Η Μετα-ζωγραφική Αφαίρεση (αφαίρεση μετά το ζωγραφικό στυλ και όχι μετά τη ζωγραφική), αποκήρυξε τα ζωγραφικά στοιχεία, τον υποκειμενικό και αυθόρμητο χαρακτήρα της πινελιάς της «ζωγραφικής δράσης» και τα υποκατέστησε με το ομοιόμορφο, χωρίς διαβαθμίσεις και ιδιαίτερη υφή καθαρό χρώμα, που απλώνεται πάνω σε ψυχρά υπολογισμένες και αυστηρά καθορισμένες επιφάνειες. Στόχος της ήταν να συμπιέσει τις αντιθέσεις των χρωματικών αξιών, χάρη της αλληλεπίδρασης των όμορων χρωμάτων, να αποδυναμώσει τις απτικές, ιλουζιονιστικές και συνειρμικές προβολές, να δώσει έμφαση στις καθαρά γεωμετρικές φόρμες και στη λειτουργία της επίπεδης επιφάνειας. Μια από τις μεγάλες κατακτήσεις της μοντέρνας τέχνης ήταν η παύση της επιδίωξης της δημιουργίας ψευδαίσθησης της τρίτης διάστασης, αλλά έθετε τα ζητούμενά της στην πραγματικότητα της επιφάνειας.
Ο Greenberg με τον όρο Μετά-ζωγραφική Αφαίρεση θέλησε να τονίσει ότι μια μορφή μοντερνισμού είχε φτάσει σε οριακό φορμαλισμό και ότι η αντίθεση γραμμικού-ζωγραφικού υποκαταστάθηκε από την αντίθεση απτικού-οπτικού. Τα απτικά στοιχεία και οι χρωματικές αντιθέσεις απομακρύνουν τη ζωγραφική από τον πραγματικό της στόχο, που πρέπει να είναι η διερεύνηση της οπτικής διάστασης του χρώματος και της αισθητικής εμπειρίας που προκύπτει από αυτό. Αυτό σημαίνει αποβολή όλων των εξω-οπτικών στοιχείων, που σκιάζουν τον αυτοπροσδιορισμό της ζωγραφικής. Αυτός ο περιορισμός οδήγησε στην μινιμαλιστική τέχνη. Μια αέρινη σύνθεση που αφήνει το υπόβαθρο πολύ φανερό, κατά τρόπο τέτοιο ώστε να προβάλλεται η απουσία της ιεραρχίας μορφής-φόντου. Μια εκτέλεση πολύ νηφάλια και σχετικά ανώνυμη, που εγκαταλείπει την προσωπική επένδυση της πινελιάς ή της κίνησης του σώματος. Στη Μετα-ζωγραφική Αφαίρεση ήταν η αναθεώρηση της αντίληψης για τη ζωγραφική επιφάνεια και η αντιμετώπισή της ως πεδίου.
Ο Morris Louis κρεμούσε τον μουσαμά χωρίς να τον τεντώσει στον τοίχο ή στο καβαλέτο και κινώντας τον κατάλληλα, άφηνε τα χρώματα να τον εμποτίσουν και σιγά-σιγά να ξετρέξουν υπακούοντας στο νόμο της βαρύτητας. Έτσι έδινε στην γραφή του έναν απρόσωπο, ανώνυμο χαρακτήρα, που θυμίζει Art Nouveau. Περιόριζε τη σύμφυτη με τη ζωγραφική εναπόθεση του χρώματος απτική του λειτουργία, απομονώνοντας τις οπτικές του ιδιότητες στα ημιδιαφανή κυματοειδή πέπλα.
Το υπόβαθρο της Μετα-ζωγραφικής Αφαίρεσης στοιχειοθετείται από έργα των Newman, Rothko και Reinhardt, που εκτέθηκαν το 1961 στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, καθώς και από τη συναίρεση της φωβιστικής και κυβιστικής θεωρίας που επιχείρησε ο Hofmann με στόχο την ενότητα χρώματος και φόρμας. Το πρόβλημα της ορολογίας είναι μόνιμο στη μεταπολεμική τέχνη και απλώς ποικίλλει ως προς την οξύτητά του. Εκείνο όμως που προέχει είναι όχι τόσο πως θα ονομάσει κανείς μια τάση και ποιους θα θεωρήσει εκπροσώπους της, όσο πως θα επισημάνει κριτικά το νέο μέσα στο υπάρχον πλαίσιο και θα αξιολογήσει την συμβολή του κάθε καλλιτέχνη.
Βιβλιογραφία:
Άλκης Χαραλαμπίδης, 1993, «Η Τέχνη του Εικοστού Αιώνα», Τόμος 3ος, Εκδόσεις Επιστημονικών Βιβλίων και Περιοδικών
Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Παρισιού, 1991, «Ομάδες, Κινήματα, Τάσεις της σύγχρονης τέχνης μετά το 1945», Εξάντας Εκδοτική Α.Ε.
Σταύρος Τσιγκόγλου, 2000, «Η Τέχνη στο τέλος του αιώνα», Τα Νέα της τέχνης, Αθήνα