Η σύστασή της ανάγεται στα 1953, η διάρκειά της βραχύβια και η πρώτη αναφορά στην ύπαρξή της έγινε στην εφημερίδα Ακρόπολη, στις 14 Ιανουαρίου 1953, οπότε και ανακοινώθηκε η υπό προετοιμασία έκθεση των μελών της· του Περικλή Βυζάντιου (1893-1972), του Γεωργίου Κοσμαδόπουλου (1895-1967), του Δημητρίου (Μίμη) Μπραέσα (1880-1974), του Στέλιου Μηλιάδη (1881-1965) και του Όθωνα Περβολαράκη (1887-1974).
Από τους πέντε καλλιτέχνες, ο μεγαλύτερος σε ηλικία ήταν ο Μπραέσας –ηλικίας, το 1953, 73 ετών. Γεννημένος στο Αιτωλικό το 1880, σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών, από όπου αποφοίτησε το 1909. Αν και πήρε πολλά στοιχεία από τους δασκάλους του, δημιούργησε ένα προσωπικό ύφος, που είχε να κάνει με τα βιώματά του, αλλά και τα θεωρητικά του πιστεύω. Χαρακτηρίζεται ως ιμπρεσσιονιστικός και συντηρητικός. Η αλήθεια είναι ότι ήταν προσηλωμένος στον ιμπρεσιονισμό, χωρίς όμως να τηρεί «τις μεταβολές που δημιουργούνται από την επίδραση του φωτός», διότι αυτή «διασπά τα σχήματα των αντικειμένων, εξουδετερώνει τη γραμμή και τις μεγάλες επιφάνειες». Ήθελε να διατηρεί «το χαρακτήρα του αντικειμένου» και αρνιόταν την «κακοποίησή του» στο όνομα του μοντερνισμού. Στη θεματολογία του εναλλάσσονται με την ίδια επιτυχία σκηνές της καθημερινής ζωής και τοπία. Αποτελούσε όμως ιδιαίτερη επιδίωξη για το ζωγράφο το να δώσει, όσο πιο φυσικά μπορούσε, «μια πλήρη, αληθινή και γνήσια εντύπωση του ελληνικού τοπίου».
Ταξίδευε ανά την Ελλάδα και ζωγράφιζε την ύπαιθρο που τον γοήτευε, παρά τη δυσκολία απόδοσης των διαρκών εναλλαγών των χρωμάτων στη φύση. Κυρίως όμως τον συγκινούσε η θάλασσα, «ο χρωματικός της πλούτος και η συγγένεια που έχει με την ανθρώπινη ψυχή». Η παλέτα του Μπραέσα για πολλά χρόνια περιείχε σκούρα χρώματα, με τα οποία απεικόνιζε τη φύση στις «μελαγχολικές» της στιγμές, αναδίνοντας μια απαισιοδοξία. Αργότερα όμως, εγκατέλειψε συνειδητά αυτήν τη «μυστικιστική» τάση. «Βγήκα στο φως, στο πλούσιο ελληνικό φως και το ζωγράφισα», λέει ο ίδιος σε συνέντευξη του 1955. Και δεν είναι δύσκολο να «διαβάσει» κανείς την αρνητική επίδραση των δύο παγκόσμιων πολέμων, όπως και την αισιόδοξη διάθεση της μεταπολεμικής εποχής, σε αντίστοιχες φάσεις της καλλιτεχνικής του εργασίας.
Ο Γεώργιος Δ. Κοσμαδόπουλος σπούδασε ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών της Λειψίας (Γερμανία) και στην Grande Chaumière του Παρισιού. Παρουσίασε έργα του για πρώτη φορά στην Ελλάδα και στο εξωτερικό το 1926. Έκτοτε παρουσίασε έργα του σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, ενώ το 1936 τιμήθηκε με το Αργυρό Μετάλλιο της Διεθνούς Εκθέσεως του Παρισιού. Οι πίνακές του περιλαμβάνουν πορτρέτα, συνθέσεις και τοπιογραφίες. Το ύφος του κινείται ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον ιμπρεσιονισμό. Ειδικά στις τοπιογραφίες του, χρησιμοποίησε τις μικρές κοφτές πινελιές των ιμπρεσιονιστών με τις χρωματικές αντιθέσεις των εξπρεσιονιστών.
Ο Μηλιάδης υπήρξε μαθητής αρχικά του Κωνσταντίνου Βολανάκη και μετά, το 1898, οπότε μετέβη στο Μόναχο, του Νικόλαου Γύζη και του Ludwig von Lofftz στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών και σε ελεύθερες ακαδημίες στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε έως το 1932, με εξαίρεση το διάστημα 1915 - 1920, κατά το οποίο παρέμεινε στην Ελλάδα. Το 1904 έλαβε μέρος στη Διεθνή Έκθεση του Μονάχου και από το 1910 έως το 1925 συμμετείχε ανελλιπώς στα Σαλόν της Εταιρείας Γάλλων Καλλιτεχνών στο Παρίσι. Το 1927 βραβεύθηκε στη Διεθνή Έκθεση του Μπορντώ, ενώ το 1934 ήταν μέλος της πρώτης ελληνικής συμμετοχής στην Μπιενάλε της Βενετίας. Πραγματοποίησε επίσης ατομικές εκθέσεις, εντός και εκτός Γαλλίας. Η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε αναδρομική έκθεση του έργου του το 1983. Πορτρέτα και τοπία αποτελούν τις δύο κύριες θεματικές του έργου του. Στα πρώτα είναι εμφανείς οι επιρροές από τη μαθητεία του στο Μόναχο, ενώ στα δεύτερα ακολουθεί πρότυπα του Γαλλικού Ιμπρεσιονισμού.
Ο Όθων Περβολαράκης ήταν ανηψιός του Νικολάου Γύζη. Σπούδασε αρχικά ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνώ και το 1910 πήγε στο Παρίσι με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδέ του στην Ακαδημία Ζυλιάν μέχρι το 1915. Κατά το ίδιο διάστημα, παρακολούθησε μαθήματα λιθογραφίας στην École des beaux-arts του Παρισιού με δάσκαλο τον J. Mauru. Εικονογράφησε πολλά βιβλία, σχεδίασε χαρτονομίσματα και φιλοτέχνησε πολλές έγχρωμες αφίσες με την τεχνική της λιθογραφίας. Ασχολήθηκε, επίσης, και με την αγιογραφία (φιλοτέχνησε τον Παντοκράτορα στον ναό του Αγίου Βλασίου στο Μενίδι). Το ζωγραφικό του έργο είναι ιμπρεσιονιστικής τεχνοτροπίας, ενώ αγαπημένα του θέματα ήταν οι προσωπογραφίες και τα τοπία, τα οποία τα απεικόνιζε με χαρακτηριστικές πλατιές πινελιές. Ο ίδιος υπήρξε, μεταξύ άλλων, ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ομάδας «Τέχνη» (1917), η οποία έφερε σημαντική αλλαγή στα εικαστικά δρώμενα της Ελλάδας.
Ο νεότερος ηλικιακά στην ομάδα ήταν ο Περικλής Βυζάντιος. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου μαθήτευσε κοντά στον Παύλο Μαθιόπουλο και τον Γεώργιο Ιακωβίδη. Το 1911, ακολουθώντας το παράδειγμα των συγχρόνων του, εγκαταστάθηκε στο Μονάχο για να παρακολουθήσει τα μαθήματα της περίφημης Ακαδημίας, αλλά πολύ σύντομα εγκατέλειψε τις σπουδές του και έφυγε για το Παρίσι. Εκεί σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και στην Ακαδημία Ζυλιάν όπου γνώρισε τον Αμαντέο Μοντιλιάνι. Εκείνος τον εξοικείωσε με τις αναζητήσεις των καλλιτεχνικών πρωτοποριών. Το 1915 επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει στο στρατό και πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως πολεμικός ζωγράφος. Καθοριστική για την καλλιτεχνική του πορεία, υπήρξε η συμμετοχή του στην πρωτοποριακή ομάδα "Τέχνη" που συνέτεινε στην επιβολή των νέων τάσεων.
Ο Παρθένης, ο Μαλέας, ο Τριανταφυλλίδης, ο Λύτρας, ο Τόμπρος και άλλοι καλλιτέχνες συσπειρώθηκαν με σκοπό την έκφραση της νεωτερικότητας στην ελληνική τέχνη και ο Περικλής Βυζάντιος ήταν ο νεότερος ζωγράφος της ομάδας. Το έργο του, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της καλλιτεχνικής του διαδρομής, εμφανίζεται απομακρυσμένο από τις συμβάσεις της Ακαδημίας και σχετίζεται περισσότερο με τις καλλιτεχνικές εξελίξεις του Παρισιού. Στην πρώιμη δημιουργία του ανήκουν έργα με σκηνές της αστικής ζωής, προσωπογραφίες ενώ αργότερα τον απασχόλησε η απεικόνιση του τοπίου. Οι μετεμπρεσιονιστικές επιρροές είναι φανερές στη ζωγραφική του η οποία διακρίνεται για την έμφαση στο ατμοσφαιρικό και την αποτύπωση του στιγμιαίου. Παράλληλα με τη ζωγραφική ασχολήθηκε και με τη σκηνογραφία. Το 1930 διορίστηκε σκηνογράφος του Εθνικού Θεάτρου και δημιούργησε τα σκηνικά της περίφημης "Ειρήνης" του Αριστοφάνη. Μέχρι το 1940 δημιούργησε γελοιογραφίες και σκίτσα σε αθηναϊκές εφημερίδες υπογράφοντας με το ψευδώνυμο "σκόπελος".
Γίνεται σαφές πως όλοι τους ανήκαν στη γενιά των Ελλήνων «Ιμπρεσιονιστών», των καλλιτεχνών δηλαδή εκέινων που στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα επιχείρησαν να μετακενώσουν στην Ελλάδα αισθητικές κατακτήσεις και καλλιτεχνικές αντιλήψεις καταγόμενες από την γαλλική τέχνη της περιόδου, με σημείο αναφοράς τον ιμπρεσιονισμό και γενικότερα τη ζωγραφική της υπαίθρου. Η προχωρημένη ηλικία τους αποδεικνύει, επίσης, πως είχε επέλθει η δύση της καλλιτεχνικής τους σταδιοδρομίας, αλλά είχαν όλοι τους προσφέρει με το έργο τους σημαντική ώθηση στη νεοελληνική τέχνη. Είναι άξιο απορίας, λοιπόν, το γεγονός αυτό καθεαυτό της ίδρυσης της ομάδας αυτής για ανθρώπους που ήταν, αδιαμφισβήτητα, καταξιωμένοι και είχαν επιδείξει μια πολυδιάστατη πρωταγωνιστική παρουσία τεσσάρων δεκαετιών στα καλλιτεχνικά ζητήματα.
Την αιτιολόγηση δίνει η δήλωση του Βυζάντιου στον Νέστορα Μάτσα: «Δεν αποτελούμε ούτε Σωματείο, ούτε επιδιώκουμε τίποτ' άλλο απ' το να παρουσιάσουμε τα έργα μας. Πρέπει ακόμη να εξηγήσουμε ότι καθένας μας έχει απολύτως την ευθύνη των έργων του, γιατί έγινε ομαδική κρίσις».
Το παραπάνω ερμηνεύεται από τον Σπύρο Μοσχονά ως μία «απλή επιθυμία πέντε συναδέλφων, παλιών φίλων και ομοϊδεατών ως προς τις αισθητικές αντιλήψεις, να εκθέσουν από κοινού, να διαχειριστούν με αρτιότερο τρόπο τις δυσκολίες μιας μεγάλης έκθεσης, αποφεύγοντας τον σκόπελο της ατομικής παρουσίασης και επιτυγχάνοντας τη συγκέντρωση ευρύτερου αριθμού έργων, τα οποία ωστόσο υπάγονταν σε κοινή υφολογική βάση, τις ιμπρεσιονιστικές/υπαιθριστικές τάσεις που κυριαρχούσαν στην ελληνική τέχνη κατά τον μεσοπόλεμο και επιβίωναν ακόμη ισχυρές κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Πάνω σε αυτήν την επιθυμία και με αυτούς τους άξονες –τη φιλική σχέση και την αισθητική συγγένεια- βασίστηκε η ιδέα σύστασης μιας χαλαρής ομάδας, μιας καλλιτεχνικής συντροφιάς μάλλον, και η οποία, παρά τη συντηρητική ιμπρεσιονιστική έκφραση –εκτός ιστορικού πλαισίου ακόμη και για την καθυστερημένη ελληνική τέχνη- πραγματοποίησε μια έκθεση που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και ικανοποίηση από το σύνολο σχεδόν της κριτικής και από τη συντριπτική πλειοψηφία του κοινού».
Η ομαδική έκθεση των πέντε καλλιτεχνών εγκαινιάστηκε στις 5 Φεβρουαρίου του 1953, στη μεγάλη αίθουσα του Παρνασσού, η οποία για να φιλοξενήσει την έκθεση, είχε ανακαινιστεί και διακοσμηθεί με την ευθύνη των εκθετών, προκαλώντας ευμενή σχόλια στον τύπο της εποχής. Θετική ανταπόκριση, επίσης, βρήκε και ο καλαίσθητος κατάλογος, την επιμέλεια του οποίου είχε ο Περβολαράκης. Στον Παρνασσό εκτέθηκαν περισσότερα από 130 ζωγραφικά έργα, στην πλειοψηφία τους ελαιογραφίες, αλλά και αρκετές τέμπερες. Από 28 έργα εξέθεσαν ο Βυζάντιος και ο Μπραέσας, 23 ο Κοσμαδόπουλος, 26 ο Μηλιάδης και 31 ο Περβολαράκης. Όπως ήταν επόμενο, λόγω και της φήμης που είχαν οι εκθέτες, τα εγκαίνια εξελίχθησαν σε σημαντικό κοσμικό γεγονός, ενώ αθρόα ήταν η παρουσία του κοινού κατά τις επόμενες ημέρες. Τέλος, σημειώθηκαν αρκετές πωλήσεις, στοιχείο που, σύμφωνα με τον Μοσχονά, καταδεικνύει τις μάλλον συντηρητικές επιλογές του κοινού της εποχής, καθώς και το εύρος της δημοτικότητας θεματικών όπως η τοπιογραφία και κινημάτων όπως ο υπαιθρισμός.
Η υποδοχή της ομαδικής αυτής προσπάθειας αποτυπώνεται στα εύγλωττα σχόλια των παρακάτω τεχνοκριτικών:
Ελένη Βακαλό: «Με μεγάλη επιμέλεια οργανώθηκε στον «Παρνασσό» η έκθεση ζωγραφικής της «φιλικής ομάδος». Στην παρουσίαση των έργων δόθηκε η απαιτούμενη προσοχή, και η αίθουσα του «Παρνασσού», που και ως φωτισμός και ως επιφάνεια τοίχων ήταν σε κατάσταση τραγική, ανανεώθηκε, όσο ήτανε δυνατόν αυτό, καταλλήλως. Η ίδια επιμέλεια φανερώνεται και στις προσκλήσεις και στα προγράμματα της φιλικής ομάδας που είναι από τα πιο καλαίσθητα που έχουν τυπωθή σε αθηναϊκές εκθέσεις».
Δωροθέα Σούτσου: «Μετά την έκθεση Μούγιου στην ίδια αίθουσα, στις 5 Φεβρουαρίου θα παρουσιάσουν εργασία τους οι γνωστοί ζωγράφοι: Κοσμαδόπουλος, Μπραέσας, Περβολαράκης, Βυζάντιος και Μηλιάδης για τους οποίους είχα γράψει προ καιρού. Οι εκλεκτοί αυτοί ζωγράφοι απεφάσισαν να ονομάσουν τη μικρή τους ομάδα «Φιλική Ομάδα», λόγω της εγκαρδιότητας που διακρίνει τις σχέσεις των και θα παρουσιάσουν περί τα 120 έργα, πορτραίτα, τοπία και άλλα σε λάδια, ακουαρέλλες κτλ».
Λουκία Πετρίτση: «Το πιο κοινό γνώρισμα των πέντε αυτών ζωγράφων είναι ότι κάνουν καθαρή ζωγραφική, ορθόδοξη, ζωγραφική που δεν είναι για τους λίγους αλλά για το πολύ κοινόν. Είναι και οι πέντε εμπρεσσιονισταί, άλλος περισσότερο προχωρημένος και άλλος λιγώτερο και τα έργα τους έχουν ανθρωπιά και λυρισμό μαζί, ξεκουράζουν το μάτι και για να μην μακρηγορούμε, είναι πραγματικά ζωγραφικοί πίνακες».