Αυτό, όμως, που ονομάζουμε σύγχρονο graffiti ξεκίνησε στη Φιλαδέλφεια των Η.Π.Α. στα τέλη της δεκαετίας του '60. Λίγα χρόνια αργότερα ο ΤΑΚΙ 183, ένας writer από τη Νέα Υόρκη κατάφερε να αποκτήσει ευρεία φήμη, με αποτέλεσμα πολύ σύντομα πολλοί νέοι μιμητές του να ξεχυθούν στους δρόμους της πόλης γράφοντας παντού το όνομά τους. Τα πιο πρόσφορα σημεία για μια τέτοια έκφραση ήταν, φυσικά, χώροι στους οποίους θα μπορούσαν να γίνουν ορατά από πολύ κοινό, όπως οι σταθμοί και οι συρμοί των τρένων. Από τα προϊστορικά σπήλαια έως τον υπόγειο σιδηρόδρομο της Νέας Υόρκης είναι φανερό πως ο άνθρωπος είχε πάντα την ανάγκη να οριοθετεί το χώρο δράσης του και να κάνει γνωστό το πέρασμά του από εκεί στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό είναι και το βασικό κίνητρο του graffiti.
Καθώς το graffiti γινόταν όλο και περισσότερο δημοφιλές οι writers επιδόθηκαν σε διάφορα στιλ και επινόησαν νέους τρόπους για να κάνουν τις υπογραφές τους μοναδικές, κυρίως αυξάνοντας το μέγεθος και δημιουργώντας πιο σύνθετα και επιτηδευμένα σχέδια. Στο πλαίσιο αυτό, δημιουργήθηκαν και τα Pieces. Ο όρος προέρχεται από το masterpieces και φανερώνει την τάση να αντιμετωπιστεί το graffiti ως έργο τέχνης. Πρόκειται για έργα που καλύπτουν μεγάλες επιφάνειες και που χαρακτηρίζονται από μια επιτηδευμένη προσπάθεια να αποδοθεί ένα ιδιαίτερο και προσωπικό κάθε φορά στιλ στο κομμάτι που ξεπηδά στον τοίχο. Λόγω της επιτήδευσης αυτής αλλά, κυρίως, εξαιτίας του μεγέθους τους, τα pieces σπάνια ολοκληρώνονται σε ένα βράδυ. Συνήθως γίνονται προσχέδια πριν αρχίσουν να αποτυπώνονται πάνω στις επιλεγμένες επιφάνειες και η ολοκλήρωσή τους μπορεί να είναι χρονοβόρα, εάν ο writer ή η ομάδα εκτέλεσης του έργου έχουν την τύχη να μην αφαιρεθεί εν τω μεταξύ από τις αρχές. Τα pieces ζωγραφίζονται με σπρέι, αποτελούνται τουλάχιστον από τρία χρώματα (το περίγραμμα, το γέμισμα και χρώμα για τη δημιουργία σκιάσεων ή τρισδιάστατης αίσθησης) και, συνήθως, περιλαμβάνουν όχι μόνο tags αλλά και ολόκληρες παραστάσεις. Σκοπός, επομένως, δεν είναι μόνο να δηλωθεί η παρουσία του writer, αλλά να δοθεί έμφαση στην καλλιτεχνική αξία του έργου.
Για τη δημιουργία ενός masterpiece δίνεται μεγάλη προσοχή στο υπόβαθρο των έργων, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί το φόντο πάνω στο οποίο ζωγραφίζονται τα pieces. Αυτό αρχικά χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να καλυφθούν προηγούμενα έργα πάνω στα οποία δημιουργήθηκαν νέα. Επειδή η απευθείας αποτύπωση σε μια μεγάλη επιφάνεια ενός piece που συχνά αποτελεί μια ολόκληρη σύνθεση είναι εξαιρετικά δύσκολη, έως αδύνατη, οι writers συνηθίζουν να σχεδιάζουν στα μαύρα βιβλία τους το περίγραμμα των παραστάσεων και να σημειώνουν λεπτομέρειες σχετικά με την ολοκλήρωσή τους. Αυτά τα περιγράμματα είναι στη συνέχεια ο οδηγός για τη μεταφορά του έργου στον τοίχο ή στο εξωτερικό του βαγονιού των τρένων. Το γέμισμα των περιγραμμάτων γίνεται με περισσότερα από ένα χρώματα και είναι ιδιαίτερα δημοφιλής η χρήση τόνων του ίδιου χρώματος (ντεγκραντέ). Πολλές φορές για να τονίσουν κάποια σημεία του έργου χρησιμοποιούν λάμψεις ή αστέρια σε συγκεκριμένα σημεία, για παράδειγμα στη μια πλευρά των γραμμάτων, προσδίδοντας έτσι φως και αίσθηση βάθους.
Παρόλο που βάση νόμου το graffiti είναι απαγορευμένο γιατί θεωρείται βανδαλισμός, ωστόσο σε πολλές χώρες οι αρχές το αναγνωρίζουν ως μια μορφή τέχνης που συμβάλλει στην αισθητική βελτίωση του γκρίζου αστικού τοπίου και υποστηρίζουν την προσπάθεια ομάδων για τη διοργάνωση διεθνών φεστιβάλ. Είναι, πάντως, γεγονός πως λόγω της γρήγορης εξέλιξης των τεχνικών και των στιλ του graffiti, ο κόσμος της τέχνης άρχισε να δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι' αυτή τη νέα μορφή αστικής κουλτούρας. Μεγάλες γκαλερί διοργάνωσαν εκθέσεις με έργα καλλιτεχνών graffiti< μερικοί από τους οποίους πέρασαν από τις επιφάνειες του δρόμου στους καμβάδες και αναδείχθηκαν σε σημαντικούς εκπροσώπους της σύγχρονης τέχνης.
Βιβλιογραφία:
- Παπακώστα Μ., Το graffiti ως νέα μορφή τέχνης και ο τρόπος ένταξής τους στην καλλιτεχνική σκηνή, διπλωματική εργασία, ΕΑΠ, Αθήνα 2009.