Η δημιουργία της ρομαντικής Σχολής του Μονάχου οφείλεται κατά κύριο λόγο στους ιδιαίτερους δεσμούς που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βαυαρία στα χρόνια του Όθωνα. Ο φιλέλληνας Λουδοβίκος μετάβαλε το Μόναχο σε μια δεύτερη Ελλάδα με την ενθάρρυνση και τη συνδρομή του ελληνικού κράτους . Πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες πήγαν στην Ακαδημία του Μονάχου για να σπουδάσουν εικαστικές τέχνες και κυρίως ζωγραφική. Οι Έλληνες ζωγράφοι που συρρέουν στο Μόναχο γεμίζουν αυτοπεποίθηση και ανακαλύπτουν την Ελλάδα από μια άλλη σκοπιά.
Η έξωση του Βασιλιά Όθωνα το 1862, που σηματοδοτεί το τέλος της πολιτικής βαυαροκρατίας, σηματοδοτεί την αρχή της επιστροφής των Ελλήνων καλλιτεχνών από το Μόναχο στην Αθήνα, στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα, με προεξάρχοντα τον Νικηφόρο Λύτρα. Η γενιά αυτή θα κατευθύνει την καλλιτεχνική εκπαίδευση στο Σχολείο των Τεχνών ( η μετέπειτα Σχολή Καλών Τεχνών), διδάσκοντας , και θα πρωταγωνιστήσει στο προσκήνιο της καλλιτεχνικής ζωής για αρκετές δεκαετίες, έως ότου οι δυναμικοί εκπρόσωποι της Σχολής του Παρισιού θα αναλάβουν τα ηνία.
Το έργο των ζωγράφων της Σχολής του Μονάχου διακρίνεται για την άριστη τεχνική στη χρήση των χρωμάτων σε βάρος της εκφραστικότητας. Οι σκηνές που απεικονίζουν οι ζωγράφοι του ακαδημαϊκού ρεαλισμού έχουν κάτι το πομπώδες και θεατρικό, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει την παντελή έλλειψη συναισθημάτων. Στον ακαδημαϊκό ρεαλισμό προέχει η ηθογραφία, δηλαδή η απεικόνιση του βίου των αστικών κέντρων και κυρίως της υπαίθρου, με ιδιαίτερη έμφαση στην απόδοση του αρχιτεκτονήματος, της τοπικής φορεσιάς και των αντικειμένων. Ακολουθεί η προσωπογραφία, η τοπιογραφία και τέλος, η νεκρή φύση. Η προσωπογραφία μετατοπίζει το ενδιαφέρον της από τον αγωνιστή στον έμπορο και από τον πλούσιο αστό. Δεν είναι καθόλου σπάνια η καλή αποτύπωση του εικονιζόμενου.
Το Μόναχο κρίνεται ενίοτε αυστηρά. Θεωρείται ότι μετέδωσε στους Έλληνες το πνεύμα ενός άγονου ακαδημαϊκού συντηρητισμού, κατά την περίοδο μάλιστα που στο Παρίσι καλλιεργείται η νέα γεμάτη ζωή τέχνη , του ιμπρεσιονισμού. Η συζήτηση αυτή όμως είναι άγονη σε αυτή τη φάση και σημαντικό είναι να επισημανθούν τα θετικά στοιχεία που πρόσφερε η γερμανική παιδεία και να σημειωθεί η ικανότητα των καλλιτεχνών να αποδεσμευθούν από ό,τι στείρο προσέλαβαν.
Αυτό που οφείλεται στη Σχολή το Μονάχου, ψυχή της οποίας ήταν ο Πιλότυ (karl Von Piloty), είναι η εμπέδωση μιας στέρεας τεχνικής , η άσκηση στο σχέδιο, το χρώμα και την αφήγηση. Μολονότι σαφής είναι η ροπή της προς την αναπαράσταση της ιστορίας και την προσωπογραφία, καθόλου δεν περιόρισε τις θεματικές επιλογές των σπουδαστών της, ούτε ανέστειλε τη δημιουργία του προσωπικού ύφους.
Στη Σχολή του Μονάχου συγκαταλέγονται οι πρώτοι ζωγράφοι της Ελεύθερης Ελλάδας όπως ο Βρυζάκης και ο Διονύσιος Τσόκος, αν και ο τελευταίος άνηκε περισσότερο στην Επτανησιακή Σχολή. Και οι δύο αντλούν τη θεματογραφία τους από την Επανάσταση του ΄21, χωρίς να δίνουν την πλήρη βία και τραγικότητα του πολέμου. Πιο δραματικοί ήταν οι κάπως πιο μεταγενέστεροι θαλασσογράφοι της ίδιας σχολής, ο Κωνσταντίνος Βολονάκης και ο Ιωάννης Αλταμούρας, που απεικόνισαν το ναυτικό αγώνα της Επανάστασης του΄21.
Ο Βολανάκης αποτελεί στην ουσία τον πρόδρομο της Σχολής του Μονάχου και κύριοι εκπρόσωποι είναι οι ζωγράφοι του ύστερου 19ου αιώνα. Αυτοί είναι οι Κ. Βολανάκης (1837- 1907), Νικηφόρος Λύτρας (1832- 1904), Νικόλαος Γύζης (1842- 1901), Γεώργιος Ιακωβίδης (1853- 1907). Εκτός από τον Γύζη, οι υπόλοιποι επέστρεψαν στην Ελλάδα και δίδαξαν στην Α.Σ.Κ.Τ. Η διδασκαλία και η τέχνη τους σφράγισαν την εικαστική παιδεία της περιόδου.
Ο Ν. Λύτρας ο "γενάρχης της ελληνικής ζωγραφικής" θεωρείται ο κατεξοχήν εικονογράφος του ελληνικού βίου και τόπου το 19ο αιώνα. Πίνακές του όπως "Ο γαλατάς'' και "Η προσμονή'' αποτελούν σημεία αναφοράς στην ιστορία της ελληνικής τέχνης.
Ο Ν. Γύζης ασχολήθηκε και αυτός με την ηθογραφία, αλλά προς το τέλος της ζωής του στράφηκε προς την εικονογραφία οραμάτων, αλληγοριών και συμβολισμών. Το έργο ?'Έρως και Κένταυρος'' μυθολογικό θέμα με έντονο αυτόν το συμβολισμό.
Ο Γ. Ιακωβίδης ασχολήθηκε με την προσωπογραφία και την απεικόνιση παιδικών σκηνών. Έργα όπως "Η παιδική συναυλία'', "ο κακός εγγονός'' και "το κτένισμα της εγγονής'' διαφαίνεται η παιδική τρυφερότητα.
Στη Σχολή του Μονάχου ανήκουν επίσης ο Ιωάννης Ζαχαριάς (ή Ζαχαρίας) και ο Πολυχρόνης Λεμπέσης. Επιρροές του ακαδημαϊκού ρεαλισμού διακρίνονται επίσης στο έργο ορισμένων Ελλήνων ζωγράφων του 20ου αιώνα, όπως ο Σπύρος Βικάτος (υπερέχει όμως το προσωπικό του ιδίωμα), ο Έκτωρ Δούκας και η Θάλεια Φλώρα Καραβία, που το έργο της ωριμότητάς της όμως πιστοποιεί την ευχέρεια με την οποία αφομοιώνει ουσιώδεις αλλαγές της τέχνης.
Ορισμένοι Έλληνες ζωγράφοι, όπως ο Περικλής Πανταζής είχαν ήδη στραφεί προς τον ιμπρεσιονισμό και άλλα καλλιτεχνικά ρεύματα από τα μέσα του 19ου αιώνα. Το τέλος της Σχολής του Μονάχου ήρθε όταν ο εξπρεσιονιστής Νικόλαος Λύτρας - ιος του Νικηφόρου- και ο ιδιόρρυθμος Κωνσταντίνος Παρθένης άρχισαν να διδάσκουν στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Βιβλιογραφία:
Ελληνική Τέχνη, Ζωγραφική 19ου αιώνα, Αντώνης Κωτίδης, Εκδοτική Αθηνών, 1995
Οι Έλληνες Ζωγράφοι, Από τον 19ο στον 20ο αιώνα, Α' τόμος, Εκδόσεις Μέλισσα
Βίκιπαιδεία