Τρίτη, 10 Απριλίου 2012 12:17

Η επιστροφή των Γλυπτών: Eθνική απαίτηση ή Eθνική παραίτηση;

Γράφτηκε από  Όμηρος Δ. Τσάπαλος
Μέσα στην οικονομική, πολιτική και ηθική κρίση στην οποία βρισκόμαστε ως Κοινωνία εδώ και χρόνια, ζητήματα Πολιτισμού είναι τα τελευταία που εμπράκτως μας απασχολούν. Είναι φυσικό να συμβαίνει κάτι τέτοιο σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου ο Πολιτισμός και το ιστορικό μας παρελθόν αντιμετωπίστηκαν πρωτίστως ως ιδεολόγημα με σκοπό να διαμορφωθούν οι βασικές πτυχές της εθνικής μας ταυτότητας. Ενός Πολιτισμού με οικουμενικό συμβολισμό και απήχηση, όπου η βαρύτητα που διαχρονικά δίνουμε σε αυτόν σε επίπεδο λόγων είναι τεράστια, ενώ στις πράξεις υστερούμε.(Φωτογραφία πάνω κεντρικά: Η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα δεν στηρίχθηκε ποτέ πάνω σε μια σοβαρή, μεθοδική και με συνέχεια μέσα στον χρόνο εθνική πολιτική. Έτσι, παρέμεινε ζήτημα δευτερεύουσας σημασίας με επικοινωνιακά κυρίως οφέλη για όποιον το έφερνε στην δημοσιότητα...)
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ποτέ σε αυτόν τον τόπο δεν έγινε ούτε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας, ούτε μια πανελλαδική στάση εργασίας ή απεργία μιας ημέρας για την συνεχή κατάπτωση του πολιτιστικού μας προϊόντος. Εμμένουμε πιστά ως κοινωνία στην μετριότητα της μίμησης ξένων προτύπων όντες τα πιο χαρακτηριστικά πειραματόζωα της πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης των τελευταίων ετών. Στην χώρα μας, θεωρίες όπως της περίφημης Σχολής της Φρανκφούρτης και του Αντόρνο και Χορκχέιμερ περί πολιτιστικών βιομηχανιών βρίσκουν την καλύτερη εφαρμογή τους.

Η περιθωριακή αντιμετώπιση των πρακτικών ζητημάτων που αφορούν τον Πολιτισμό βρίσκει το τρανταχτό της παράδειγμα στο αίτημα της επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα απο το Βρετανικό Μουσείο στην Αθήνα (ο καλύτερος όρος για να αναφερθείς στα Μάρμαρα είναι τα Γλυπτά του Παρθενώνα, του Ερεχθείου και του Ναού της Αθηνάς Νίκης, χάριν συντομίας όμως θα χρησιμοποιήσω τον όρο Μάρμαρα ή Γλυπτά). Οι εκάστοτε επικεφαλής των αρμόδιων Υπουργείων φρόντιζαν μέσω των βαρύγδουπων λόγων τους να μας πείσουν οτι το αίτημα της επιστροφής ήταν πάγιο και εθνικής σημασίας για την Ελλάδα. Εν τοις πράγμασι όμως πρόκειται ουσιαστικά για "μη αίτημα" αφού στερείται τα χαρακτηριστικά εκείνα της συνέχειας, της μεθοδικότητας, της οργανωμένης διεκδίκησης και της οριοθετημένης πολιτικής στόχευσης που θα το μετέτρεπαν απο απλό ευχολόγιο σε πράξη. Στερείται επίσης της καθολικής παραδοχής ότι όντως είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει να μας απασχολεί και που θα πρέπει να ξοδέψουμε διπλωματικό κεφάλαιο και πολλά χρήματα αν θέλουμε κάποια στιγμή να πετύχουμε την επιστροφή τους. Οι μισοί Υπουργοί Πολιτισμού ασχολήθηκαν επιφανειακά, οι άλλοι μισοί καθόλου και οι άλλοι μισοί προσπάθησαν να θέσουν τις βάσεις, τις οποίες ήλθαν οι επόμενοι για να γκρεμίσουν. Φτάσαμε επομένως στο σημείο εκκίνησης πολλές φορές χωρίς όμως να έχουμε διανύσει παρά ελάχιστα χιλιόμετρα...

Εδώ και δεκαετίες, και με μόνη εξαίρεση το όραμα της Μελίνας Μερκούρη, κανείς Υπουργός Πολιτισμού και κανένας Πρωθυπουργός δεν ενδιαφέρθηκε σοβαρά να χαράξει μια εθνική στρατηγική επιστροφής βιαίως αποσπασθέντων αντικειμένων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Μια εθνική στρατηγική που θα έφερνε μέσα απο αγώνες και σκληρές προσπάθειες τα Μάρμαρα στην Αθήνα. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για την αδιάλειπτη συνέχεια μιας τέτοιας σοβαρής προσπάθειας μέσα στον χρόνο. Πρόσκαιρα επικοινωνιακά κέρδη ήταν το αιτούμενο, προβολή μιας υποτιθέμενης ευαισθησίας σε ζητήματα Πολιτισμού ήταν ο στόχος. Το αποτέλεσμα ήταν τα Μάρμαρα να συνεχίζουν να εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο, η Ελλάδα να είναι απούσα απο διεθνείς προσπάθειες συντονισμού των χωρών για τον επαναπατρισμό της πολιτιστικής τους κληρονομιάς και εμείς να νομίζουμε οτι διεκδικούμε με σοβαρότητα αυτά που "οι ξένοι μας έκλεψαν με το έτσι θέλω και δεν μας τα δίνουν πίσω". Τακτική βαθειά υποκριτική για έναν λαό ο οποίος καυχιέται για το ιστορικό του μεγαλείο, δεν κάνει όμως απολύτως τίποτα για να διεκδικήσει κομμάτια Πολιτισμού που του ανήκουν και που βρίσκονται παρανόμως αποσπασθέντα στο εξωτερικό.
1mouseio-vraxos-agalmata-thumb-largeΤο Μουσείο της Ακρόπολης προωθήθηκε ως το νούμερο ένα διαπραγματευτικό χαρτί της χώρας μας για την επιστροφή των Γλυπτών. Δυο χρόνια μετά τα εγκαίνια του, ούτε μια επιγραφή για το αίτημα της Ελλάδος δεν έχει αναρτηθεί σε κάποιους απο τους χώρους του Μουσείου...Αν είχαμε αφοσιωθεί, σε επίπεδο οράματος και εθνικής στρατηγικής, στον στόχο της επιστροφής των Μαρμάρων στην γη που τα γέννησε, τότε ενδεχομένως τα Μάρμαρα να είχαν επιστραφεί. Υπήρξαν άλλωστε πολλές ευκαιρίες να γίνει κάτι τέτοιο, με τελευταία αυτή των εγκαινίων του νέου Μουσείου της Ακρόπολης. Όλοι ακούγαμε οτι το Μουσείο θα χρησιμοποιηθεί σαν ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί της Ελλάδος για την επιστροφή των κλοπιμαίων. Έχουν περάσει 3 χρόνια από τα εγκαίνια και ακόμα δεν έχει αναρτηθεί κάπου στο Μουσείο μια επιγραφή που να εξηγεί στον επισκέπτη τα ελληνικά επιχειρήματα γύρω από το δίκαιο αίτημα της επιστροφής των Μαρμάρων. Στο Βρετανικό Μουσείο, κάτι ανάλογο υπάρχει εδώ και χρόνια και οι εκατομμύρια επισκέπτες του έχουν την δυνατότητα να ενημερωθούν για το ζήτημα με έναν... υποκειμενικό όμως τρόπο και προφανώς υπέρ των δίκαιων των Βρετανών. Η Ελλάδα μένει απαθής μπροστά στο θέαμα της πινακίδας που λέει (σε ελεύθερη μετάφραση) ότι «είναι καλύτερο που τα Μάρμαρα αποσπάσθηκαν από τον Παρθενώνα γιατί είναι ευκολότερο για τον επισκέπτη του Μουσείου να εξετάσει τις λεπτομέρειες τους από κοντά και όχι από απόσταση 10 μέτρων από την γη...). Η Ελλάδα μένει απαθής που η Βρετανική πλευρά παρουσιάζει ως εθνικό ήρωα τον Έλγιν λέγοντας ότι οι Έλληνες θα πρέπει να τον ευγνωμονούν που κατάφερε να διασώσει τα Γλυπτά από την υποβάθμιση και τις καταστροφές!

Επιπλέον, κατά καιρούς δημοσιεύονται άρθρα σε σοβαρές εφημερίδες όπου παρουσιάζεται η βρετανική επιχειρηματολογία για τα Μάρμαρα (η οποία δεν απέχει από την επίσημη του Βρετανικού Μουσείου). Οι Βρετανοί συνεχίζουν να υποστηρίζουν οτι δεν μπορούν να συμπεριφερθούν επιλεκτικά στην περίπτωση των Μαρμάρων, και ότι αν επιστραφούν αυτά, τότε θα υπάρξουν ανάλογα αιτήματα και απο άλλες χώρες. Θεωρούν, ούτε λίγο ούτε πολύ, μια συνηθισμένη περίπτωση αρχαίων αντικειμένων τα Μάρμαρα που δεν πρέπει να τυγχάνουν ιδιαίτερης μεταχείρισης. Παραβλέπουν εντελώς το γεγονός ότι τα Μάρμαρα αποτελούν τμήμα ενός μεγαλύτερου μνημείου το οποίο βρίσκεται μερικές χιλιάδες μίλια μακριά. Δεν αποτελούν μεμονωμένα αρχαιολογικά αντικείμενα και επομένως ο επαναπατρισμός τους έχει την λογική της επανένωσης με το κυρίως μνημείο.
Ποια ήταν η απάντηση του Υπουργείου Πολιτισμού σε αυτά τα δημοσιεύματα; Απολύτως καμία. Αν συνέβαινε κάτι ανάλογο με ένα αρχαίο αντικείμενο προερχόμενο απο την Ιταλία, το οποίο βιαίως θα βρισκόταν σε ένα ξένο Μουσείο, οι ιταλικές αρχές θα είχαν ήδη ξεκινήσει έναν επικοινωνιακό αγώνα προβολής των επιχειρημάτων τους για την σπουδαιότητα επιστροφής του αντικειμένου. Θα είχαν όμως ξεκινήσει εδώ και καιρό και έναν πολιτικό και διπλωματικό αγώνα προκειμένου να ισχυροποιήσουν τα επιχειρήματα τους, να φτιάξουν συμμαχίες με άλλες χώρες και να πιέσουν διευθυντές Μουσείων και Υπουργούς Πολιτισμού για να επιτύχουν τον εθνικό τους στόχο. Και όλα αυτά χωρίς να επηρεάζεται η εθνική στρατηγική απο αλλαγές Υπουργών ή Κυβερνήσεων. Βέβαια, για την μίζερη Ελλάδα, όλα αυτά φαντάζουν πολυτέλειες μπροστά στο διακύβευμα της επιβίωσης και της καταβολής των συντάξεων για τον επόμενο μήνα. Δεν καταλαβαίνουμε όμως ότι αν ξεκινούσαμε σήμερα να θέτουμε τις βάσεις για μια ουσιαστική και μακροπρόθεσμη πολιτιστική διπλωματία, σε λίγα χρόνια από τώρα θα είχαμε τέτοια θετικά αποτελέσματα που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην έξοδο μας από την οικονομική δυσπραγία στην οποία έχουμε περιέλθει, καθιστώντας τον Πολιτισμό έναν από τους βασικότερους πυλώνες της εθνικής μας ανασυγκρότησης.

Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ μιας χώρας που θέλει να πιστεύει ότι διεκδικεί αυτά που της ανήκουν και αυτής που έμπρακτα, με σχέδιο και οργάνωση καταφέρνει να επιτύχει τους στόχους της και να παίζει τον ρόλο του ηγέτη σε ανάλογες διεργασίες παγκοσμίως. Αν θέλουμε πραγματικά τα Μάρμαρα να επιστρέψουν κάποια στιγμή στην πατρίδα μας, μια είναι η λύση. Να τα αντιμετωπίσουμε με την ίδια σοβαρότητα, μεθοδικότητα και ευθύνη όπως αντιμετωπίζουμε τα τελευταία χρόνια καίρια ζητήματα της εξωτερικής μας πολιτικής όπως το Κυπριακό ή το Σκοπιανό. Απογυμνωμένοι από λαϊκίστικες εξαγγελίες και δήθεν ευαισθησίες περί πολιτισμού και πολιτιστικής κληρονομιάς. Με σοβαρότητα και στρατηγική στόχευση να πετύχουμε το κλείσιμο θεμάτων που θα μπορούσαν να έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη τόσο για την ελληνική οικονομία όσο και για την θέση της χώρας μας στον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη του σήμερα και όχι μόνο του χθες.
Είναι καιρός επιτέλους να σταματήσουμε ως πολιτικό σύστημα αλλά και ως Κοινωνία να πιστεύουμε ότι έχουμε το δίκαιο με το μέρος μας χωρίς να κάνουμε τίποτα για να το προβάλλουμε προς τα έξω. Χωρίς να χαράξουμε σήμερα και όχι αύριο εθνική στρατηγική επιστροφής όχι μόνο των Μαρμάρων αλλά όλων των κλοπιμαίων-προϊόντων αποικιοκρατικής λογικής, χωρίς να είμαστε παρόντες σε διεθνείς συμμαχίες, παγκόσμια συνέδρια και συνεργασίες με την Κοινωνία των Πολιτών, το μόνο που μας μένει είναι να συνεχίσουμε να εξοργιζόμαστε με δημοσιεύματα τύπου Guardian και με τα παράλογα των Βρετανών. Είναι καιρός όμως να φύγουμε από τα εύκολα λόγια και να μεταφερθούμε στον δύσκολο δρόμο των πράξεων. Η μετάβαση από το επίπεδο των ευχολογίων στο επίπεδο των έργων είναι ένας δύσκολος και ανηφορικός δρόμος που πρέπει όμως να διανυθεί. Τότε μόνο θα μπορούμε να μιλάμε για πάγιο εθνικό αίτημα και τότε μόνο θα μπορέσουμε με αξιώσεις να επανασυνδέσουμε το οικουμενικού συμβολισμού Μνημείο του Παρθενώνα στον τόπο γέννησης του, στην Πόλη των Αθηνών.