Παρασκευή, 15 Ιουνίου 2012 02:28

Παναγιώτης Φερεντίνος: "Η κάθε ιδέα αιτεί έναν δικό της τρόπο γέννησης"

Γράφτηκε από τον 

Ο 29χρονος είναι ένας πολυδιάστατος νέος δημιουργός που τράβηξε από νωρίς τα βλέμματα πάνω του για το έργο του. Παράλληλα με την ενασχόλησή του με τα εικαστικά, κυκλοφόρησε και την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Αφέντης του "τόσο δα" από την Άνεμος Εκδοτική.
Με ιδιαίτερη προσωπική γραφή αλλά και έκφραση μέσα από τα εικαστικά έργα του, έχει κατακτήσει τη συμπάθεια και την διάδοση της δουλειάς του μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα.

Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε ξεδιπλώνει με πάθος τις σκέψεις του.


- Παναγιώτη, παρότι σπούδασες στη Σχολή Καλών Τεχνών κυκλοφόρησες πριν από περίπου έναν χρόνο την πρώτη σου ποιητική συλλογή. Πως έγινε μέσα σου η μεταπήδηση από τα εικαστικά στη λογοτεχνία;

Στην πραγματικότητα, δεν ήταν, ακριβώς, μεταπήδηση. Υπήρχε ήδη, από την παιδική μου ηλικία, σε ισάξιο βαθμό με τη δημιουργία της εικόνας, η έκφραση μέσω της γραφής. Ένα μικρό σημειωματάρι –το "τεφτέρι" που αναφέρω, συχνά, στο βιβλίο μου– βρισκόταν, μονίμως, επάνω μου· στο σχολείο, στη βόλτα, στο στρατό. Οι δύο γλώσσες, εκεί, γίνονταν έκφραση. Με τα χρόνια μαζεύτηκαν όλα αυτά τα τεφτέρια – υλικό, συχνά, προσωπικής ανασυγκρότησης και περισυλλογής. Η "αλλαγή" έγινε όταν, πλέον, αποφάσισα, ένα μέρος αυτής της γραφής, να γίνει βιβλίο και να περάσει στα χέρια του κοινού.

- Υπηρετώντας και τις δύο τέχνες, θεωρείς ότι εικόνα και λόγος είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος ή διαφέρουν ουσιωδώς;

Για μένα, είναι το ίδιο πράγμα. Κι αυτό, γιατί και οι δύο εκφάνσεις δημιουργίας προέρχονται από μια κοινή ανάγκη έκφρασης, του ίδιου, μάλιστα, ατόμου. Αλλάζει, απλώς, το μέσο. Εξάλλου, η κάθε ιδέα αιτεί έναν δικό της τρόπο γέννησης· εκεί ο δημιουργός καλείται να την πλάσει με αυτό που θεωρεί το πιο άμεσα εκφραστικό μέσο αυτής, χωρίς να γίνεται δέσμιος ενός μέσου που, ίσως, και να γνωρίζει καλά. Η διαδικασία ανακύκλωσης ενός μέσου, σε κάθε νέα εκφραστική ανάγκη, εμπεριέχει τον κίνδυνο της αποδυνάμωσης της χρήσης του και, τελικά, το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι αδύναμο έναντι της αρχικής πρόθεσης-ιδέας. Το υλικό που συνθέτει τον «Αφέντη του "τόσο δα"» είναι μικροί μονόλογοι ή διάλογοι με τον «έσω» εαυτό· λέξεις, σκέψεις, φράσεις στιγμιαίες – δοσμένες με την λακωνικότητα του ποιητικού λόγου. Μέσω αυτού και μόνο θα μπορούσε να αποδοθεί αυτή η κατάθεση.

- Ποιες γενικότερες επιρροές και ειδικότερα ποιοι συγγραφείς συνέβαλαν στην διαμόρφωση της δικιάς σου γραφής;

Είναι, θαρρώ, ένα σύνολο ενασχολήσεων που συνέβαλλε στην όποια διαμόρφωση αυτής της γραφής. Η ζωγραφική και οι εκθέσεις, το θέατρο και ο χορός, που είχα από μικρή ηλικία τη δυνατότητα να βλέπω και να συμμετέχω. Υπήρξε τόσο δική μου ανάγκη, για όλα τα παραπάνω, όσο και ώθηση, από το περιβάλλον μου. Ωστόσο, όσον αφορά στη λογοτεχνία, οι αναζητήσεις μου με οδηγούσαν στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου, για βουτιές, δίχως σταματημό, σε Έλληνες και ξένους συγγραφείς: Τον Καζαντζάκη και τον Λουντέμη, τον Ρίλκε, Ντοστογιέφσκι και Πεσσόα – πραγματικοί εμπνευστές, για μένα.

afentis- Έχεις ζήσει στο κέντρο της Αθήνας. Θεωρείς ότι οι καθημερινές αστικές εικόνες που έχεις βιώσει αποτελούν λογοτεχνική πρώτη ύλη;

Πίστευα, πάντα, ότι η δημιουργία «εκ βαθέων ψυχής» και, τελικά, αυτό που αποκαλούμε «τέχνη», προέρχεται από εκείνα τα μοιράσμάτα μας· από τον καρπό που προκύπτει από ό,τι πιο χωνεμένο, μεστωμένο μέσα μας. Οι εικόνες αυτές, του κέντρου της Αθήνας, υπήρξε το καθημερινό μου βίωμα σ' όλο το φάσμα της ενήλικης ζωής μου, μέχρι σήμερα. Υπάρχω εκεί. Εκεί έμαθα, ως ενήλικας, να μεγαλώνω, να χαίρομαι, να απογοητεύομαι. Γι' αυτές τις εικόνες μπορώ να γράψω. Τις ξέρω καλά! Είμαι μέρος αυτού του σύγχρονου αστικού πολιτισμού –σε πολλούς ηθελημένα ανέγγιχτος και άγνωστος– και γι' αυτόν μπορώ να μιλήσω. Εκεί ανήκω – δεν νιώθω πως ανήκω αλλού. Στο ποίημα, «Στα χαρτόκουτα», γράφω, κάπου: «Δώστε μου μια θέση κοντά σας!/έτσι κι αλλιώς σ' εκείνους/δεν ανήκω./Ποτέ δεν με ήθελαν/μα και ποτέ δεν με άφησαν/να φύγω...» Αυτές, λοιπόν, οι βιωμένες εικόνες, μοίρασμά μου με τον αναγνώστη, στον «Αφέντη του "τόσο δα"».

- Πιστεύεις ότι το μέλλον της λογοτεχνίας, και των τεχνών γενικότερα, βρίσκεται στο διαδίκτυο, τόσο σε επίπεδο ζύμωσης ιδεών, όσο και διάδοσης του έργου των δημιουργών;

Το διαδίκτυο είναι το παρόν μας, μιλώντας για την ευρεία διάδοση των τεχνών. Φέρνει τον κόσμο κοντά σε ένα έργο· που, ίσως, και να μην γνώριζε ποτέ, αν δεν τον είχε κάποιος άλλος φέρει σε επαφή. Επιτρέπει σε ένα ευρύ σύνολο να προωθεί ιδέες και έργο, κάτι που, συχνά, εγκυμονεί βέβαια και κινδύνους. Το «πολύ και ελεύθερο» ή το «πιασάρικο και εύκολα αναγνώσιμο» είναι, κατά περιπτώσεις, αμφίβολο και θέλει προσοχή. Όσον αφορά, τώρα, στη διάδοση συγκεκριμένων τεχνών, στην λογοτεχνία και στην ποίηση μπορεί το κοινό να έρχεται σε άμεση επαφή με το έργο καθαυτό. Δε συμβαίνει το ίδιο, ωστόσο, με άλλες τέχνες. Ένα τυπωμένο χαρακτικό, για παράδειγμα, "χαράσσει" στο χαρτί μια τέτοια ποικιλία γραμμών, δημιουργεί τέτοιες δονήσεις, ως ενέργεια, απέναντι από τον θεατή, που δεν πρόκειται να τις νιώσει από μια εικόνα, χαμηλής ανάλυσης, στο διαδίκτυο. Εκεί δεν έχουμε το έργο, έχουμε τη φωτογραφία της εικόνας του έργου. Έχει τεράστια διαφορά.

- Ποιο είναι το αγαπημένο σου ποίημα –ελληνικό ή ξένο– και ο αγαπημένος σου ζωγραφικός πίνακας;

Μου είναι κάπως δύσκολο να ορίσω ένα ποίημα ή ένα εικαστικό έργο ως το πιο αγαπημένο. Συνήθως, συγκινούμαστε από κάποια – έστω λίγα, στον αριθμό. Ξεκινώντας απ' το ποίημα, αν θα 'πρεπε να ξεχωρίσω κάποιο, θα έλεγα το: «Η Πόλις», του Κων/νου Καβάφη. «Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θα βρεις άλλες θάλασσες./ Η πόλις θα σ' ακολουθεί, στους δρόμους θα γυρνάς/ τους ίδιους.» Όποιοι φυσικοί τόποι κι αν αλλάξουν, η «έσω πόλις» θα είναι η ίδια· όποιο κοστούμι κι αν της φορεθεί από μια νέα «έξω πόλις». Από πίνακες, θα έλεγα, μάλλον, την «Ολυμπία», του Μανέ. Ένας πίνακας που ξεπερνά τους φραγμούς των Ακαδημαϊκών προτύπων εκτέλεσης και θίγει με το θέμα που παρουσιάζει τόσο την υποκρισία του κατ'επίφασιν σκοπού της Γαλλικής αποικιοκρατίας όσο και τη φαινομενική σεμνοτυφία της Γαλλικής αστικής τάξης. Ο Μανέ ανοίγει το δρόμο σε αυτό που, 80 περίπου χρόνια αργότερα, ο Πικάσο θα πει για την Γκερνίκα του: «Όχι, τη ζωγραφική δεν την χρησιμοποιούμε για να στολίζουμε τα σπίτια μας. Είναι ένα εργαλείο πολέμου.»

- Όταν βρίσκεσαι σ' ένα βιβλιοπωλείο, με ποια κριτήρια επιλέγεις τα βιβλία που αγοράζεις;

Αρχικά, να σου πω ότι το να βρεθώ σ' ένα βιβλιοπωλείο σημαίνει πως θα φύγω απ' αυτό και με κάτι. Μοιάζει με συναίσθημα μικρού παιδιού ελεύθερο σε παιχνιδάδικο. Αλλά, όντως, παίζουν πολλά πράγματα ρόλο για να σταθώ σ' ένα βιβλίο. Σαφώς, "σαρώνω" το χώρο και επεξεργάζομαι εξώφυλλα και τίτλους. Πρέπει, στην αρχή, να με κεντρίσει ένα βιβλίο για να το πάρω στα χέρια μου. Αν γίνει αυτό, θα σταθώ σε μια γωνιά να διαβάσω το οπισθόφυλλο ή κάτι απ' το βιβλίο. Αν ξεκινήσω, τελικά, να διαβάζω το βιβλίο θα πει πως είναι, πλέον, σαν η αγορά να έχει γίνει.

- Οι βραβεύσεις και η γρήγορη αναγνώριση της αξίας ενός πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη θεωρείς ότι λειτουργεί περισσότερο θετικά ή αρνητικά;

Το στοιχείο της σύγχρονης απαίτησης για άμεσες βραβεύσεις και γρήγορη αναγνώριση είναι κι αυτό μια όψη του καταναλωτισμού που, ευρύτερα, επικρατεί. Και να ξεκαθαρίσουμε πως καταναλώνουμε άνετα αυτό για το οποίο, ομολογουμένως, δεν έχουμε κουραστεί. Έτσι αναλώνονται και οι αναγνωρίσεις, που δεν έχουν πίσω τους ανάλογο υπόβαθρο. Ωστόσο, μια γρήγορη αναγνώριση έρχεται, συνήθως, από "εύπεπτα" υλικά. Εμπορικά, εύκολα αναγνώσιμα. Μα όχι διαχρονικά. Γι' αυτό και έχουν ημερομηνία λήξης. Κατανάλωση, δεν είπαμε; Όταν περάσει ο αναβρασμός καταλήγουν στην άκρη τους.

- Γράφεις σ' ένα ποίημά σου «Στραβοί καιροί, στραβοί άνθρωποι, στραβή κι η γραφή...». Πιστεύεις ότι οι εποχές κρίσης, όπως η σημερινή, γεννούν μεγάλα έργα τέχνης ή τα προβλήματα επιβίωσης απομακρύνουν τους ανθρώπους από την τέχνη;

Όταν σταματά η δυνατότητα επίτευξης ευμάρειας, ακόμη κι αν αυτή η «ευμάρεια» ήταν κατ' επίφασιν κι όχι πραγματική ή από ανάγκη, τότε ξεκινούμε να βλέπουμε χαρακτήρες. Συνεπώς, η υλική κρίση γεννά και κρίση χαρακτήρων, συμπεριφορών, αξιών. Είναι η πραγματική τους στάση ζωής σταθερή ή κλονίζεται κι εκείνη με τη σειρά της και ακολουθεί το επιβαλλόμενο χάος; Ο αναγνώστης, ο θεατής θέτει το αίτημα: «ακόμη κι αν εγώ πέσω, γονατίσω, αφεθώ δίχως συνειδητή επιλογή σε σκληρά ένστικτα, εσύ, δημιουργέ, θέλω να είσαι εκεί να με επαναφέρεις, την κατάλληλη στιγμή, με το δημιούργημά σου»! Πόσοι δημιουργοί –που 'ναι συνάμα απλοί, καθημερινοί άνθρωποι– κατορθώνουν να κρατήσουν αλώβητο τον εαυτό τους απ' την ύλη, την ματαιότητα της (όποιας) αναγνώρισης, την εμπορική επανάληψη, την ματαίωση λόγω των "εμπόρων" και να φέρουν στο φως ένα έργο που να φωνάζει: «ΑΛΗΘΕΙΑ», για το σήμερα; Λίγοι...
Γι' αυτό, λοιπόν, λέω: «στραβοί καιροί, στραβοί άνθρωποι, στραβή κι η γραφή». 

Γιάννης Φαρσάρης

Σπούδασα Επιστήμη Υπολογιστών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Εκπαίδευση Ενηλίκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Γεννήθηκα το 1973 στην Ιεράπετρα και ζω στο Ηράκλειο Κρήτης. Εργάζομαι ως καθηγητής πληροφορικής. Έχω δημιουργήσει την ανοικτή βιβλιοθήκη OPENBOOK, την καθημερινή πλατφόρμα διηγημάτων ONE:STORY. Ιδρυτικό μέλος του Διαγωνισμού Διηγήματος "ΛογωΤέχνης".