Η φωτογραφία έπαιξε καθοριστικό ρόλο και στα δύο κινήματα,
και ιδιαίτερα στο Σουρεαλισμό. Ο André Breton (1896–1966) υποστήριζε ότι η όραση ήταν κατά πολύ ανώτερη των άλλων αισθήσεων, και από το 1925 άρχισε να δείχνει μεγαλύτερη προτίμηση στη φωτογραφία: "Πότε θα αρχίσουν, λοιπόν, τα σπουδαία βιβλία να εικονογραφούνται όχι με σχέδια, αλλά με φωτογραφίες;".Υλοποίησε αυτή του την προτίμηση στα σουρεαλιστικά περιοδικά, με τα οποία συνεργαζόταν, εικονογραφώντας τα με έργα νεωτεριστών φωτογράφων (στο La Revolution surrealiste, του Man Ray και στο Minotaure, του Brassai). Οι σουρεαλιστές θεωρούσαν τη φωτογραφία ωs ένα σημαντικό εργαλείο για την εξερεύνηση του οπτικού ασυνείδητου, αντιτάσσοντας την αμεσότητα της όρασης στην ανακλαστική φύση της σκέψης.
Δύο ήταν οι φωτογραφικές τεχνοτροπίες που ταίριαζαν ιδιαίτερα στους σουρεαλιστές:
Η πρώτη ήταν η άμεση αποτύπωση είτε πραγμάτων που είχαν δημιουργηθεί για να φωτογραφηθούν, είτε αντικειμένων τυχαία ευρεθέντων. Και τα δύο μπορούσαν να παράσχουν πρόσβαση σε νοήματα κρυμμένα μέσα στην πραγματικότητα, όπως στη σειρά του Brassai Involuntary Sculptures (1933). Άλλα παραδείγματα αυτής της τεχνικής συμπεριλαμβάνουν φωτογραφίες των Jaques – Andre Boiffard και Henri Cartier- Bresson, που εικονογραφούν γραπτά του Breton, καθώς και εικόνες που αποθανατίζουν με ανορθόδοξους τρόπους, τόπους, πράγματα και απρόβλεπτες αντιπαραθέσεις, όπως σε έργα του Μεξικανού φωτογράφου Manuel Álvarez Bravo (1902-2002).
Η δεύτερη τεχνοτροπία αφορούσε στις παρεμβάσεις στην εικόνα, όπως στα διαφόρων ειδών Φωτογράμματα (ιδιαίτερα στα Rayograms του Man Ray), στα Fotoplastiks του Herbert Bayer (1900-1985), στις double exposures του Maurice Tabard (1897-1984), στα κομμένα αρνητικά του Raoul Ubac (1910-1985) αλλά και στις αρνητικές εκτυπώσεις του Roger Parry (1953-).
Οι σουρεαλιστές χρησιμοποιούσαν τις παρεμβάσεις στην εικόνα της φωτογραφίας όχι μόνο σαν μια καινούργια γλώσσα συνδεδεμένη με μια νέα αντίληψη πραγματικότητας, αλλά ταυτόχρονα και μια στρατηγική μετάλλαξή της απλοϊκής σχέσης μας με την πραγματικότητα και τις συμβάσεις της.
Ένα από τα κυριότερα ενδιαφέροντα της ευρωπαϊκής σουρεαλιστικής φωτογραφίας ήταν το γυναικείο σώμα, παρουσιασμένο είτε ως πεδίο ερωτισμού (το φωτομοντάζ του Brassai Phenomenon of the Ecstasy of Salvador, 1933, είναι ένα εξαίρετο παράδειγμα), είτε ως αφορμή για σεξουαλικό φετιχισμό (όπως στο έργο του Hans Bellmer Dolls, 1932, και στις αυτοπροσωπογραφίες του Pierre Molinier των δεκαετιών του 1950-1960).
Μια άλλη σουρεαλιστική ασχολία ήταν το παράξενο, που ενέχεται στην πραγματικότητα και που είναι ιδιαίτερα εμφανές στα αντικείμενα και στο σώμα. Ένας τρόπος των σουρεαλιστών για να υπονομεύουν την ομαλότητα ήταν το να καθιστούν την πραγματικότητα οπτικά παράδοξη, φωτογραφίζοντας μια πόλη τη νύχτα (όπως έκανε ο Brassai με το Παρίσι), τραβώντας κοντινά πλάνα προσώπων (ο Man Ray και το έργο του Tears, 1930) και αντικειμένων, αποκόπτοντας και εξαρθρώνοντας αναπαραστάσεις του σώματος (όπως στις σεξουαλικά φορτισμένες εικόνες των Claude Cahun και Bellmer), φέρνοντας σε επαφή απρόσμενα αντικείμενα (όπως έκανε ο Cartier- Bresson στο Martigues, 1932) ή χρησιμοποιώντας ασυνήθιστο φωτισμό.
Ένας νεότερος υποστηριχτής του σουρεαλιστικού
κινήματος μπορεί να θεωρηθεί ο Teun Hocks (1947-). Φωτογράφος, ο οποίος σκηνοθετεί τις φωτογραφίες του στο προσωπικό του στούντιο, δημιουργώντας ένα σουρεαλιστικό περιβάλλον στο οποίο πρωταγωνιστεί πάντα ο ίδιος.Στην Ιαπωνία, ο Σουρεαλισμός είχε τεράστια επίδραση στη φωτογραφία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, ενθαρρύνοντας την ίδρυση πολλών Αvant-garde club -για παράδειγμα, του Nagoya Photo Avant- Garde.