Das Weisse Band - Η Λευκή Κορδέλα

Ο γιατρός και τα παιδιά του. Ο ιερέας και τα παιδιά του. Ο βαρώνος και τα παιδιά του. Ο επιστάτης και τα παιδιά του. Ο αγρότης και τα παιδιά του. Η μαμή και το αυτιστικό παιδί της. Ο δάσκαλος και η νταντά των παιδιών της βαρώνης. Κάτοικοι όλοι ενός μικρού γερμανικού χωριού εν έτει 1916. Όλοι αυτοί, και όχι μόνο, βρίσκονται σε αυτό το μέρος αντιμέτωποι με μερικά αξιοπερίεργα γεγονότα, που συμβαίνουν μαζεμένα μέσα σε ένα διάστημα δύο μηνών, και που ως επακόλουθο έχουν την διάσπαρτη καχυποψία και δυσπιστία μεταξύ των μελών αυτής της μικρής κοινωνίας. Ποιος προκαλεί τα ατυχήματα; Τοις πταίει και η φιλήσυχη κοινότητα μετατράπηκε σε ένα φοβισμένο όχλο;

Μέσα από αυτή την ιστορία ο Χάνεκε δημιουργεί έναν κόσμο όπου θέτει θεμελιώδη ερωτήματα για τη ζωή και την αντίληψη που έχουν οι άνθρωποι για αυτή ανάλογα με την κοινωνική τους θέση, το αξιωμά τους, την ψυχολογική τους κατάσταση, αλλά και το βαθμό πίστης τους στο θείο ή το βαθμό αμφισβήτησης αυτού. Ο σπουδαίος βαυαρός σκηνοθέτης Μίκαελ Χάνεκε δημιουργεί μία ταινία διαμάντι που σχολιάζει με μοναδικό (σκηνοθετικό, αφηγηματικό) τρόπο μία ολόκληρη ψυχολογία, που κουβαλά κατά καιρούς και ανά περίσταση μέσα του το ανθρώπινο είδος, και δρα ασυνείδητα βάσει αυτής.

Ο μηχανισμός είναι απλός. Το φαινομενικά υγιές το μετατρέπεις σε κάτι που νοσεί σταδιακά ολοένα και περισσότερο. Μεμονωμένα συμβάντα ταλανίζουν οικογένειες ή ακόμα και συγκεκριμένα μέλη αυτών, οδηγώντας τα σε επιλογές που έχουν τη βάση τους σε συναισθήματα «μικρά» (εκδικητικότητα, μνησικακία, μίσος, αλαζονεία) και κατ? επέκταση σε μία αλυσιδωτή αντίδραση ενίσχυσης αυτών των συναισθημάτων και ενταξής τους στην καθημερινότητα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Ο γιατρός τραυματίζεται ενώ πέφτει από το αλογό του ενώ λίγο καιρό μετά η γυναίκα του αγρότη πεθαίνει σε εργατικό ατύχημα. Δόλος ή απλά ατυχή συμβάντα; Η καχυποψία εμφανίζεται αυτόματα, λες και πατήθηκε κάποιο κουμπί σε όλους. Έτσι ο φόβος και η κατά τόπους υστερία διαποτίζει κατ? αρχάς την κάθε οικογένεια ξεχωριστά και κατ? επέκταση ολόκληρο το χωριό. Το αίσθημα φόβου ενισχύεται καθώς ο ιερέας επιπλήττει, ανέκφραστα και χωρίς ίχνος συναισθηματικής νοημοσύνης, οτιδήποτε παραβαίνει το λόγο του Θεού.

Το άκρως μνημειώδες του εγχειρήματος του Χάνεκε βρίσκεται στα στοιχεία της ψυχολογίας των χαρακτήρων του, που επιλέγει να μας παρουσιάσει προοδευτικά. Πλήρως αφαιρετικός εικαστικά, πλήρως προσθετικός αφηγηματικά. Η κάμερα κάνει μόνο τις απαραίτητες κινήσεις, όποτε αποφασίσει να φύγει από τα απόλυτα στατικά πλάνα, που είναι καδραρισμένα σωστά πάνω στους ήρωες. Αρχικά βλέπουμε τα μεμονωμένα περιστατικά και την επίδραση τους στους ουδέτερους παρατηρητές/σχολιαστές τους. Ακόλουθα μπαίνουν μικρές μικρές σεκάνς ως σφήνες που αποτυπώνουν την επίδραση των συμβάντων στα μέλη της άμεσα «πληγείσας» οικογένειας. Τα παιδιά του γιατρού. Ο αγρότης και τα παιδιά αυτού. Διαφορετικές συμπεριφορές από διαφορετικές ψυχοσυνθέσεις. Έτσι σιγά σιγά και όσο περνάει η ώρα ο θεατής έχει κατανοήσει πλήρως την ψυχολογική και συναισθηματική κατάσταση που βρίσκεται ο κάθε ένας από τους συνδαιτυμόνες της κοινωνίας αυτής.

Ίσως κάποιος να αναρωτιέται για ποιο λόγο ο Χάνεκε αφιέρωσε κινηματογραφικό χρόνο και επέλεξε τέτοια εικαστική προσέγγιση για να μας παρουσιάσει τις ψυχοσυνθέσεις των πολλών χαρακτήρων της ιστορίας του. Θεωρώ πως ήταν μονόδρομος. Στα μονοπάτια που είχε περπατήσει ο Μπέργκμαν και ο Ταρκόφσκυ, ο Χάνεκε πατά κι αυτός με τη σειρά του και με τα δύο του πόδια και κινηματογραφεί με τον ιδανικότερο τρόπο μία τόσο βαθιά ανθρώπινη (και παγκόσμια) ιστορία. Οι χαρακτήρες που μας παρουσιάζει είναι μέλη που απαρτίζουν μια κοινωνία.

Σε ένα πρώτο επίπεδο τα διαχωρίζουμε σε γονείς και παιδιά, όπου έτσι καταλήγουμε στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα». Σε ένα δεύτερο επίπεδο έχουμε εστιάσει στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των διαφορετικής τάξης και προέλευσης ηρώων. Η οικονομική υπόσταση του βαρώνου οδηγεί σε μνησίκακες επιλογές τον γιο του αγρότη. Η υπεροψία του γιατρού οδηγεί σε ωμή αντίδραση της μαμής λόγω της ταπείνωσης που υπέστη από αυτόν. Και η εναπόθεση των νόμων της ζωής στο θείο από τον ιερέα, οδηγεί ολόκληρο το χωριό στην απόκτηση χριστιανικών ενοχικών συνδρόμων. Φταίμε γιατί αμαρτήσαμε. Φταίμε γιατί ακολουθήσαμε τα άρρωστα πάθη μας και όχι την τυφλή πίστη στο θείο.

Όλο αυτό το «φταίμε» αλλιώς το αντιλαμβάνονται οι ενήλικες κι αλλιώς τα παιδιά. Διότι τα παιδιά δεν κατανοούν απόλυτα, μέχρι κάποια ηλικία, τι σημαίνει ζωή και θάνατος. Κάποια, όπως ο μικρός γιος του γιατρού, δεν έχει καταλάβει ακόμα τι σημαίνει να πεθαίνει κάποιος. Ο μεγάλος γιος του αγρότη που καταλαβαίνει πράττει ανάλογα. Προσπαθεί να βρει τον υπαίτιο για να εκδικηθεί. Τα παιδιά του ιερέα δεν προσπαθούν να ανακαλύψουν τίποτα, παρά μόνο - για τους τύπους - να βοηθήσουν τον συνανθρωπό τους. Ο δάσκαλος βρίσκεται στο κέντρο αυτής της πορείας των παιδιών προς την ανακάλυψη και αντίληψη της απώλειας. Προσπαθεί με το ανοιχτό του μυαλό να αφουγκραστεί τις συμπεριφορές τους και να κατανοήσει βάσει ποιου κινήτρου προκύπτουν κάποιες επιλογές τους. Και όταν γυρνά το βλέμμα από την άλλη βρίσκεται αντιμέτωπος με τους γονείς των παιδιών και αναρωτιέται από που προκύπτει τόση μνησικακία και τόση εκδικητικότητα.

Ο δάσκαλος και η νεότατη νταντά, ξεχωρίζουν από το σύνολο των λοιπών μελών της αρρωστημένης κοινότητας, και απεικονίζουν την δυαδικότητα στην πιο αγνή μορφή της, Αυτοί οι δύο είναι το στοιχείο του σύμπαντος της «Λευκής Κορδέλας» που έχει εναποθέσει ο Χάνεκε την έννοια της ελπίδας και της αγάπης. Ο σκεπτόμενος εξελίσσεται. Ο αγνός ελπίζει. Ο ειλικρινής ανταμείβεται. Οι δυο τους μάλιστα μας χαρίζουν, σε αντιπαράθεση με ό,τι άλλο βλέπουμε ως δράση, ορισμένες εκπληκτικές ρομαντικές στιγμές, που μπορεί για την σύγχρονη εποχή να μοιάζουν ουτοπικές ή να δίνουν την εντύπωση ότι ανήκουν μόνο σε σελίδες ρομαντικής νουβέλας, αλλά θα συγκινήσουν ευχάριστα και τον λιγότερο ρομαντικό (οι καθόλου ρομαντικοί ας μείνουν σπίτια τους). Ο δάσκαλος και η νταντά είναι, όταν βρίσκονται μαζί, οι μόνες δύο οντότητες που δεν τους καταπιέζει και φοβίζει τίποτα! Κι αυτό από μόνο του είναι μία σημαντική διδαχή της ταινίας του Χάνεκε.

Η αφήγηση της φωνής του δασκάλου καθ?ολη τη διάρκεια της ταινίας λειτουργεί ευεργετικά για την εξέλιξη της ιστορίας. Η ασπρόμαυρη απεικόνιση της επίσης, όπως κι η σχετικά μόνιμη στατικότητα της κάμερας, που μας μεταφέρει με τόση ευκολία τον ψυχισμό, ακόμα και τις σκέψεις, του κάθε χαρακτήρα. Όλα είναι απλά άψογα. Από το σενάριο μέχρι και την κάθε σκηνοθετική επιλογή του Χάνεκε. Σε αυτές τις επιλογές ανήκει και η (σοφή) απουσία της μουσικής σε όλη την ταινία (πλην ό,τι σε μουσικη ακούγεται επειδή όντως υπάρχει στον χώρο που διαδραματίζεται η σκηνή). Δεν πήρε καθόλου άδικα τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών, αντίθετα με το τελείως απαράδεκτο περσινό νικητή «Entre Les Murs», ούτε και το βραβείο FIPRESCI του ίδιου θεσμού. Είναι με διαφορά η καλύτερη ταινία της χρονιάς μέχρι και τώρα! Χρήζει πολλαπλών θεάσων και συζητήσεων μεταξύ των σινεφίλ. Η κινηματογραφική γλώσσα της "Λευκής Κορδέλας" θα πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση.