Επίσημα, η χαρακτική κατοχυρώθηκε σαν Τέχνη μετά το 1930, όταν ανέλαβε την αντίστοιχη έδρα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών ο Γιάννης Κεφαλληνός και δημιούργησε το πρώτο εργαστήρι – κυψέλη σπουδαίων καλλιτεχνών. Βεβαίως, χαράκτες υπήρχαν και πριν. Οι Έλληνες χαράκτες του 19ου αιώνα ήταν μαθητές, κυρίως, του Αγαθάγγελου Τριανταφύλλου και των Α. Ροβέρτου και Ν. Φέρμπου και υπήρξαν κατ' εξοχήν ξυλογράφοι. Από τις πρώτες κιόλας δεκαετίες του αιώνα εμφανίστηκαν αρκετοί, οι οποίοι δημιούργησαν έργα εξαιρετικά, τα οποία ξεχωρίζουν μέχρι σήμερα.
Είναι, πάντως, γεγονός πως έως και τις αρχές του 20ού αιώνα, η χαρακτική ήταν σχετικά άγνωστη στην Ελλάδα, ενώ είχε εφαρμογές μόνο στην εικονογράφηση βιβλίων ή περιοδικών από επαγγελματίες τεχνίτες ξυλογράφους, οι οποίοι μετέφεραν έργα ξένων ή και Ελλήνων καλλιτεχνών σε έντυπα. Το φαινόμενο αυτό ανατράπηκε τη στιγμή που ορισμένοι ζωγράφοι μαθήτευσαν σε σχολές της Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία), συμμετέχοντας σε κάποια μαθήματα χαρακτικής, ενώ οι περισσότεροι από τους πρώτους Ελληνες χαράκτες παρακολούθησαν αποσπασματικά μαθήματα σε ελεύθερα εργαστήρια ή ήταν, απλώς, αυτοδίδακτοι.
Σε μια χώρα, επομένως, όπου η λέξη χαρακτική σήμαινε κυρίως «εικονογράφηση εντύπων», η εμφάνιση έργων χαρακτικής ήταν πρωτοφανές γεγονός. Η αρχή έγινε μόλις το 1909, με τις πρώτες οξυγραφίες του Λυκούργου Κογεβίνα (1887-1940). Ήταν γιος του Kερκυραίου ποιητή και μεταφραστή Νίκου Κογεβίνα (1856–1897), ο οποίος ήταν γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής του με το ψευδώνυμο Γλαύκος Πόντιος. Έλαβε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον Γεώργιο Σαμαρτζή και συνδέθηκε φιλικά με τους συμπατριώτες του ζωγράφους, Βικέντιο Μποκατσιάμπη και Άγγελο Γιαλλινά.
Το φθινόπωρο του 1904 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε στην Ακαδημία Julian και στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το ενδιαφέρον του στην αρχή στράφηκε, κυρίως, στην κλασική ζωγραφική μέσα από την αντιγραφή έργων μεγάλων καλλιτεχνών, που βρίσκονται στο Λούβρο.
Το 1908 διέκοψε τις σπουδές του για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, όπου, επωφελούμενος από την επιστροφή του στην Ελλάδα, για να συμμετάσχει σε ομαδική έκθεση νέων στο Ζάππειο το 1909. Την ίδια εποχή δημοσίευσε τα σχέδιά του Παραλία Λοκρίδος και Ποταμός Κέρκυρας στο περιοδικό Παναθήναια.
Μετά το τέλος της θητείας του, έφυγε για το Μόναχο. Εκεί γνώρισε τα χαρακτικά του Ντύρερ και εντυπωσιάστηκε τόσο από αυτά ώστε αποφάσισε να αφοσιωθεί στη χαρακτική. Το 1913 εγκαταστάθηκε και πάλι για ένα χρόνο στο Παρίσι, αφού στο μεταξύ υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στους Βαλκανικούς Πολέμους. Πριν από την επιστροφή του στο Παρίσι, συμμετείχε σε έκθεση του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος.
Η πρώτη του ατομική έκθεση έγινε το 1915, στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», όπου παρουσίασε χαλκογραφίες από τον πόλεμο. Το 1916, παρουσίασε έργα του στο Ζάππειο μαζί με τον Βυζάντιο, τον Λύτρα, τον Παρθένη, τον Μαλέα, κ.ά.
Το 1918, πήγε εθελοντής στην Βόρειο Ήπειρο, ως υπασπιστής του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, ενώ από την κυβέρνηση Βενιζέλου ορίστηκε ζωγράφος του Στρατού, οπότε και φιλοτέχνησε πολλά έργα με πολεμικά θέματα. Τον Δεκέμβριο του 1918, πραγματοποίησε μεγάλη ατομική έκθεση με εκατό έργα, ζωγραφικά και χαρακτικά. Το φιλότεχνο κοινό της Αθήνας τον χαρακτήρισε «άριστο». Δεν έλλειψαν, ωστόσο, και τα επικριτικά σχόλια από συντηρητικούς τεχνοκριτικούς που τον κατέταξαν, μαζί με τον Κωνσταντίνο Παρθένη, στους «αντάρτες της τέχνης».
Το 1919, παντρεύτηκε την εικοσάχρονη τότε Μιχαήλα ή Μικέττα Αβέρωφ (1899–1975), κόρη του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ. Τα χρόνια του έγγαμου βίου του με την Αβέρωφ, που κράτησε έως το 1933, τα πέρασε στο Παρίσι. Στη γαλλική πρωτεύουσα, ο Κογεβίνας, που είχε μάθει καλά την τέχνη της τυπογραφίας, άνοιξε δικό του εκδοτικό οίκο για να κυκλοφορήσει καλλιτεχνικές εκδόσεις και επιστολικά δελτάρια (καρτ ποστάλ) με ελληνικά θέματα.
Το 1922, εξέδωσε πρώτο του λεύκωμα με δώδεκα χαλκογραφίες και θέμα το Άγιο Όρος (Le Mont Athos, ελληνικός τίτλος: Μοναστήρια του Αγίου Όρους, Paris: La Belle Edition). Ακολούθησαν άλλα τρία δικά του λευκώματα: Grèce paysages antiques (ελληνικός τίτλος: Τοπία της Αρχαίας Ελλάδας, Paris: La Belle Edition, 1924), La Grèce byzantine et franque (ελληνικός τίτλος: Βυζαντινή και Φράγκικη Ελλάδα, Paris: L'Art Grec, 1927), και Corfou (ελληνικός τίτλος: Κέρκυρα, Paris: L'Art Grec, 1930). Ταυτόχρονα, άρχισε να ασχολείται με την εικονογράφηση βιβλίων, ενώ συμμετείχε και σε εκθέσεις.
Την δεκαετία του 1930, ο Κογεβίνας προσβλήθηκε από φυματίωση. Συνέχισε, ωστόσο, να εργάζεται σκληρά. Το 1933, με την επιστροφή του στην Ελλάδα, συμμετείχε με τον Γαλάνη, τον Κεφαλληνό, τον Ζαβιτσιάνο (που είχε στο μεταξύ πεθάνει) και Θεοδωρόπουλο σε μεγάλη έκθεση χαρακτικών στην αίθουσα τέχνης «Στούντιο» της Αθήνας. Την ίδια χρονιά εικονογράφησε το βιβλίο του Καμπούρογλου Αἱ Ἀθῆναι ποὺ φεύγουν. Έως το 1939 δημοσίευσε μερικές ακόμα χαλκογραφίες του στο περιοδικό Νέα Εστία και εικονογράφησε δύο ακόμη βιβλία: Η οικογένεια Μάρμορα του Σπυρίδωνα Θεοτόκη (1937) και Καράβια του Αγώνος (1938). Μάλιστα, για την εικονογράφηση τηςΟικογένειας Μάρμορα, τιμήθηκε με το βραβείο του Υπουργείου Παιδείας (1938).
Το καλοκαίρι του 1939, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε. Έναν χρόνο, αργότερα ο Λυκούργος Κογεβίνας άφησε την τελευταία του πνοή. Ο συνάδελφός του Περικλής Βυζάντιος, στον επικήδειο που εκφώνησε, χαρακτήρισε τον ζωγράφο και χαράκτη ως τον πρώτο «που έδειξε στους ζωγράφους το δρόμο των νησιών με τα άσπρα σπίτια, την Σαντορίνη με τα κόκκινα βράχια, τα μοναστήρια με τα υψηλά κυπαρίσσια στις κορφές των βουνών, ολόκληρο το υλικό του ελληνικού υπαίθρου».
Το Παρίσι υπήρξε η πόλη - σταθμός και για τον Δημήτρη Γαλάνη (1882-1966), στην οποία αποκάλυψε τις πολλαπλές του ικανότητες. Εύλογα χαρακτηρίζεται ως ο Έλληνας χαράκτης, που υπήρξε από τους πρωτοπόρους στην τέχνη του• ένας πολύτιμος αρωγός στην εξέλιξη και γνωριμία του ελληνικού κοινού με τη χαρακτική.
Ο ίδιος κάποτε είχε αναφέρει τα εξής: «Είναι αδιανόητο να ζούμε στο Παρίσι και να είμαστε αρνηταί της πραγματικότητος. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι ο ακαδημαϊσμός είναι μια ρηχή τέχνη, δεν δίνει την ζωή στο βάθος της, η δύναμή του είναι να παραπλανά και να εντυπωσιάζει με την δεξιοτεχνία του ένα αδιαμόρφωτο καλλιτεχνικά κοινό. Χρειάζεται να γνωρίσουμε στο βάθος τους παλιούς δασκάλους, να δούμε το πνεύμα της εποχής που ζούμε, να εμβαθύνουμε στη σύγχρονη τέχνη και τα προβλήματά της. Χρειάζεται, όμως, σοβαρότης και αυτοσυγκέντρωσις, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να χάσουμε την αυτοκυριαρχία μας, ν' αρχίσουμε εξεζητημένους πειραματισμούς και να καταφύγουμε σε ηθελημένες εκτροπές, αναμασώντας και μπερδεύοντας σοφιστείες και ξεπερασμένες θεωρίες προς δημιουργίαν εντυπώσεων, ερήμην της νοημοσύνης των άλλων».
Αν και γεννήθηκε στην Αθήνα το 1882, ο πατέρας του, ο φιλόλογος Εμμανουήλ Γαλάνης που κατάγονταν από την Κύμη, τον έγραψε στα μητρώα του Δήμου Κύμης με έτος γεννήσεως το 1879. Από το 1897 έως το 1899 σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Αθήνας, με δάσκαλο στο σχέδιο τον Νικηφόρο Λύτρα.
Πλέον της χαρακτικής, ασχολήθηκε εκτενώς και με τη γελοιογραφία και τη ζωγραφική. Με υποτροφία μιας γαλλικής σατυρικής επιθεώρησης, το 1900 πήγε στη Γαλλία για να σπουδάσει στην Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού με πρώτο δάσκαλο τον Fernand Cormon, ζωγράφο ακαδημαϊκής νοοτροπίας.
Από το 1902, ο Γαλάνης άρχισε να σχεδιάζει γελοιογραφίες για διάφορα σατυρικά έντυπα της εποχής, όπως τα περιοδικά L'Assiette au Beurre, Le Cri de Paris, Gil Blas, Le Rire και Le Canard Sauvage. Κατά την περίοδο 1907–1909, έζησε στην Γερμανία, όπου εργάσθηκε ως γελοιογράφος για τα γερμανικά περιοδικά Simplicissimus και Lustige Blätter. Την ίδια εποχή, φιλοτέχνησε και διαφημιστικές αφίσες.
Το 1904, παρουσίασε έργα του σε τέσσερις ομαδικές εκθέσεις και έτσι άρχισε να γίνεται γνωστός στο φιλότεχνο κοινό της γαλλικής πρωτεύουσας. Την ίδια εποχή συνδέθηκε φιλικά με τον ποιητή Ζαν Μορεάς (γαλλικό ψευδώνυμο του Ιωάννη Α. Παπαδιαμαντόπουλου) και τους καλλιτέχνες Ντεραίν, Ματίς και Μαγιόλ. Το 1912, παρουσίασε έργα του στην έκθεση των κυβιστών της ομάδας «Χρυσή Τομή» (La Section d'or). Δύο χρόνια αργότερα συμμετείχε με τρεις τοπιογραφίες στην ετήσια Έκθεση των Ανεξαρτήτων (Salon des Indépendants).
Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στράφηκε αποκλειστικά προς την χαρακτική• αρχικά στην ξυλογραφία και κατόπιν στην οξυγραφία. Το 1920, ολοκλήρωσε το έργο του Καθισμένο γυμνό και παρουσίασε έργα του σε εκθέσεις δίπλα στον Ματίς και τον Μπρακ. Τον επόμενο χρόνο παρουσίασε έργα του παρέα με άλλα μεγάλα ονόματα της εποχής όπως ο Γκρι, ο Πικάσσο, ο Ντυφύ και ο Σαγκάλ.
Έχοντας ήδη καθιερωθεί ως χαράκτης, ο Γαλάνης εξέθεσε, εν συνεχεία, έργα του στο Λονδίνο, τις Βρυξέλλες και την Νέα Υόρκη. Παράλληλα, άρχισε να ασχολείται συστηματικά με τη διακόσμηση βιβλίων με χαρακτικά έργα. Πολλά από τα βιβλία που διακόσμησε παρουσιάσθηκαν σε διάφορες εκθέσεις κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Κατά το διάστημα 1930–1937 δίδασκε χαρακτική στο εργαστήριό του στο Παρίσι. Σε αυτό το εργαστήριο, έλαβαν μαθήματα και πολλοί νέοι Έλληνες καλλιτέχνες, όπως ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Π. Ρέγκος, η Μ. Ραφτοπούλου, ο Α. Βασιλικιώτης, ο Κ. Ηλιάδης κ.ά.
Ως χαράκτης, ο Γαλάνης ασχολήθηκε και με το σχεδιασμό γραμματοσήμων. Το πιο γνωστό του έργο για τους φιλοτελιστές είναι μία σειρά από τέσσερα γραμματόσημα με θέμα την Διεθνή Έκθεση του Παρισιού του 1937. Η συγκεκριμένη σειρά σχεδιάσθηκε το 1936, κατόπιν παραγγελίας από τα Γαλλικά Ταχυδρομεία.
Μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας, το 1945, ο Γαλάνης εκλέχθηκε καθηγητής στην Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού και την ίδια χρονιά έγινε ισόβιο μέλος της γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών (Académie des Beaux-Arts). Το 1950, εκλέχθηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Έργα του βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές, στην συλλογή του Τελλόγλειου Ιδρύματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Πινακοθήκη Αβέρωφ, στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, στις πινακοθήκες του Δήμου Αθηναίων και του Δήμου Ρόδου, κ.ά.
Ένα μεγάλο κεφάλαιο στην εργασία του Γαλάνη είναι τα χαρακτικά που πραγματοποίησε σε όρθιο ξύλο, χρησιμοποιώντας τη λευκή χάραξη ή μαύρη τεχνική της ξυλογραφίας. Το όρθιο ξύλο, που προκύπτει από το κόψιμο του δέντρου κάθετα προς τις ίνες, είχε ανακαλυφθεί τον 18ο αιώνα στη Λυών από τον Foy και λίγο αργότερα από τον Άγγλο χαράκτη Thomas Bewick, την ίδια περίοδο. Είναι πιθανό πως ήταν γνωστό από το 16ο αιώνα, ενώ γνώρισε μεγάλη διάδοση τον 19ο αιώνα, επειδή ήταν ιδανικό για τους σκοπούς της τυπογραφίας. Η πρωτοβουλία του Γαλάνη είναι πως επανέφερε τη χρήση του όρθιου ξύλου γύρω στα 1911-1912, όταν πια είχε εγκαταλειφθεί, για την πραγματοποίηση πρωτότυπων ξυλογραφιών. Η άλλη του επινόηση ήταν ότι χρησιμοποίησε το όρθιο ξύλο στη λευκή του χάραξη.
Η τεχνική της λευκής χάραξης ήταν γνωστή από τον 15ο αιώνα, αλλά δε χρησιμοποιήθηκε συστηματικά. Στη λευκή χάραξη, το σχέδιο σκάβεται και παραμένει αμελάνωτο, ενώ τα κενά προεξέχουν και μελανώνονται, ώστε να δίνουν το μαύρο. Πρόκειται για αισθητική επιλογή του καλλιτέχνη να αποδίδει το σχέδιο με άσπρο, ενώ η γενική αντίληψη της εικόνας του να έχει σχέση με την κυριαρχία του σκοτεινού. Ο Γαλάνης ήταν εκείνος που εξώθησε αυτήν την ιδέα και την αντίστοιχη τεχνική της στα άκρα, δημιουργώντας πλαστικές εικόνες, όπου το θέμα εμφανίζεται σαν το αρνητικό της φωτογραφίας. Με αυτήν την επινόηση, μετέφερε τα οπτικά αποτελέσματα της μαύρης τεχνικής της χαλκογραφίας στην ξυλογραφία. Το ίδιο το όρθιο ξύλο, επειδή είναι εξίσου σκληρό με το μέταλλο, έχει την ιδιότητα να δίνει μια ζωγραφικότητα στην παράσταση, ενώ ο συνδυασμός με τη λευκή χάραξη επιτρέπει μια πολύ μεγάλη λεπτότητα, ένα παίξιμο στις λεπτομέρειες.
Επίσης, ο Γαλάνης συνδύασε με αυτήν την τεχνική τη χρησιμοποίηση του vélo, ενός εργαλείου αντίστοιχου με το berceau των χαλκογράφων. Έχει ειπωθεί ότι το vélo αντιστοιχεί στο χτένι των σοβατζήδων, που χρησιμοποιούσαν ο Πικάσσο και ο Μπρακ για να αποδώσουν στα έργα τους την εντύπωση της ταπετσαρίας, του ξύλου ή του μαρμάρου. Με το vélo ο Γαλάνης δημιουργούσε ξυσίματα στο όρθιο ξύλο, που επέτειναν την πολλαπλότητα των ενδιάμεσων τόνων και του μαύρου και άφηναν να διαφαίνεται η ύλη, πάνω στην οποία είχε γίνει η χάραξη. Έτσι, δημιουργεί στη χαρακτική ένα αντικείμενο έρευνας ανάλογο με τον προβληματισμό του κυβισμού στη ζωγραφική, την αναφορά δηλαδή στην υφή και την παρουσία της ύλης και την απόρριψη της αναπαράστασης.
Η λευκή χάραξη ή μαύρη τεχνική της ξυλογραφίας σε όρθιο ξύλο με την παράλληλη χρησιμοποίηση του vélo θεωρείται μια από τις καινοτομίες του Γαλάνη. Είναι πιθανό να εμπνεύστηκε από ορισμένους χαλκογράφους του 17ου αιώνα, σύμφωνα με την άποψη του Claude Roger-Marx, ή η σύλληψή του αυτή να προέκυψε από τη μελέτη της ανάγλυφης τεχνικής στους καλλιτέχνες της γερμανικής σχολής της ξυλογραφίας και της σχολής της Λυών του 15ου και 16ου αιώνα.
Την πρώτη πιστοποιημένη μαρτυρία για τη χρησιμοποίηση από το Γαλάνη αυτής της τεχνικής αποτελεί η ξυλογραφία 'Το παλάτι του Πάπα στην Avignon, τον Αύγουστο του 1914'. Το έργο χαράκτηκε όταν ο Γαλάνης βρισκόταν στο γαλλικό στρατό σε ξύλο που, όπως λέγεται, του έφερε ο Πικάσσο όταν τον επισκέφθηκε, καθώς παραθέριζε εκεί κοντά.
«Τα χαρακτικά και οι εικονογραφήσεις του», σημειώνει η Ειρήνη Οράτη, «εντάσσονται στο πλαίσιο μιας σχετικά συντηρητικής γραφής που παραπέμπει περισσότερο στη γαλλική χαρακτική των μέσων του 19ου αιώνα.... Η απήχηση που είχε το έργο του στην Ελλάδα ήταν τεράστια. Η πρώτη του έκθεση στην Αθήνα το 1928 ήταν ουσιαστικά η πρώτη γνωριμία του κοινού με την έντεχνη χαρακτική και αφορμή για την ανεξαρτητοποίησή της από τις δεσμεύσεις της ζωγραφικής. Τα έργα του Γαλάνη έγιναν πηγές αναφοράς για τα επόμενα είκοσι τουλάχιστον χρόνια... Οι πρώτοι δόκιμοι καλλιτέχνες έχουν εμφανιστεί την προηγούμενη δεκαετία (1920-1930) και ασχολούνται αποκλειστικά με τη χαρακτική. Αργότερα ονομάστηκαν "δάσκαλοι" χωρίς να έχουν διδάξει ποτέ επαγγελματικά, ούτε να έχουν δημιουργήσει σχολή...».
Ένας ακόμη αξιόλογος ζωγράφος της εποχής, που επιδόθηκε στην τέχνη της χαρακτικής, ήταν ο Μάρκος Ζαβιτζιάνος (1884-1923). Σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία του Μονάχου με δάσκαλο τον G. von Hackl και χαρακτική με τον M. Kern. Στη Γερμανία συνδέθηκε φιλικά με τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη και, το 1909, συμμετείχε στην ίδρυση της "Σοσιαλιστικής Δημοκρατικής Ένωσης". Δημοσίευσε στο "Νουμά" τη μελέτη του "Ανθρώπινες αντιλήψεις". Την ίδια χρονιά πήγε στο Παρίσι και τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κέρκυρα, όπου μαζί με τον Θεοτόκη, οργάνωσε το "Σοσιαλιστικό Κέντρο Κερκύρας". Το 1914, συμμετείχε στην ίδρυση της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής ομάδας "Συντροφιά των Εννέα", δημοσιεύοντας συγχρόνως ποιήματα, σχέδια και χαρακτικά στο περιοδικό της ομάδας "Κερκυραϊκή Ανθολογία".
Ασχολήθηκε με την εικονογράφηση διηγημάτων του Κ.Θεοτόκη, από τα οποία εκδόθηκε όσο ζούσε μόνο "Η τιμή και το χρήμα", το 1914. Τα υπόλοιπα, εκδόθηκαν το 1982 με τίτλο "Διηγήματα - Κορφιάτικες Ιστορίες" και "Το βιός της κυρά Κέρκυρας".
Την περίοδο 1919-1922 φιλοτέχνησε χαρακτικά για την επανέκδοση του βιβλίου του Π.Βλαστού "Στον ίσκιο της συκιάς", η οποία, όμως, τελικά δεν έγινε, ενώ το 1922 πηγε στο Βερολίνο όπου εικονογράφησε το βιβλίο του Alfred Maria Ellis (Werner Hageman) "Iphigenie".
Το 1917, πήγε στην Αθήνα όπου παρουσίασε μια σειρά χαρακτικών στο μουσικό καταστημα Καζάζη, ενώ το 1922 οργάνωσε ατομική έκθεση στο Ζάππειο με λάδια και χαρακτικά. Έλαβε μέρος σε εκθέσεις του Συνδέσμου Ελλήνων Καλλιτεχνών, ενώ το 1936 χαρακτικά του εκτέθηκαν στη Μπιενάλε της Βενετίας.
Το χαρακτικό του έργο, που περιλαμβάνει κυρίως χαλκογραφίες και κατα το μεγαλύτερο μέρος του προοριζόταν για εικονογραφήσεις βιβλίων, κινείται σε μια ρεαλιστική αντίληψη, ενώ στη ζωγραφική του, που περιλαμβάνει τοπία, εσωτερικά και προσωπογραφίες, είναι φανερή η γνωριμία του με τις ιμπρεσιονιστικές και μετεϊμπρεσιονιστικές τάσεις. Πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που γνώρισε την ευρωπαϊκή χαρακτική και μέσα από το έργο του επεδίωξε να μεταφέρει ευρωπαϊκά υφολογικά μοτίβα μέσα σε μία ελληνική και, κυρίως, κερκυραϊκή θεματογραφία (καταγόταν από την Κέρκυρα). Στόχος του έργου του υπήρξε η υφολογική ανανέωση των απλών ηθογραφικών παραστάσεων στην Κέρκυρα των αρχών του 20ού αιώνα.
Ένας ακόμη Κερκυραίος, υμνητής του κερκυραϊκού τοπίου, υπήρξε ο χαράκτης Νικόλαος Βεντούρας. Ο Νίκος Γρηγοράκης αναφέρει σχετικά με αυτόν: «Αν δεν είχε ανακαλυφθεί η χαρακτική τέχνη, σίγουρα θα την είχε ανακαλύψει ο Βεντούρας... Η περίπτωση του Κερκυραίου αριστοκράτη και κτηματία που αποφασίζει σχεδόν αυτοδίδακτος να διακονέψει τη χαρακτική από το 1932 έως το θάνατό του, είναι μάλλον ιδιότυπη. Παίρνει λίγα μαθήματα υδατογραφίας από τον Άγγελο Γιαλλινά και μυείται στην τεχνική της λιθογραφίας από τον Γερμανό αρχιλιθογράφο Τζούλιο Στάινχαϊλ». Και παρακάτω: «...Δεν έχω συναντήσει σε τόσα λίγα τετραγωνικά εκατοστά του χαρτιού να επιδεικνύει χαράκτης τόση μαεστρία και τέτοια νοσηρή εγρήγορση. Μιλάω για εκείνες τις γκραβούρες του που στο πίσω μέρος γράφουν πολλές φορές «χειρ – Ν. Βεντούρα εποίησεν». Όταν κάποτε τον ρώρησα τι τον έκανε να αποφασίσει να αφιερωθεί στη χαρακτική μου απάντησε λακωνικά: Desire to belong».
Κατ' εξοχήν τοπιογράφος, απεικόνισε σκηνές και ασχολίες των κατοίκων της Κέρκυρας, καθώς και εικόνες από πλοία στο λιμάνι της. Από το 1942 και εξής, ίσως ήταν ο μόνος που προχώρησε σε έργα χαρακτικής με αφηρημένες διατυπώσεις, ενώ μετά το 1970 έδωσε έργα με σαφείς κυβιστικές αναζητήσεις ή έντονο εξπρεσιονιστικό στυλ.
Καταληκτικά, θα πρέπει να σημειωθεί πως η δεκαετία 1925-1935 ήταν η περίοδος κατά την οποία η χαρακτική στην Ελλάδα έγινε πραγματικά αυτόνομη. Οι πρώτοι αυτοί χαράκτες δεν άφησαν επιγόνους (όπως αργότερα ο Γιάννης Κεφαλληνός), ούτε χαρακτηρίζονται από κοινά στοιχεία γραφής, η παρουσία τους όμως σηματοδοτεί την εδραίωση της χαρακτικής, τη διάδοσή της και την εξέλιξή της. Παράλληλα, το επίσημο κράτος υποχρεώνεται να δραστηριοποιηθεί στον τομέα της ειδικευμένης εκπαίδευσης των καλλιτεχνών και να επανιδρύσει της έδρα της Χαρακτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών το 1932.
Η θεματογραφία τους κινείται σε τρεις κυρίως άξονες: την τοπιογραφία, τη νεκρή φύση και τα ηθογραφικά θέματα.. Εξαίρεση αποτελεί ο Γιώργος Οικονομίδης, ο μόνος Ελληνας χαράκτης που παρακολούθησε και εντάχθηκε δημιουργικά στον γερμανικό εξπρεσιονισμό στη Δρέσδη, όπου έζησε από το 1908 έως το 1925. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, το ύφος του διαφοροποιείται.
Αν ο Δ. Γαλάνης είναι ο χαράκτης που έκανε πραγματικότητα τη χαρακτική στην Ελλάδα, ο Γιάννης Κεφαλληνός (1894-1957) είναι ο καλλιτέχνης που δημιούργησε την πρώτη γενιά Ελλήνων χαρακτών. Απόλυτος δάσκαλος, ακούραστος, μεταδοτικός, πολύπλοκος, είναι αυτός που καθόρισε την ελληνική φυσιογνωμία της χαρακτικής. Ο Γ. Κεφαλληνός δεν επηρέασε, διαμόρφωσε τους σπουδαστές που τον παρακολούθησαν από το 1933 ως το 1957. Οι: Α. Τάσσος, Βάσω Κατράκη, Χρίστος Δαγκλής, Κώστας Γραμματόπουλος, Γιώργος Μόσχος, Τηλέμαχος Κάνθος, Γιάννης Μόραλης, Γιώργος Βελισσαρίδης, Λέλα Πασχάλη, Λουίζα Μοντεσάντου, Γιώργης Βαρλάμος, Λάμπρος Ορφανός, Ελένη Κωνσταντινίδη ήταν μερικοί από αυτούς, στους οποίους φρόντισε να μεταβιβάσει τη σκέψη, το όραμα και το πείσμα του, αφήνοντάς τους να ανταποκριθούν μόνοι τους στις προκλήσεις και να διαμορφώσουν την προσωπικότητά τους. Το πέρασμά του υπήρξε σταθμός στην ιστορία της σχολής. Με σημαντική ευρωπαϊκή παιδεία, εφοδίασε με άρτια τεχνική και θεωρητική κατάρτιση τους μαθητές του. Παράλληλα, στο εργαστήρι του έπνεε αέρας δημοκρατικής ελευθερίας. Στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά, το εργαστήριό του και οι μαθητές του φιλοτέχνησαν, δωρεάν, αφίσες για τον αγώνα ενάντια στους Ιταλούς. Η συμβολή του εργαστηρίου του στάθηκε πατριωτική και στα χρόνια της Κατοχής και της Εθνικής Αντίστασης. Εκεί, με την καθοδήγηση του Κεφαλληνού, τυπώθηκαν πολλά αντιστασιακά έργα του αγώνα.
Βιβλιογραφία:
- Γρηγοράκης Ν., «Πρώτοι χαράκτες. Από τους προδρόμους του 19ου στους θεμελιωτές του 20ού αιώνα», Επτά Ημέρες της Καθημερινής, Κυριακή 12 Μαρτίου 1995.
- Κούρια Αφ. και Οράτη Ε., Λυκούργος Κογεβίνας, χαράκτης και ζωγράφος, Ίδρυμα Ευαγγέλου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Μέτσοβο 2004.
- Μόρτουγλου Η., «Έλληνες χαράκτες στον 20ό αιώνα», Ριζοσπάστης, 20/4/2003.
-Παπαδόπουλος Π., «Η χαρακτική του Μάρκου Ζαβιτσιάνου», Αυγή, 10/10/2012.