The Soloist - Ο Βιρτουόζος

«Ο Βιρτουόζος» θα μπορούσε να έχει και τίτλο «Όταν ο Στηβ Γνώρισε τον Ναθάνιελ». Ο 37χρονος νεαρός βρετανός Τζο Ράιτ, ασχολήθηκε από το πόστο του σκηνοθέτη με αυτή την «γνωριμία» προσπαθώντας και φέτος να μας παραδώσει ένα δυνατό δράμα, αρκετά όμως διαφορετικό από αυτά που μας έδωσε στο παρελθόν, δηλαδή την «Περηφάνεια και Προκατάληψη» και την «Εξιλέωση». Εδώ η ιστορία δεν είναι «εποχής» αλλά τελείως σύγχρονη και το Χόλυγουντ τον κάλεσε να σκιαγραφήσει το Λος Άντζελες του σήμερα έχοντας σαν πυρήνα της ιστορίας του τον Στηβ και τον Ναθάνιελ.

Όπου ο Στηβ είναι ένας επιτυχημένος αρθρογράφος των Λος Άντζελες Τάιμς και ο Ναθάνιελ ένας άστεγος βιρτουόζος του τσέλου. Ο Στηβ συναντάει τον άστεγο αυτό σε μια από τις βόλτες του στην πόλη και ανακαλύπτει πως θα μπορούσε να αποτελέσει πρόσφορο έδαφος για την στήλη που αρθρογραφεί. Έτσι ανακαλύπτει περισσότερα για αυτόν και αρχίζει να τον βοηθάει να βγει τόσο από τους δρόμους όπου ζει όσο και από την πνευματικά ασταθή καταστασή του.

Ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ έχει φτάσει πλέον στο επίπεδο εκείνο που σε όποια ταινία και να παίζει ο θεατής γνωρίζει ότι μπορεί να την ανεβάσει σκαλιά παραπάνω ακριβώς γιατί η φυσιογνωμία του «γεμίζει» την οθόνη. Χωρίς να έχει βέβαια τη φήμη του δραματικού ηθοποιού αλλά περισσότερο του συμπαθή και ευχάριστου «τύπου» η επιλογή του στο δράμα αυτό προκαλεί και έκπληξη αλλά και... περιέργεια. Από την άλλη ο Τζέημι Φοξ έχει ήδη αποδείξει ότι είναι πολύ μεγάλο ταλέντο και πως σε απαιτητικούς και σοβαρούς ρόλους μπορεί να ανταπεξέλθει άφοβα (όπως π.χ. στο Ray). Αυτό που τελικά προκαλεί έκπληξη είναι το πως κατάφερε η ίδια η ιστορία που μας αφηγείται ο Τζο Ράιτ και μας «σερβίρουν» με τις πολύ στρωτές ερμηνείες τους οι δύο πρωταγωνιστές να αποδεικνύεται στο τέλος τόσο αδύναμη και χλιαρή.

Ενώ από την αρχή το φιλμ καταφέρνει να ξετυλίγει τον ιστό της γνωριμίας των δύο ηρώων με πολύ όμορφο τρόπο, αποφεύγοντας τις γνωστές παγίδες που το Χόλυγουντ λατρεύει να συμπεριλαμβάνει σε τέτοια σύγχρονα δράματα μόνο και μόνο για να εκβιάσει τα συναισθηματά μας, τελικά από ένα σημείο και μετά ο ιστός αυτός γίνεται... ιστός αράχνης που εγκλωβίζει κάθε συναίσθημα και κάθε έννοια ταύτισης με τα γεγονότα εντός μας. Με λίγα λόγια το στόρυ βάλτωσε από μόνο του. Ενώ αρχικά αυτό που μας παρουσιάζεται, και είναι πραγματικά αξιόλογο και ενδιαφέρον, είναι αυτή η ιδιόμορφη φιλία που αναπτύσσεται μεταξύ του Στηβ και του Ναθάνιελ ξαφνικά παρακολουθούμε μία απότομη μεταπήδηση στον ψυχισμό και το μυαλό του δεύτερου. Έτσι η φιλία φεύγει παντελώς από το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και προσπαθεί να αντικατασταθεί από την πνευματική κατάσταση του Ναθάνιελ. Εκεί... το παιχνίδι, όπως και κάθε ίχνος ενδιαφέροντος, χάνεται οριστικά.

Το μειονέκτημα που εντοπίζουμε είναι επί της ουσίας σε επίπεδο διαλόγων και μηνυμάτων. Όταν έχουμε μία τέτοια ιστορία και δύο τέτοιους χαρακτήρες, περιμένουμε αν μη τι άλλο ορισμένες ατάκες που θα μας εξιτάρουν ή έστω κάποιους βαρυσήμαντους διαλόγους που θα ανάγουν την σχέση του ηρώων μας σε κάτι εξίσου σημαντικό. Αντ? αυτού από την μέση της ταινίας και έπειτα βρισκόμαστε στη θέση του απλού παρατηρητή αδιάφορων στοιχείων που μας πλασάρονται σχετικά με την «τρέλα» του Ναθάνιελ και τα παιδικά του χρόνια, χάνοντας έτσι κάθε δεσμό ταύτισης που είχαμε αναπτύξει μέχρι εκείνη τη στιγμή είτε με αυτόν είτε με τον ευεργέτη του. Χλιαροί διάλογοι, χλιαρές ατάκες, έχουν κατάληξη την απόρροια «χλιαρών» συναισθημάτων.

Σίγουρα δεν είναι μία ταινία που αξίζει κάποιος να δει γιατί πρόκειται να θυμάται μετά τη θεασή της κάποια δυνατή σκηνή. Το μόνο που θα θυμόμαστε είναι οι δύο πολύ σοβαρές ερμηνείες, και ειδικά αυτή του Τζέημι Φοξ που είναι το δυνατό χαρτί της παρέας και καταφέρνει να υποδυθεί άψογα τον άστεγο, ημίτρελο βιρτουόζο του τσέλου. Επιπλέον θα περιμέναμε να θυμόμαστε έστω την μουσική επένδυση της ταινίας, που είναι σχεδόν γεμάτη από μελωδίες του Μπετόβεν, αλλά ακόμα και σε αυτό τον τομέα η ταινία αδυνατεί να ανάγει την μουσική που ακούγεται σε επιπλέον αφηγητή και παράγοντα ενίσχυσης της δραματικής ατμόσφαιρας.

Είναι κάπως κρίμα που η συγκεκριμένη ευκαιρία έμεινε ανεκμετάλλευτη. Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι μάλλον κατόρθωμα για μία ιστορία που εκτυλλίσεται σε ένα τέτοιο μουσικό σύμπαν και με ένα εκ των δύο ηρώων να είναι «Ο Βιρτουόζος» να καταλήγει τόσο αδύναμη σε συναισθηματικό επίπεδο. Αν σας άρεσαν τα «Περηφάνεια και Προκατάληψη» ή η «Εξιλέωση» τότε τον «Βιρτουόζο» μπορείτε να τον προσπεράσετε άφοβα. Αν πάλι σας ενδιαφέρουν οι ερμηνείες αυτών τον καθ?όλα χαρισματικών ηθοποιών τότε δείτε τη, καθώς είναι το μόνο θετικό στοιχείο της ταινίας. Διαφορετικά ξαναδείτε τον «Σολίστα».