Πρόθεση των Johann Friedrich Overbeck, Peter von Cornelius, Franz Pforr, Ludwig Vogel, Johann Konrad Hottinger κ.α., που σχημάτισαν αυτήν την ομάδα, ήταν η απομάκρυνση από το στείρο ακαδημαϊσμό και η δημιουργία μιας «νεογερμανικής, θρησκευτικής και πατριωτικής τέχνης», με υψηλά ιδανικά και ηθικό χαρακτήρα. Επί της ουσίας, στόχευαν στο να επαναφέρουν στην τέχνη το μεγαλείο ενός ένδοξου παρελθόντος μέσω των αυστηρών μορφών, των σαφών σχέσεων, των καθαρών περιγραμμάτων, των συγκεκριμένων χρωμάτων και, φυσικά, μέσω της μελέτης των μεγάλων δασκάλων. Η θεματογραφία των έργων τους υπήρξε θρησκευτική και αλληγορική με έμφαση στο ηθικό και ηθολογικό περιεχόμενο.
Αυτή η προσπάθεια, λοιπόν, που εμφανίστηκε ως μία μορφή διαμαρτυρίας, κατέληξε σε διαφορετικά αποτελέσματα από τα επιθυμητά. Και είναι φυσικό, αν αναλογιστεί κανείς πως στη Ρώμη οι καλλιτέχνες της κίνησης βρέθηκαν κάτω από αλληλοσυγκρουόμενες επιδράσεις που σαν συνέπεια είχαν τη διάσταση ανάμεσα στις θεωρητικές τους διακηρύξεις και τις τελικές τους δημιουργίες. Οι περισσότεροι παγίωσαν στα έργα τους μια μορφοπλαστική γλώσσα δίχως εσωτερικό περιεχόμενο, αλλά, αντιθέτως, τυπολατρική και αδύνατη. Επιπροσθέτα, τους Ναζαρηνούς φρόντισε να αγκαλιάσει η καθολική εκκλησία, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να επιταχυνθεί η πτώση τους, καθώς θυσίασαν στο βωμό της πίστης την ανεξαρτησία και την προσωπική τους ελευθερία.
Στις προσπάθειες των ηγετικών φυσιογνωμιών της αδελφότητας μπορεί κανείς εύκολα να εντοπίσει το ασυμβίβαστο των γερμανικών σχεδιαστικών τάσεων με τα ιταλικά πλαστικά και χρωματικά χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει αυτήν την άποψη είναι το έργο του Overbeck, Ο Θρίαμβος της Εκκλησίας στις Τέχνες, του οποίου η δημιουργία φαντάζει αδιανόητη δίχως τη δουλική μίμηση των τύπων του Raffaello από την παράσταση της Αίθουσας της Υπογραφής στο Βατικανό. Ουσιαστικά, εδώ γίνεται ιδιαίτερα σαφής η αδυναμία των Ναζαρηνών να εξισώνουν τη μορφοποίηση του θέματος και την ιδέα του, καθώς επίσης και η ατέρμονη εξάρτησή τους από ξένους τύπους.
Την ίδια λογική υπηρετούν τα μνημειακά έργα του Cornelius, Ερμηνεία των ονείρων του Φαραώ και Δευτέρα Παρουσία, στα οποία διακρίνεται εύκολα η μελέτη του Michelangelo και η έμφαση σε σχεδιαστικά περισσότερο στοιχεία. Ειδικά στη Δευτέρα Παρουσίαεντοπίζονται αρχαϊκοί τύποι, δάνεια από τον Luca Signorelli και σύνταξη που επηρεάζεται από τον Michelangelo, χώρος αντιφατικός και σκληρό σχέδιο, μανιεριστικές κινήσεις και άτονα χρώματα.
Σε παρόμοιες οδούς κινήθηκαν όλοι οι Ναζαρηνοί. Μπορεί να ευνοήθηκαν από την ενίσχυση της Εκκλησίας, όμως η επιφανειακή σύνδεση των έργων τους με την ιστορία και η ανύπαρκτη επαφή τους με τη ζωή συνέτριψε κάθε ελπίδα επιβίωσης. Έτσι, περιορίστηκαν στο να γεμίσουν τους ναούς του 19ου αιώνα με ψυχρά και άψυχα έργα, που αδυνατούν να παρουσιάσουν το παρόν και αρκούνται στην επανάληψη τύπων του παρελθόντος.
Βιβλιογραφία:
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», τόμος 2ος, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήνα 1975.
- Gombrich E., Το χρονικό της τέχνης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1998.
- Χρήστου Χρ., Η ευρωπαϊκή ζωγραφική του 19ου αιώνα, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993.