητική μορφή του δέντρου και το παιχνίδισμα του φωτός στις φυλλωσιές και τα σύννεφα.
Συγκρίνοντας με ένα ενδεικτικό έργο της προηγούμενης περιόδου των τονικών διαβαθμίσεων, φιλοτεχνημένο από τον Jan van Goyen (1596-1656) με τίτλο Αμμόλοφοι, παρατηρεί κανείς την εξέλιξη από τοπία ρευστά, με υπαινικτική ατμόσφαιρα και μονοχρωματικές τάσεις, στο πυκνό impasto και τα πλούσια χρώματα.
Ο Meindert Hobbema (1638-1709), μαθητής του Ruisdael, εξειδικεύτηκε κυρίως στα τοπία με δάση, τα οποία χαρακτηρίζονται από ανάλαφρη διάθεση και αφηγηματικό χαρακτήρα. Συχνά, οι συνθέσεις του περιστρέφονται γύρω από μοτίβα, που αν και ταπεινά, προσδίδουν αίσθηση δέους, όπως η συστάδα δέντρων στο περίφημο έργο του H Λεωφόρος στο Middelharnis.
Δεν είναι τυχαίο ότι τους επόμενους αιώνες οι μεγάλοι Άγγλοι τοπιογράφοι, Turner και Constable, καθώς και οι Γάλλοι υπαιθριστές θα στραφούν στους Ολλανδούς δασκάλους για να αντλήσουν έμπνευση και διδάγματα. Βέβαια, η υποδοχή των έργων αυτών δεν ήταν πάντα θετική ∙ πολλάκις έχουν υποτιμηθεί ως ρηχά, στείρες απεικονίσεις της φύσης, ή απλώς ανιαρά. Ωστόσο, τα αριστουργήματα της ολλανδικής τοπιογραφίας, γοητεύουν με το αγνό, βαθιά πνευματικό, συναίσθημα απέναντι στο μεγαλείο της φύσης και προτείνουν μια διαφορετική εκδοχή μέσα στην κυρίαρχη τάση του Μπαρόκ της υπόλοιπης Ευρώπης.
Βιβλιογραφία
- Gombrich E.H., The Story of Art, Phaidon Press, 1995
- Desmond Shawe-Taylor, Dutch Landscapes, exh. Cat., Royal Collection Publications, 2010
- Seymour Slive, Dutch Painting, 1600-1800, Yale University Press, Pelican History of Art, 1995