Παρασκευή, 12 Μαΐου 2017 10:42

Τα πορτραίτα του Φαγιούμ

Γράφτηκε από τον 
Γυναικείο πορτραίτο, εγκαυστική τεχνική, 37 εκ. x 22 εκ., 96-192 μ.Χ., Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο. Γυναικείο πορτραίτο, εγκαυστική τεχνική, 37 εκ. x 22 εκ., 96-192 μ.Χ., Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο.

Κήπος της Αιγύπτου ονομάζονταν από παλιά το Φαγιούμ, η περιοχή με την πλούσια βλάστηση και την άφθονη παραγωγή σε ελιές και κρασί. Η αρχαία ονομασία του Φαγιούμ ήταν Σε-ρεσί, που σημαίνει θάλασσα, γιατί ο Νείλος πλημμύριζε κάθε καλοκαίρι και μετέτρεπε το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής σε λίμνη. Στους χρόνους των Φαραώ, το Φαγιούμ ονομαζόταν Περ-Σεμπέκ ή Περ Σομπέκ, που σημαίνει «Κατοικία του Σεμπέκ». Εκεί λατρευόταν ο ιερός κροκόδειλος, ο θεός Σεμπέκ, που είχε τη μορφή κροκόδειλου. Οι Έλληνες ονόμασαν τη μητρόπολη, Κροκοδείλων Πόλη, ενώ αργότερα στους χρόνους των Πτολεμαίων ήταν γνωστή ως Αρσινόη, από το όνομα της γυναίκας και αδελφής του Πτολεμαίου Β΄ του Φιλάδελφου.

Κατά το έτος 14 π.Χ., την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Αίγυπτο, Έλληνες καλλιτέχνες ζωγράφιζαν προσωπογραφίες τις οποίες οι εικονιζόμενοι κρεμούσαν στους τοίχους των σπιτιών τους. Μετά τον θάνατό τους τα πορτραίτα αυτά ενσωματώνονταν στη μούμια στο ύψος του προσώπου. Έχουν περάσει στην ιστορία της τέχνης ως «πορτραίτα του Φαγιούμ», επειδή τα περισσότερα βρέθηκαν στο οροπέδιο του Φαγιούμ και πρόκειται για καταξοχήν ντοκουμέντα της ελληνορωμαϊκής ζωγραφικής που έχουν φιλοτεχνηθεί πάνω σε καβαλέτο.

Πρώτος ο Ιταλός περιηγητής Pietro Della Valle ανακάλυψε τα πορτραίτα το 1615, στην όαση Φαγιούμ, 85 χλμ. νότια του Καΐρου. Στις αρχές του 19ου αιώνα πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές από αγγλικές και γαλλικές αποστολές φέρνοντας στην επιφάνεια προσωπογραφίες, χωρίς να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των ειδημόνων της τέχνης. Το 1887, κάτοικοι της περιοχής κοντά στο Ελ-Ρουμπαγιάτ ανακάλυψαν μουμιοποιημένα σώματα με προσωπογραφίες στη θέση της κεφαλής. O Αυστριακός επιχειρηματίας Theodor Graf αγόρασε τα συγκεκριμένα έργα και τα παρουσίασε σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης και στη Νέα Υόρκη. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος του συνολικού corpus, ήλθε στην επιφάνεια χάρη στον Άγγλο αρχαιολόγο William Flinders Petrie, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1900 αναζητώντας την είσοδο της πυραμίδας Χαουάρα στην όαση Φαγιούμ της Αιγύπτου, εντόπισε την ελληνορωμαϊκή νεκρόπολη.

Η τεχνική:

Η τεχνική με την οποία γίνονταν τα συγκεκριμένα πορτραίτα, είναι γνωστή με τον όρο «εγκαυστική». Στην αρχή, οι ζωγράφοι λείαιναν και προετοίμαζαν το ξύλο πάνω στο οποίο και επρόκειτο να ζωγραφίσουν. Μετά ανακάτευαν τις σκόνες των χρωμάτων με λιωμένο κερί μέλισσας για να γίνει το μείγμα ανθεκτικό και στερεό. Πάνω στο λείο ξύλο σχεδίαζαν το περίγραμμα. Στη συνέχεια άπλωναν το ζεστό μείγμα κεριού και χρώματος στο φόντο. Η εγκαυστική τεχνική, απαιτούσε μεγάλη ταχύτητα στην εκτέλεση γιατί το κερί δεν έπρεπε να κρυώσει και να ξεραθεί, αλλά να απλωθεί όσο ήταν ακόμη μαλακό.

Οι μορφές:

Οι καλλιτέχνες δούλευαν τις προσωπογραφίες εκ του φυσικού με βάση το ζωντανό πρόσωπο. Τα ρούχα των γυναικών είναι συνήθως πολύχρωμα. Τα κυρίαρχα χρώματα είναι το μοβ, το ροζ και το κυκλαμινί. Τα μαλλιά είναι πάντα μαζεμένα στο επάνω μέρος του κεφαλιού, ενώ μικρές μπούκλες πλαισιώνουν το μέτωπο και τους κροτάφους. Οι άνδρες φορούν συνήθως έναν λευκό χιτώνα με δύο φαρδιές χρωματιστές ρίγες. Αντίθετα, η ένδυσή τους με χρωματιστό χιτώνα υποδηλώνει στρατιωτική ιδιότητα ή δημόσιο αξίωμα. Τα μαλλιά είναι κοντά με μπούκλες. Οι ώριμοι άνδρες έχουν γένια, ενώ οι νεαρότεροι εικονίζονται αγένιοι. Οι άνδρες ιερείς διακρίνονται από τους υπόλοιπους ώριμους άνδρες από το γεγονός ότι φέρουν στα μαλλιά τους ένα άστρο με επτά ακτίνες, που ήταν το έμβλημα του ήλιου.

Για την απόδοση της ανθρώπινης σάρκας, οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν το λευκό, την κίτρινη ώχρα, το κόκκινο και το μαύρο, τα λεγόμενα και γαιώδη ή φυτικά χρώματα. Αρχικά άπλωναν ένα απαλό χρώμα, πάνω στο οποίο προσέθεταν ορισμένα λευκά σημεία «αυγές» και ροζ ανταύγειες. Όταν το πορτραίτο τελείωνε, προσέθεταν διάφορα χρυσά διακοσμητικά στοιχεία στα μαλλιά και στα ρούχα, ενώ πολλά από τα στεφάνια δεν είναι ζωγραφισμένα, αλλά προσθήκες από φύλλα χρυσού.

Χαρακτηριστικά σε όλες τις προσωπογραφίες ανδρών και γυναικών, είναι τα μεγάλα μαύρα εκφραστικά μάτια, τα οποία έχουν μικρά βλέφαρα και καμπυλόγραμμα φρύδια που ενώνονται πάνω από την ίσια μύτη. Πρόκειται για ρεαλιστικά πορτραίτα που έχουν αποδοθεί με ιμπρεσιονιστική αντίληψη. Οι καλλιτέχνες ζωγράφιζαν αυτό που έβλεπαν και το απέδιδαν νατουραλιστικά. Οι μορφές αποδίδονται σχεδόν πάντα μετωπικά ή σε στάση τριών τετάρτων με ελαφρά στροφή προς τα αριστερά ή τα δεξιά και διακατέχονται από μια αυστηρότητα, ηρεμία, ιερατικότητα και πνευματικότητα. Με αυτήν την έννοια τα εν λόγω «εξπρεσιονιστικά» πορτραίτα αποτέλεσαν πρότυπο για τις μετέπειτα βυζαντινές αγιογραφίες. Αυτές υιοθέτησαν στοιχεία τόσο τεχνικής, όσο και απόδοσης και χαρακτηριστικών των μορφών του Φαγιούμ, σε μια προσπάθεια να εκφράσουν τον εσωτερικό κόσμο των εικονιζόμενων και να δώσουν έμφαση σε πνευματικά στοιχεία.

Τα πορτραίτα του Φαγιούμ έχουν μείνει σε μεγάλο μέρος τους σε εξαιρετική κατάσταση, καθώς η στεγνή άμμος της Αιγύπτου τα διατήρησε στεγνά και ξερά. Αρκετά όμως έχουν υποστεί φθορές καθώς ήταν ενσωματωμένα πάνω σε μια μούμια και ως εκ τούτου οι ζημιές στον χώρο φύλαξής τους ήταν αναπόφευκτες. Επίσης, πολλά καταστράφηκαν κατά τη διαδικασία της ταφής, αλλά και της μεταφοράς τους από την Αίγυπτο σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. 

Στειακάκης Χρυσοβαλάντης
(Ιστορικός Τέχνης)

 

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

  • Δοξιάδη, Ευφροσύνη (εισαγωγικά-επιλογή κειμένων-σχόλια), Από τα πορτραίτα του Φαγιούμ στις απαρχές της τέχνης των βυζαντινών εικόνων (μια άλλη συμβολή για μια άλλη προσέγγιση), Ηράκλειο, Βικελαία Βιβλιοθήκη Δήμου Ηρακλείου, 1998.
  • Gombrich, E.H., Το χρονικό της τέχνης, Μτφρ. Κάσδαγλη Λ., Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ, 1999.
  • Χόνορ, Χ. - Φλέμινγκ, Τζ., Ιστορία της τέχνης, τόμος 1, Μτφρ. Παππάς Α., Αθήνα, Εκδόσεις Υποδομή, 1991.

Στειακάκης Βαλάντης

Ο Χρυσοβαλάντης Στειακάκης είναι Ιστορικός Τέχνης - Δρ. στις «Σπουδές στην Ελληνικό Πολιτισμό» και μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης. Έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα τεχνοκριτικής και έχει εργαστεί και εργάζεται ως εκπαιδευτής για το μάθημα της ιστορίας της τέχνης σε Δημόσια και Ιδιωτικά Ι.Ε.Κ. της Αθήνας και της Κρήτης, σε Σ.Δ.Ε. και Κ.Δ.Β.Μ. της Κρήτης, σε Κολλέγιο - Παράρτημα Αγγλικού Πανεπιστημίου στην Κρήτη, καθώς και στη Σχολή Ξεναγών της Αθήνας. Παράλληλα, έχει εργαστεί ως επιμορφωτής στα Εικαστικά Εργαστήρια του Εκπαιδευτικού Tομέα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης, αλλά και ως αρχαιολόγος στην Κρήτη. Ταυτόχρονα, επιμελείται εικαστικές εκθέσεις και παραμένει ερευνητικά ενεργός, μετέχοντας σε διεθνή και εθνικά συνέδρια ιστορίας της τέχνης, εκδίδοντας μελέτες, αρθρογραφώντας και παραθέτοντας διαλέξεις - ομιλίες που άπτονται ζητημάτων αισθητικής.