
Αντίθετα προς την τεχνοτροπική αυτή ποικιλία, η εικονογραφία που καθορίστηκε στην Κωνσταντινούπολη αρχίζει να διέπεται από αυστηρούς κανόνες, ως προς την εκλογή και διάταξη των θεμάτων. Στον τρούλο ο Χριστός Παντοκράτωρ τριγυρισμένος από αγγέλους, στην αψίδα η Θεοτόκος δεομένη, στις λοιπές επιφάνειες προφήτες, απόστολοι και μάρτυρες. Μια άλλη παράλληλη διάταξη παραθέτει σκηνές από τα Ευαγγέλια. Η θέση που ορίζεται για την παράσταση κάθε μορφής στον ναό συμβολίζει τη θέση της μέσα στην ιεραρχία του σύμπαντος, του οποίου η εικόνα αποτελεί η εκκλησία. Σπάνιες είναι οι τοιχογραφίες που σώθηκαν από αυτή την εποχή. Η σειρά σκηνών που αποκαλύφθηκε στο Καστελσέπριο κοντά στο Μιλάνο χρονολογείται τον 7ο αιώνα και χαρακτηρίζεται από μια απροσχημάτιστη επιστροφή σε συνθέσεις και μορφές της πομπηιανής ζωγραφικής.

Ανάλογη τάση μπορεί να διαπιστωθεί και κατά τη βασιλεία των φωτισμένων αυτοκρατόρων Λέοντος του Σοφού και Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου στα αυτοκρατορικά εργαστήρια χειρόγραφων με την πιστή αντιγραφή κλασικών προτύπων. Χειρόγραφα της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Παρίσι ή το ειλητάριο του Ιησού του Ναυή στο Βατικανό και ακόμα οι μικρογραφίες ορισμένων ευαγγελίων. Μια δεύτερη τεχνοτροπία που βρίσκουμε να συνυπάρχει με ελληνιστικής εμπνεύσεως σκηνές, σχετίζεται στενά προς εκείνο που ήδη υπήρχε και χαρακτηρίζεται από δυσανάλογες και άχαρες μορφές σε άμεσα εκφραστικές στάσεις και κινήσεις. Σε άλλα χειρόγραφα το ύφος είναι πιο γραμμικό. Μια Τρίτη μεγάλη κατηγορία χειρογράφων, με παρασελίδιες μικρογραφίες δοσμένες με μεγάλη ελευθερία και συχνά με κάποιο επιθετικό ή σατιρικό πνεύμα, φαίνεται να αντανακλούν τις αισθητικές προτιμήσεις κύκλων του ανώτερου κλήρου της πρωτεύουσας.

Η περίοδος του 11ου αιώνα χαρακτηρίζεται από σημαντική πνευματική άνθηση, επακόλουθο της πολιτικής σταθερότητας και του περιορισμού της αραβικής και βουλγαρικής απειλής. Από τον μεγάλο αριθμό ψηφιδωτών διακοσμήσεων, λίγες διασώθηκαν και όχι στην Κωνσταντινούπολη, αλλά στην Ελλάδα και στην Ρωσία. Παρά τη γεωγραφική τους θέση, οι διακοσμήσεις αυτές δεν είναι επαρχιακής εμπνεύσεως, αλλά απηχούν πιστά τις μεγάλες καλλιτεχνικές συλλήψεις της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας. Οι διαφορές στις τεχνοτροπίες θα πρέπει να αποδοθούν μόνο στην παράλληλη ανάπτυξη ξεχωριστών καλλιτεχνικών ρευμάτων με αντίστοιχη καταγωγή στην Κωνσταντινούπολη και ίσως στη Θεσσαλονίκη.

Το πιο σημαντικό σύνολο ψηφιδωτής διακοσμήσεως της εποχής είναι του Οσίου Λουκά στη Φωκίδα, με λίγες σκηνές από τα Ευαγγέλια και πάρα πολλές μορφές αγίων, που αποφεύγουν κάθε ίχνος ελληνιστικών αναμνήσεων. Το τοπίο δίδεται συνοπτικά και στις ισορροπημένες συνθέσεις κυριαρχεί η ανθρώπινη μορφή, άκομψη, με έντονη στατική έκφραση στα πρόσωπα. Το σχέδιο είναι ζωηρό και τα καθαρά χρώματα απλώνονται σε μεγάλα επίπεδα. Στον νάρθηκα οι σκηνές από τα Πάθη, χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη δραματικότητα στην κίνηση των μορφών, οι οποίες είναι πλασμένες με ένα πιο πλούσιο και μαλακό τρόπο, διατηρούν την έκφραση υψίστης θρησκευτικής εντάσεως. Οι τεχνίτες που εκτελούσαν την ίδια εποχή τα μεγαλοπρεπή ψηφιδωτά της Αγίας Σοφίας στο Κίεβο, θα πρέπει να ανήκουν στην ίδια σχολή, ενώ τα λίγα κατεστραμμένα ψηφιδωτά στον νάρθηκα του Ναού της Κοιμήσεως στη Νίκαια (1045), δείχνουν την παράλληλη ανάπτυξη μιας μνημειακής τεχνοτροπίας που είχε επιτύχει κάποια σύνθεση των δύο παραδόσεων.

Αυτή η τεχνοτροπία θα εμφανιστεί σε πλήρη ωριμότητα στη διακόσμηση της Νέας Μονής Χίου (1050), που θεωρείται ότι έγινε με την αυτοκρατορική προστασία του Κωνσταντίνου του Μονομάχου και όπου ο μνημειακός χαρακτήρας κερδίζει σε ζωντάνια και συγχρόνως σε πνευματικότητα. Τα τελευταία δείγματα αυτού του ύφους συναντάμε στη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους (1091). Στα τέλη του αιώνα στο Δαφνί, η ψηφιδωτή διακόσμηση δείχνει μια αναβίωση της ελληνιστικής παραδόσεως, που πρόκειται να αποβεί ολοένα και πιο σημαντική για τη μνημειακή ζωγραφική. Οι μορφές ραδινές και γεμάτες χάρη, θυμίζουν τις στάσεις αρχαίων αγαλμάτων, ενώ το τοπίο αποκτά ειδυλλιακό χαρακτήρα και ο αριθμός των ευαγγελικών θεμάτων αυξάνει.

Παράλληλα από τη ζωγραφική αυτή δεν λείπουν οι αναμνήσεις της εκφραστικής ζωγραφικής, ούτε τα δείγματα της εμπρεσιονιστικής ελευθερίας στην εκτέλεση, πλάι σε μορφές ακαδημαϊκής ψυχρότητας. Οι τοιχογραφίες αυτής της εποχής έχουν χαρακτήρα μνημειακό και παρόλο που σώζονται λίγες, η ύπαρξη μνημείων της σπουδαιότητας και της εκτάσεως της Αγίας Σοφίας της Αχρίδας, δεν αφήνει αμφιβολία ως προς την καταγωγή τους. Η υψηλής ποιότητας διακόσμηση της Παναγίας των Χαλκέων, όπως και οι λίγες τοιχογραφίες της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης, δείχνουν ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν σημαντικό καλλιτεχνικό κέντρο, συνδεόμενο άμεσα με την πρωτεύουσα.

Στην ίδια κατεύθυνση τοποθετούνται και οι τοιχογραφίες στα παρεκκλήσια και στην κρύπτη του Οσίου Λουκά. Αξιομνημόνευτες είναι οι τοιχογραφίες της Νάξου, στο Κορωπί, στον Άγιο Στέφανο στην Καστοριά, στην Επισκοπή Ευρυτανίας, στην Κέρκυρα. Οι τοιχογραφίες που σώζονται στα σκαλισμένα στον βράχο ναΰδρια της Καππαδοκίας ανήκουν σε ένα διαφορετικό είδος. Ξεκινούν από μια αφελή, λαϊκή τέχνη, πιστή στις προεικονομαχικές παραδόσεις. Μόνο ορισμένες διακοσμήσεις του 11ου αιώνα, εμφανίζουν άμεση επίδραση της μεγάλης τέχνης από την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Αντίστοιχο, λαϊκό ρεύμα βρίσκεται στην Μικρά Ασία, στην Πελοπόννησο, στα νησιά και στη νότιο Ιταλία.
Τα ιστορημένα χειρόγραφα είχαν φτάσει σε αξιοσημείωτη τεχνοτροπική ενότητα, ουσιαστικά βυζαντινή, με συνδυασμό και σύνθεση του κλασικού ρεαλισμού με τη χριστιανική πνευματικότητα. Τυπικά δείγματα της εποχής είναι το Μηνολόγιο του Βασιλείου Β?, το Τετραβάγγελο της Πάρμας 5 και άλλα.

Από την περίοδο του 12ου αιώνα, δεν έχουν σωθεί μεγάλες ψηφιδωτές διακοσμήσεις στη Βυζαντινή επικράτεια. Στην Κωνσταντινούπολη και στην Αγία Σοφία σώζονται δύο μεγάλα διάχωρα στον νότιο γυναικωνίτη. Το ένα του 1118, με την Παναγία ανάμεσα στον αυτοκράτορα Ιωάννη τον Β? Κομνηνό και την αυτοκράτειρα Ειρήνη και δίπλα τον γιό τους Αλέξιο, εκφράζει τις καλύτερες παραδόσεις της αυλικής τέχνης. Το άλλο διάχωρο, με παράσταση της Δεήσεως, δείχνει μια θαυμαστή τεχνική τελειότητα. Τα ψηφιδωτά στη Μητρόπολη των Σερρών ήταν αξιοσημείωτα για την ζωντάνια και τη δραματικότητα των μορφών τους. Το γόητρο της πολυτέλειας και της τελειότητας στην εκτέλεση του βυζαντινού ψηφιδωτού συνέβαλε στην εξάπλωσή του και πέρα από τα όρια της αυτοκρατορίας.

Τα πιο εκτεταμένα σύνολα ψηφιδωτών σώζονται στην Σικελία, αλλά προσαρμοσμένα σε αρχιτεκτονήματα ξένα προς τα βυζαντινά. Τα πιο ωραία είναι στην Κεφαλού, εκκλησία ιδρυμένη από τους Νορμανδούς βασιλείς, ενώ τα ψηφιδωτά του παρεκκλησίου του Παλέρμου τείνουν προς κάποια ξηρότητα. Στην ίδια πόλη, στον ναό της Μαρτοράνας η διακόσμηση είναι σε πιο καθαρό βυζαντινό ύφος. Στον καθεδρικό ναό του Μονρεάλε η εκτεταμένη διακόσμηση που συμπληρώθηκε το 1190, μοιάζει τεχνοτροπικά με τις βυζαντινές τοιχογραφίες του τέλους του αιώνα. Η εκκλησία στο Νέζερι της Γιουγκοσλαβίας, που ιδρύθηκε το 1164 από ένα μέλος της οικογένειας των Κομνηνών, σώζει ένα από τα πιο ωραία δείγματα της νέας τέχνης όπως είχε διαμορφωθεί στην πρωτεύουσα και ένα από τα πρώτα παραδείγματα στην ευρωπαϊκή ζωγραφική, απόπειρας να εκφραστούν τα συναισθήματα πάθους και αγωνίας.

Στις τοιχογραφίες φέρεται ως τα άκρα ο γραμμικός χειρισμός των επιφανειών και των φώτων και με την αντίθεση των συχνά συμπληρωματικών χρωμάτων, δημιουργείται μια ταραγμένη εκφραστικότητα στα πρόσωπα και στην πτυχολογία. Από την ίδια αυτή ζωγραφική ξεκίνησε και μια άλλη τεχνοτροπία, η οποία κατά τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα χαρακτηρίζει τα καλύτερα έργα της τελευταίας περιόδου της δυναστείας των Κομνηνών. Οι πανύψηλες κομψές μορφές και η περίτεχνη πτυχολογία σημειώνουν μια αυξανόμενη τάση προς ένα καλλιγραφικό μανιερισμό.

Η φορητή εικόνα εξακολούθησε να επηρεάζεται από τη μεγάλη ζωγραφική, γεγονός που αποδεικνύεται και από τη χρήση του ψηφιδωτού σε εικόνες μεγάλων διαστάσεων. Οι εικόνες του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως «Παναγία Οδηγήτρια και Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος» (11ος -12ος αιώνας), η Παναγία στο Χιλανδάρι και η Παναγία από τη Μονή Σινά. Αλλά και εικόνες ζωγραφισμένες στο ξύλο συχνά ανήκουν στο ίδιο μνημειακό ύφος που χαρακτηρίζει τη μεγάλη ζωγραφική. Τυπικά δείγματα αυτής της τέχνης, οι δίδυμες εικόνες, η μία με την παράσταση της Εγέρσεως του Λαζάρου και η άλλη με τη Μεταμόρφωση και οι δύο με χαρακτηριστικό κόκκινο βάθος. Αντίθετα σε ορισμένες άλλες εικόνες υψηλής ποιότητας, ο τρυφερός ψυχισμός των μορφών τονίζεται από μια χειρονομία οικειότητας, από μια αβρότητα στο σχέδιο, από τη βαθειά ανθρωπιά του βλέμματος. Τα καλύτερα δείγματα αυτής της τεχνοτροπίας είναι η Παναγία του Βλαδιμίρ, που είχε σταλεί στη Ρωσία από την Κωνσταντινούπολη και ο Άγιος Παντελεήμων της Λαύρας. Η Μονή Σινά κατέχει ένα μεγάλο αριθμό εκλεκτών εικόνων του 12ου αιώνα. Ξεχωρίζουν σειρές επιστυλίων τέμπλου, με παραστάσεις της Δεήσεως, σε συνδυασμό με σκηνές ευαγγελικές ή βίους αγίων, σε τεχνική συγγενική της μικρογραφίας, όπου υπάρχουν στο Άγιο Όρος.

Μικρογραφίες εξακολουθούσαν να στολίζουν πλούσια τους περγαμηνούς κώδικες. Τα έργα αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται από κομψές ολοσέλιδες εικόνες, σκηνές ζωγραφισμένες επιδέξια, με προσοχή στις λεπτομέρειες, με διακοσμητικές επικεφαλίδες και σχέδια στο περιθώριο και πλούσια σε φαντασία και επινοητικότητα αρχικά γράμματα. Χαρακτηριστικά δείγματα, η Οκτάτευχος του Σεραγίου στην Πόλη και τα δύο βιβλία με τις ομιλίες του Ιακώβου της Μονής Κοκκινοβάφου, στο Παρίσι και στο Βατικανό. Κατά το τέλος του αιώνα οι ωραιότερες μικρογραφίες στο Ψαλτήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης των Αθηνών παριστάνουν μορφές σε γεμάτη ζωντάνια κίνηση, ενώ το Ευαγγελιστάριο της ίδιας Βιβλιοθήκης περιέχει επιβλητικές παραστάσεις των ευαγγελιστών, με βάθος τα ερείπια αρχαίου ναού στο επιστύλιο του οποίου έχουν φυτρώσει άγρια φυτά (καθαρός ρομαντισμός, ντυμένος σε κλασικό ένδυμα).

Η ζωγραφική της υστεροβυζαντινής περιόδου (1204-1453), στις πρώτες δεκαετίες του 13ου αιώνα δείχνει αντίδραση στον μανιερισμό του τέλους του 12ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες στη Σερβία, στη Στουντένιτσα του 1209, στο Μιλέσεβο του 1230 και στη Ζίτσα του 1229, είναι όλες έργα καλλιτεχνών φερμένων από την Κωνσταντινούπολη. Οι τοιχογραφίες αυτές, καθώς και της Παναγίας Αχειροποιήτου στη Θεσσαλονίκη, είναι αξιοσημείωτες για την προτίμησή τους στις ήρεμες μορφές, με ρέουσα πτυχολογία και για την τάση τους να μιμηθούν τα ψηφιδωτά. Χρυσό βάθος και κεφάλια-πορτραίτα, προερχόμενα από τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης του 5ου-7ου αιώνα. Κατά το δεύτερο μισό του αιώνα που ακολουθεί την ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως (1261), η τοιχογραφία αναπτύχθηκε με τάσεις επικού μεγαλείου σε ορισμένες κύριες συνθέσεις, με ελευθερία στο πλάσιμο των μορφών, χαρακτηριστικά που έχουν τις ρίζες τους στην ελληνιστική παράδοση.

Μεγάλη διάδοση γνώρισε ένα άλλο πιο συντηρητικό ρεύμα, προερχόμενο από τη Νίκαια, πρόσκαιρη πρωτεύουσα ελληνικού κράτους, που μπορούμε να αναγνωρίσουμε στα μνημεία, Πετς (1235), Μοράτσα στη Γιουγκοσλαβία, Αγία Σοφία Τραπεζούντας (1260) και Μπογιάνα στη Βουλγαρία (1259). Οι δύο ψηφιδωτές παραστάσεις στις παραστάδες της Πόρτα Παναγιάς στη Θεσσαλία (1280), τοποθετούνται στην ίδια σειρά μνημείων, ενώ τα σχεδόν σύγχρονα ψηφιδωτά στον τρούλο της Παρηγορήτισσας στην Άρτα (1290), με το επιβλητικό παράστημα των μορφών, την πλατιά ρυθμική πτυχολογία, το τολμηρό πλάσιμο, τη δυνατή αντίθεση των χρωμάτων που θυμίζει Σεζάν, είναι τελείως διαφορετικά στη σύλληψη και σχεδόν μοναδικά στη ζωγραφική των ψηφιδωτών της εποχής. Κατά το τέλος του αιώνα, βρισκόμαστε πλάι στην προχωρημένη τέχνη ορισμένων μνημείων, όπως του Γράντατς (1270).

Η φορητή εικόνα διατήρησε το μνημειακό ύφος που τη χαρακτήριζε τον 12ο αιώνα. Τα νέα στοιχεία φαίνονται, πρώτον στην εμφάνιση ορισμένων επιδράσεων και δεύτερον στην ελεύθερη έκφραση συναισθημάτων κυρίως στις παραστάσεις Σταυρώσεως. Συγχρόνως η σχέση μεταξύ ζωγραφικής των εικόνων και της τοιχογραφίας παρέμεινε στενή. Οι ψηφιδωτές εικόνες τείνουν προς την μικρογραφία. Κατά τη φραγκική κατοχή δεν φαίνεται να σταμάτησε η καλλιτεχνική παραγωγή, ούτε και στην Κωνσταντινούπολη, από όπου προέρχονται μερικά χειρόγραφα, που χαρακτηρίζονται από μια σχεδόν εμπρεσιονιστική ελευθερία στο πλάσιμο και μια αξιοσημείωτη τολμηρότητα στην κίνηση. Αντίθετα μια άλλη ομάδα, που προέρχεται ίσως από τη Νίκαια, στην οποία η ζωγραφική είναι γραμμική, επίπεδη και μάλλον επαρχιακή σε έμπνευση. Κατά τα τέλη του 13ου αιώνα, ορισμένα χειρόγραφα επιστρέφουν στην αντιγραφή μικρογραφιών του 10ου αιώνα.

Γύρω στα 1300, η επαναστατική κίνηση στη μνημειακή ζωγραφική έλαβε συγκεκριμένη μορφή, φτάνοντας σε έκφραση γεμάτη ζωντάνια και συχνά δραματικότητα. Η Θεσσαλονίκη ήταν το κέντρο που πρώτα αναπτύχθηκε αυτή η σχολή. Ο Μανουήλ Πανσελήνος, που κατά την παράδοση διακόσμησε τις τρεις μεγάλες εκκλησίες στο Πρωτάτο, στο Βατοπέδι και στο Χιλανδάρι, λέγεται ότι καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Ο Ευτύχιος και ο Μιχαήλ του Αστραπά ακολούθησαν την ίδια τεχνοτροπία στη διακόσμηση της Περιβλέπτου, όμως στις τοιχογραφίες του Αγίου Νικήτα και στο Στάρο-Ναγκορίτσινο ακολούθησαν ένα πιο κομψό και λιγότερο ζωντανό στυλ. Η μοναδική τοιχογραφική διακόσμηση που σώθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στο παρεκκλήσιο του Καχριέ, θυσιάζει τον δραματικό τόνο σε μια αναζήτηση ευγένειας και σοβαρότητας, διατηρώντας συγχρόνως τη ζωηρότητα και το επικό μεγαλείο της Μακεδονικής Σχολής. Η τέχνη των τοιχογραφιών, Άγιος Ευθύμιος (1303), Άγιος Νικόλαος Ορφανός (1310-20), Άγιοι Απόστολοι (1315), Στουντένιτσα (1313-14), Μυστρά, Βέροια, Γρατσάνιτσα (1321), εμφανίζει πολλές παραλλαγές και αποχρώσεις. Ορισμένα σύνολα έχουν μια ακαδημαϊκή ποιότητα, συνοδευόμενη από μια εξαιρετική ευγένεια στα χρώματα και κομψότητα στο σχέδιο.

Στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα θα πρέπει να μνημονευτούν οι τοιχογραφίες των εκκλησιών του Μυστρά. Οι ιδεαλιστικές τάσεις έγιναν πιο φανερές μετά τη νίκη των Ησυχαστών. Η αίσθηση του μνημειακού ελαττώνεται, ενώ οι σκηνές πολλαπλασιάζονται και γίνονται μικρότερες, ώστε να μοιάζουν με φορητές εικόνες. Οι συνθέσεις γίνονται πιο πολύπλοκες και τα αρχιτεκτονήματα και το τοπίο αποκτούν υπερβολική σημασία, που η ανθρώπινη μορφή χάνει την αυτονομία της. Αυτή η λυρική αίσθηση εμψυχώνει τις ωραίες τοιχογραφίες του Ιβάνοβο στη Βουλγαρία και τα έργα του Θεοφάνη του Έλληνα, ο οποίος πριν πάει στη Μόσχα είχε δουλέψει σε ναούς της Κωνσταντινουπόλεως. Ανάλογες τάσεις ακολουθεί και ο Μανουήλ Ευγενικός.

Στις αρχές του 15ου αιώνα, η επιβίωση τεχνοτροπιών του 14ου προκάλεσε ένα είδος εκλεκτισμού, που φαίνεται στις τοιχογραφίες της Παντάνασσας του Μυστρά (1428), στη Μακεδονία και στη Γιουγκοσλαβία. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης κατά το τέλος του 15ου και αρχές του 16ου αιώνα, μια σειρά Κρητικών ζωγράφων συνέχισαν τις παραδόσεις της εποχής των Παλαιολόγων στις μεγάλες διακοσμήσεις τους στο Άγιο Όρος, στα Μετέωρα και στα Βαλκάνια. Η παράδοση που δημιούργησαν επέζησε με τη σειρά της έως τον 18ο αιώνα.

Η φορητή εικόνα αποτελεί το πιο αντιπροσωπευτικό καλλιτεχνικό είδος της εποχής. Εικόνες σε ψηφιδωτό, όχι μεγαλύτερες από μικρογραφίες, γίνονται έργα δεξιοτεχνίας. Τεσσαράκοντα Μάρτυρες του Ντάμπαρτον Ωξ, εικόνα του Τιμίου Σταυρού στη Ρώμη, Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος Λαύρας, Άγιος Δημήτριος στο Σασσοφερράτο. Σε εικόνες ζωγραφισμένες στο ξύλο οι προτομές αγίων καταλήγουν να γίνουν αληθινά πορτραίτα, με έκφραση βαθειά και μελαγχολική. Στις αρχές του αιώνα η δραματική τάση είναι φανερή, αλλά αργότερα η έκφραση κινήσεως και πάθους υποχωρεί μπρος σε μια ορισμένη ευρυθμία ή γραφικότητα. Εικόνες όμως προορισμένες για λατρεία διατηρούν ιερατική αυστηρότητα.
Κατά τον 15ο αιώνα οι μορφές γίνονται πιο δύσκαμπτες και η κίνηση πιο περιορισμένη. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους, η τοιχογραφία και η φορητή εικόνα εξακολούθησαν να δουλεύονται με μεγάλη επιτυχία από Κρητικούς καλλιτέχνες, στην καθαρά ελληνορθόδοξη παράδοση, με τη συνετή ανάμιξη δυτικών στοιχείων.

Ιστορημένα χειρόγραφα από τον 14ο αιώνα δεν υπάρχουν πολλά, αλλά ορισμένα εκτελεσμένα στο εκλεπτυσμένο ύφος της εποχής των Παλαιολόγων. Ξεχωρίζουν το πορτραίτο του Ανδρόνικου Παλαιολόγου, το διπλό πορτραίτο του αυτοκράτορα Ιωάννη του Καντακουζηνού και άλλα. Τα πορτραίτα των Ευαγγελιστών παραμένουν πιστά στους παραδοσιακούς κανόνες, αλλά χάνουν ένα μεγάλο μέρος από τη σπουδαιότητά τους σε σχέση με τα στοιχεία του βάθους.
Βιβλιογραφία:
E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 4ος 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
Ναυσικά Πανσελήνου, «Βυζαντινή Ζωγραφική-Η Βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της», 2002, Εκδόσεις Καστανιώτη