Τρίτη, 18 Δεκεμβρίου 2012 14:54

Ο Πολιτισμός μας στα χρόνια της χολέρας…

Γράφτηκε από τον 

Προτιμώ να εντάσσομαι στους αισιόδοξους. Η οικονομική κρίση έδειξε το πιο άσχημο πρόσωπο της τα τελευταία 3 χρόνια. Όμως, μέσα σε 36 μόνο μήνες είδαμε και πάθαμε όσα δεν είχαν συμβεί εδώ και δεκαετίες, όσα τεχνηέντως απέφευγε το πολιτικό μας σύστημα να αντιμετωπίσει με αποφασιστικότητα και σύνεση.

 

Βιώσαμε (και βιώνουμε ακόμα) την μετάβαση από ένα σοσιαλιστικού τύπου μοντέλο διαχείρισης της οικονομίας και του δημόσιου βίου, σε ένα νέο σύστημα που θέτει στο επίκεντρο του την απρόσκοπτη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα και την ελαχιστοποίηση της κρατικής παρεμβατικότητας χάριν της ελεύθερης αγοράς και των ίσων ευκαιριών. Οι Έλληνες πολίτες υπέφεραν, πόνεσαν, κακόπαθαν, άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό τρόπο ζωής και καθημερινότητα, άρχισαν όμως να φέρονται περισσότερο ορθολογικά με όρους οικονομίας και πιο λογικά με όρους κοινωνίας...

Σημεία των καιρών όπως η «επιστροφή στις ρίζες μας», π.χ. μέσω της ραγδαίας αύξησης στην προτίμηση ελληνικών προϊόντων, αλλά και της σταθερής κίνησης του εγχώριου τουρισμού σε αντιδιαστολή με τον τουρισμό εκτός συνόρων, είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που καταδείχνουν ότι κάτι αλλάζει στον τόπο αυτό. Κάτι αρχίζει να φεύγει από την σφαίρα του ουτοπικού και ίσως του παραλόγου (και όταν μιλώ για παράλογο εννοώ οι Έλληνες τουρίστες στο Σάλτσμπουργκ να είναι περισσότεροι από τους Έλληνες τουρίστες στο Πήλιο και τα Καλάβρυτα μαζί) και να μεταφέρεται ξανά στην σφαίρα του λογικού, του ορθολογικού και εν τέλει του σημαντικού, που δεν είναι άλλο από την ίδια την επιβίωση της πατρίδας μας.

Μέσα σε αυτήν την μετάβαση λοιπόν ψάχνουμε να βρούμε την συμβολή των «πνευματικών ταγών» και της εγχώριας πολιτιστικής δραστηριότητας.

Ψάχνουμε επίσης να δούμε κατά πόσον η μετάβαση από το κρατικιστικό μοντέλο, που διαπερνούσε όλες τις πτυχές της οικονομίας και της κοινωνίας, σε ένα πιο ορθολογικό και δημοκρατικό σύστημα αξιοκρατίας και ίσων ευκαιριών, επήλθε και στην ίδια την πολιτιστική παραγωγή ή όχι.

Δεν ξέρω, ίσως να είμαι ο μοναδικός που να το πιστεύει, όμως νιώθω ότι Τέχνες και Γράμματα, μουσική παραγωγή και θεατρικές παραστάσεις, εικαστικά δρώμενα και κινηματογραφικές παραγωγές, κρατικοί θεσμοί και πολιτιστικά ιδρύματα δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες ιδιαίτερες ανάγκες του κοινού. Και κυρίως δεν μπόρεσαν να αλλάξουν προκειμένου να ανταποκριθούν στην νέα πραγματικότητα.

Το σίγουρό είναι ότι δεν κατάφεραν να συμβαδίσουν σε επίπεδο δημιουργίας, σε επίπεδο ρήξης με το παρελθόν αλλά και συμβολής στις αλλαγές που επέρχονται, όπως αυτό συμβαίνει σε επίπεδο οικονομίας και κοινωνικών δομών. Αντιθέτως, η πολιτιστική δραστηριότητα, αλλά και η διαχείριση αυτής, παρέμεινε στάσιμη ως προς την ποιότητα, απαθής ως προς την ιστορικότητα των στιγμών και εν τέλει απούσα από τις θεμελιώδεις αλλαγές που βιώνουμε ως χώρα και κοινωνία. Και εξηγούμαι.

Κρίση ακούμε παντού. Κρίση ηθικής επίσης. Όπως και κρίση εκπαιδευτική, κρίση συλλογικής αυτογνωσίας, κρίση θεσμών και δομών του κοινωνικού μας βίου. Εδώ και τρία χρόνια όμως δεν έχουμε ακούσει τίποτα το καθοδηγητικό, τίποτα το ουσιαστικό, το απτό, το άμεσο, από τους θεσμούς εκείνους που είναι επιφορτισμένοι με την προστασία και ανάδειξη του παιδευτικού και πολιτιστικού μας πλούτου και με την διαφύλαξη των αξιών, της παράδοσης και των διδαγμάτων μιας χώρας με τρισχιλιετή διαδρομή στην Ιστορία. Η Ακαδημία Αθηνών παντελώς απούσα. Αυτό το σύμβολο της Γνώσης, της Παιδείας και της Παράδοσης είναι παντελώς απόν από αυτό που βιώνει η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια. Θα μου πείτε, «πάντοτε ήταν έτσι, γιατί να μην είναι και τώρα». Όμως δεν είναι αυτή η στάση που θα πρέπει να έχει ο κορυφαίος θεσμός απέναντι σε μια κοινωνία που επιζητά απαντήσεις στα καίρια ζητήματα ηθικής κατρακύλας των τελευταίων ετών. Οι Έλληνες πολίτες για το μόνο που ενημερώνονται από τον συγκεκριμένο θεσμό είναι για την εκλογή Προέδρου κάθε χρόνο, ίσως και για την ένταξη κάποιων επιφανών προσώπων στους κόλπους της Ακαδημίας. Μπορεί όντως να παράγεται έργο, να εκφράζονται προτάσεις ρεαλιστικές και ενθαρρυντικές για την ελληνική κοινωνία, οι ακαδημαϊκοί να συμπάσχουν έμπρακτα με όλους τους υπολοίπους, όμως όλα αυτά δεν εξωτερικεύονται, δεν επικοινωνούνται προς τα έξω. Ίσως να μιλάμε για πρόβλημα ουσίας, ίσως για πρόβλημα επικοινωνίας. Ίσως και για τα δυο μαζί...

Και πάω στο επόμενο. Που είναι άραγε η μουσική παραγωγή; Όπως όλοι γνωρίζετε τα τελευταία χρόνια υπάρχει μηδενική νέα μουσική δραστηριότητα στην χώρα. Από το ένα άκρο της μαζικής χαζοποπ ελαφρολαϊκής τσιφτετέλικης μουσικής παραγωγής πήγαμε στο άλλο άκρο του απόλυτου τίποτα. Είναι ζήτημα να κυκλοφορεί ένας με δυο καινούργιοι δίσκοι (και δεν μιλώ για επανεκτελέσεις ή επανακυκλοφορήσεις παλαιών) κάθε μήνα. Θα μου πείτε «δεν υπάρχουν λεφτά». Λάθος. Πλέον, οι νέες τεχνολογίες και κυρίως οι τεράστιες δυνατότητες που δίνει το Ιντερνετ στην παραγωγή και διάδοση μουσικής είναι ένα εκπληκτικό εργαλείο σε όποιον θέλει να δημιουργήσει μουσική και να την «διοχετεύσει» στα πέρατα του κόσμου χωρίς τεράστιο κόστος. Αυτό συμβαίνει πλέον παντού και είναι απορίας άξιο γιατί οι επαγγελματίες της μουσικής συνεχίζουν να πιστεύουν ότι δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα. Καλλιτέχνες παγκόσμιου βεληνεκούς προτιμούν να κυκλοφορήσουν κατευθείαν στο διαδίκτυο την δουλειά τους παρά να εναποθέσουν τις ελπίδες τους σε ημιχρεοκοπημένες δισκογραφικές εταιρίες που λειτουργούν με όρους «αρπαχτής». Εμείς παραμένουμε ταγμένοι στον παλαιό παραδοσιακό σύστημα του χρυσού και του πλατινένιου δίσκου, της αναγκαιότητας προσαρμογής της δισκογραφίας με τον χώρο που αυτή θα εκτελείται, δηλαδή ως επί το πλείστον στα μπουζούκια, και της λογικής που λέει ότι η επιτυχία της μουσικής συνίσταται στον ντόρο που θα κάνει παρά στα παραγόμενα συναισθήματα που αυτή θα προκαλέσει.

Και έρχομαι στο τρίτο και τελευταίο. Έχετε δει τα τελευταία 3 χρόνια μια κινηματογραφική ή θεατρική παραγωγή της προκοπής, που να σκιαγραφεί με ψυχραιμία αυτό που βιώνουμε; Με εξαίρεση των Κυνόδοντα (τρέχω να το πω για να μην κατηγορηθώ ότι ισοπεδώνω) και άλλες δυο-τρεις αξιόλογες παραγωγές (οι οποίες όμως πέρασαν στα ψιλά των εφημερίδων και των περιοδικών), σκέφτεστε κάποια άλλη ελληνική κινηματογραφική παραγωγή που να έθετε επί τάπητος υπαρξιακά ζητήματα που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία σήμερα; Όπως όλοι καταλαβαίνουμε, οι Έλληνες με αυτά που υπόκεινται καθημερινά πάσχουν από εθνική μελαγχολία και έχουν την ανάγκη συλλογικής ψυχανάλυσης. Είδατε κάτι τέτοιο να μετουσιώνεται σε δημιουργία και πολιτιστική παραγωγή;

Ας πάρουμε τις θεατρικές παραστάσεις. 400 έχουμε φέτος μόνο στην Αθήνα. Ελάχιστες ξεχώρισαν για την ποιότητα και τα μηνύματα τους, ελάχιστες στάθηκαν στα πόδια τους χωρίς κρατική χρηματοδότηση (χωρίς να διαιωνίζουν δηλαδή «το παλιό σάπιο σύστημα»), καμία δεν κατάφερε να καταστεί σημείο πολιτιστικής αναφοράς κα ερμηνείας των αλλαγών που βιώνουμε. Απεναντίας, όσες αποφάσισαν να ασχοληθούν με ζητήματα υπαρξιακά, επικαιρότητας, συλλογικής μνήμης ή κοινωνικού προβληματισμού, είτε αυτές μιλούσαν μέσα από το χιούμορ είτε μέσα από το δράμα, αρκέστηκαν στην καταγγελία και στην λογική «για όλα φταίει το σύστημα και οι πολιτικοί». Πως ο θεατής θα έλθει αντιμέτωπος με τις ευθύνες των πράξεων του, με την κοινωνία που ο ίδιος και οι εκλεγμένοι από αυτόν πολιτικοί δημιούργησαν, αν δεν βιώσει δια μέσω της Τέχνης την κρίση και τα αίτια που την προκάλεσαν;

1

Δυστυχώς, αντί η κρίση να καταστεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για ενδοσκόπηση και αναψηλάφηση του συλλογικού μας βίου, αντί να γίνει ένα καλό ξεσκαρτάρισμα κρατικοδίαιτων θιάσων, χρεοκοπημένων θεατρικών σκηνών και συνακόλουθης αναβάθμισης της ποιότητας της θεατρικής παραγωγής, βλέπουμε να συνεχίζεται το ίδιο σύστημα της κρατικής επιχορήγησης για παραστάσεις που εμμένουν απλά στο να καταγγέλλουν εκείνο το σύστημα από το οποίο χρηματοδοτούνται! Πλήρης εξάρτηση, «μεγέθυνση της αγοράς» σε πλήρη εξέλιξη με επακόλουθη δραματική έκπτωση στην ποιότητα των θεατρικών παραστάσεων και με στρατιές ανέργων ηθοποιών να καταγγέλλουν και να απορούν γιατί το σύστημα αδυνατεί να τους συντηρήσει...

Τα τρία παραπάνω παραδείγματα είναι λίγα μόνο από αυτά που συνθέτουν την ζοφερή πραγματικότητα στον χώρο της πολιτιστικής παραγωγής. Από την μια έχουμε τους θεσμούς που μένουν απαθείς απέναντι στο συλλογικό δράμα, από την άλλη ολόκληρα πεδία πολιτιστικής παραγωγής που εμμένουν στο παλιό, το σάπιο, το αναχρονιστικό, το αντιπαραγωγικό, το κακής ποιότητας πολιτιστικό προϊόν αντικρούοντας παράλληλα κάθε έννοια καινοτομίας και αλλαγής πλεύσης προς το καλύτερο. Και τέλος, έχουμε τον κρατισμό, το δημόσιο χρήμα να συνεχίζει να βασιλεύει και να διαιωνίζει μια κατάσταση άμεσης εξάρτησης σε ένα χρεοκοπημένο πολιτιστικό τοπίο όπως αυτό του θεάτρου και του κινηματογράφου. Και όλα αυτά με μηδενικό πλεόνασμα ποιότητας και ολοκληρωτική απουσία συμβολής στην κατανόηση της σημερινής μεταβατικής περιόδου για τους Έλληνες πολίτες.

Ζητούμενο πλέον είναι η πολιτιστική μας παραγωγή να εξέλθει από τα χρόνια της...χολέρας και να μπει σε μια νέα εποχή υγιούς, ανεπηρέαστης από κρατικό χρήμα και κυβερνητικές εντολές δημιουργικής προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο. Οι πνευματικοί μας ταγοί θα πρέπει να κατανοήσουν το συμβολικό και ουσιαστικό βάρος που σηκώνουν αυτές τις δύσκολες στιγμές και να συναισθανθούν, να ακούσουν και να ακουστούν, να προτείνουν και να βιώσουν την ανάγκη για συλλογική καθοδήγηση των πολιτών, την ανάγκη για εκ νέου συλλογικό προσδιορισμό ταυτότητας και κοινής πορείας προς το αύριο. Η ίδια η διαχείριση του Πολιτισμού θα πρέπει να αλλάξει και από ένα κρατικιστικό σύστημα των ημετέρων να μεταβούμε σε ένα σύστημα ίσως ευκαιριών, όπου το κρατικό χρήμα δεν θα αποτελεί αυτοσκοπό μια θεατρικής παράστασης αλλά συμπληρωματικό εφόδιο για την πραγματοποίηση της. Είναι καιρός, ο Πολιτισμός να αποβάλλει τα βαρίδια του παρελθόντος και να ανοίξει δρόμους κατανόησης των γεγονότων, ερμηνείας της σύγχρονης πραγματικότητας και ανοίγματος νέων οριζόντων στην πολιτιστική παραγωγή σε όποιο πεδίο και αν ανήκει. Μαζί με την αναγέννηση της ελληνικής οικονομίας και την ενηλικίωση της ελληνικής κοινωνίας, είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία και η ωρίμανση της πολιτιστικής μας παραγωγής. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην ποιότητα, την σημασία και την συμβολή του πολιτιστικού μας προϊόντος αυτήν την δύσκολη μεταβατική περίοδο.

Έκθεση εικόνων


Όμηρος Δ. Τσάπαλος

Είμαι απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισα τους σπουδές μου σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο γνωστικό αντικείμενο της Πολιτικής Επικοινωνίας και των Cultural Industries στο London School of Economics με υποτροφία του Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης και της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Επόμενο βήμα μου η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στο ζήτημα της άσκησης εξωτερικής πολιτικής για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα. Ασχολούμαι συστηματικά είτε μέσω αρθρογραφίας, είτε μέσω επιστημονικών εργασιών με ζητήματα πολιτιστικής διπλωματίας και διαχείρισης πολιτιστικών πόρων. Κάτοχος Αριστείου Πολιτικών Επιστημών.