Ως επίσημος όρος, εμφανίστηκε αρχικά στη λογοτεχνία, με το μανιφέστο που διατύπωσε ο ελληνικής καταγωγής Jean Moreas στην εφημερίδα «Le Figarο» (18.9.1886). Το έδαφος, όμως, είχαν ήδη προετοιμάσει οι θεωρίες του Schopenhauer, του Nietzsche, τα ποιήματα του Baudelaire. Στόχος των Συμβολιστών ήταν η εξωτερίκευση των ιδεών και η προσπάθεια «να ντύσουν το ιδεατό σε μια αντιληπτή μορφή».
Όσον αφορά στις εικαστικές τέχνες προβλήθηκε ως αντίδραση στο Ρεαλισμό, το Νατουραλισμό και, κυρίως, τον Ιμπρεσιονισμό που δεν επέτρεπε το στοχασμό, καθώς παρέμενε σε ένα εξωτερικό οπτικό φαινόμενο. Ο Συμβολισμός από την πλευρά του αντιπαρέβαλε την πνευματικότητα, τη φαντασία και το όνειρο ως αναπόσπαστο μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Το συμβολιστικό δόγμα το διατύπωσε ο Albert Aurier σε ένα άρθρο του για τον Gauguin στο «Mercure de France» (1891). Σύμφωνα με αυτό ένα έργο πρέπει να είναι α)ιδεαλιστικό, με μοναδικό στόχο του την έκφραση της ιδέας, β)συμβολιστικό, αφού αυτή την ιδέα την αισθητοποιεί με μορφές, γ)συνθετικό, γιατί εκφράζει αυτές τις μορφές και τα σημεία με έναν τρόπο γενικά καταληπτό, δ)υποκειμενικό, αφού το αντικείμενο θα πρέπει να θεωρείται ως ένδειξη μιας ιδέας που έχει συλλάβει το υποκείμενο, ε)διακοσμητικό, καθώς η διακοσμητική ζωγραφική είναι μία τέχνη ταυτόχρονα συνθετική, συμβολιστική και ιδεαλιστική.
Ο Συμβολισμός στις εικαστικές τέχνες δε χαρακτηρίστηκε από ένα ομοιογενές ύφος ή από συγκεκριμένες τεχνικές, ενώ οι εκπρόσωποί του προέρχονταν συχνά από ετερόκλητες ομάδες. Η εικαστική δημιουργία των Gustave Moreau, Pierre Puvis de Chavannes, Odilon Redon, Eugene Carriere άνοιξε το δρόμο για το Συμβολισμό στη Γαλλία, του οποίου κύριοι εκπρόσωποι είναι ο Paul Gauguin και οι «Nabis» (Paul Serusier, Emile Bernard, Maurice Denis). Στην Αγγλία αυτοί που τον προσέγγισαν είναι οι Προραφαηλίτες, ενώ στη Γερμανία οι Arnold Bocklin, Anselm Feuerbach, Hans von Marees, Max Klinger κ.ά. Ο Bocklin, μάλιστα, έδωσε τον εξής αφορισμό για τη φύση του εικαστικού συμβολιστικού έργου: «Ένας πίνακας πρέπει να διηγείται κάτι, να κάνει το θεατή να στοχάζεται όπως ένα ποίημα και να του αφήνει την εντύπωση ενός μουσικού κομματιού».
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της συμβολιστικής γραφής είναι «Το όραμα της πάλης του Ιακώβ με τον Άγγελο» του Gauguin. Στο πρώτο επίπεδο εικονίζονται ορισμένες γυναίκες που παρακολουθούν στο βάθος, μέσα σε ένα βαθύ κόκκινο χρώμα, την πάλη, όχι σαν σκηνή του πραγματικού κόσμου, αλλά σαν όραμα. Ο ρεαλιστικός χώρος έχει ολοκληρωτικά καταργηθεί, ενώ η οργάνωση καθίσταται άκρως συμβολική και αινιγματική με την παρεμβολή της ενεργητικής διαγώνιας γραμμής και τον τονισμό των συγκρουόμενων χρωματικών ενοτήτων.
Σε γενικές γραμμές, το έργο τέχνης των Συμβολιστών προσδοκούσε την απόδοση του πεδίου που εκτείνεται πέραν του αισθητού, στον κόσμο του ονείρου και της παραίσθησης, μέσω της χρήσης εικόνων και αντικειμένων με συμβολική έννοια. Αυτό επέβαλε την έντονη ύπαρξη του μεταφυσικού ή μυστικιστικού στοιχείου στη σύνθεση και την ιδιαίτερη επιμονή σε μυθολογικά και θρησκευτικά θέματα, σε διακοσμητικές συνθέσεις και τοπία.
Βιβλιογραφία:
Gombrich E., Το χρονικό της τέχνης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1998.
Ρηντ Χ., Ιστορία της μοντέρνας ζωγραφικής, Εκδόσεις Υποδομή, Αθήνα 1978.
Turner J., The Dictionary of art , Grove, New York 1996.
Χαραλαμπίδης Α., Η τέχνη του 20ού αιώνα, τόμος Ι, University studio press, Θεσσαλονίκη 1990.
Χρήστου Χρ., Η Ευρωπαική ζωγραφική του 19ου αιώνα, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993.