Inglorious Basterds - Άδωξοι Μπάσταρδη

Ο Κουέντιν Ταραντίνο έχει ένα ελάττωμα. Έχει γράψει ιστορία στο σινεμά για λόγους που το διχασμένο κοινό βρίσκει είτε ιδιοφυείς είτε ανύπαρκτους. Η αλήθεια είναι πως ο Ταραντίνο, ο άνθρωπος που τσακίζει κόκαλα με τους διαλόγους και χορογραφεί τις δράσεις του με εκπληκτικά σάουντρακ κάθε φορά, είναι μία σχολή μόνος του. Όταν βλέπει κάποιος ταινία του Ταραντίνο τότε πρέπει να ξέρει οτι βλέπει ένα κινηματογραφικό σύμπαν ιδιόμορφο, διαφορετικό στο βαθμό να γίνεται «παράξενο», συχνά πρωτότυπο, εκτός πεπατημένων συνταγών, ανεξέλεγκτα φλύαρο και ευφυές ταυτόχρονα. Αυτό είναι το σύμπαν του Ταραντίνο. Και είτε το αγαπάς, είτε το μισείς. Η κοινή παραδοχή όμως είναι η αρχική μας δήλωση: ότι αυτός ο άνθρωπος έχει γράψει ιστορία. Και με τους «Μπάσταρδους» συνεχίζει να γράφει.

«Μια φορά κι έναν καιρό, στην κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία». Έτσι ξεκινάνε οι «Άδοξοι Μπάσταρδη». Και αμέσως καταλαβαίνουμε  ότι η φανταστική ιστορία που θα δούμε και φέρει την υπογραφή του Ταραντίνο, θα εμπεριέχει όσα επιτρέπει η ίδια η φαντασία του σεναριογράφου της! Όπου η φαντασία του εν προκειμένω εκφράστηκε με μια ομάδα, τους Μπάσταρδους, που έχει γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Γερμανών στα στρατόπεδα των απανταχού Ναζί. Ο Φύρερ θέλει το κεφάλι τους, όσο και ο Συντ/ρχης των Ες Ες Χανς Λάντα (Κρίστοφ Βάλτζ) το κεφάλι κάθε εβραίου στη Γαλλία. Εξ ου και το παρατσούκλι που του έχουν βγάλει οι γάλλοι «κηνυγός εβραίων». Από τη μεριά τους οι Μπάστραδοι θέλουν το κεφάλι, και για να κυριολεκτούμε το σκαλπ, κάθε ένστολου Ναζί που συναντούν. Με αρχηγό τον Λοχία Άλντο Ρέην (Μπραντ Πητ) ξεκάνουν όποιον βρουν συνεχίζοντας να επεκτείνουν την φήμη τους, που πάντα προηγείται των ιδίων. Ακριβώς... όπως συμβαίνει και με τη φήμη του «κηνυγού εβραίων».

Τα πράγματα είναι απλά. Από την αρχή της ταινίας, από τον σχεδόν δηλαδή εικοσάλεπτο καθηλωτικό διάλογο μεταξύ του Χανς Λάντα και ενός γάλλου αγρότη γνέφουμε καταφατικά, σκεφτόμαστε μέσα μας ότι ο άτιμος ο Ταραντίνο τα κατάφερε και πάλι, όντας σε τρελά κέφια, όταν έγραφε το σενάριο της ταινίας του. Μιλάμε για την καλύτερη εισαγωγή ταινίας της χρονιάς, με την καλύτερη εισαγωγή χαρακτήρα της χρονιάς και ταυτόχρονα τον πλέον ενδιαφέροντα χαρακτήρα της χρονιάς μέχρι τώρα. Ο διάλογος απλός και εκτελεσμένος με... εκατέρωθεν πειθαρχία. Αλλά σε αυτή την σχεδόν ανέκφραστη σκηνή κρύβεται όλη η μαγεία του σινεμά, καθώς πιάνουμε τον εαυτό μας να την παρακολουθεί με άκρατο ενδιαφέρον, σχεδόν χωρίς ανάσα, και να περιμένουμε με αγωνία την εξέλιξή της σε κάθε ατάκα που ξεστομίζεται.

Φυσικά όταν μια ταινία ξεκινάει τόσο δυνατά, με μια τέτοια σκηνή, που πιστεύω μπορούμε να την καταχωρήσουμε από τώρα στις all-time-classic γιατί δεν νομίζω ότι θα «ξεφτίσει» ποτέ, τότε αυτόματα οι προσδοκίες μας αυξάνονται. Είμαστε σίγουροι ότι θα δούμε κάτι καλό. Και την ίδια στιγμή είμαστε σίγουροι πως αν τα πράγματα δεν συνεχίσουν έτσι όπως ξεκίνησαν τότε θα απογοητευτούμε πάρα πολύ. Ο Ταραντίνο γνωρίζε καλά όμως από την αρχή τι ήθελε να πει με την ταινία του και πως ήθελε να την γυρίσει. Ήξερε καλά ποια είναι τα ατού της και πόσο και πότε να τα χρησιμοποιήσει για να μην βαρεθούμε από την πλοκή των 5 ξεχωριστών κεφαλαίων, που απαρτίζουν την ιστορία όλης της ταινίας. Χρησιμοποιεί τον χαρακτήρα του Μπραντ Πητ και αυτόν του Κριστόφ Βαλτζ όσο χρειάζεται για να μην τους «κάψει». Εμβόλιμα εμφανίζει χαρακτήρες που προωθούν την πλοκή μέχρι και την τελική της κορύφωση όπου τα πάντα εξελίσσονται σε ρυθμούς Ταραντίνο και συνδέουν άψογα την αρχική σεκάνς με την νοηματική κατακλείδα του σεναρίου του. Κι η κατακλείδα του είναι αυτό που λένε στα αγγλικά «what if??»... πως θα ήταν τα πράγματα αν η πραγματική ιστορία είχε γίνει κάπως έτσι;


Κάπου στη μέση υπάρχει μια σύντομη κοιλιά κι ο Ταραντίνο το γνώριζε κι αυτό. Αλλά δεν τον ενδιέφερε. Ο χαρακτήρας του Γκέμπελς είναι κομβικός, όπως επίσης και του προστατευομενού του στρατιώτη και ήρωα πολέμου των Ναζί Φρέντρικ Ζέλερ, που υποδύεται ο πάντα εξαιρετικός Γερμανός ηθοποιός Ντάνιελ Μπρουλ (πρωταγωνιστής του Goodbye Lenin). Πέραν αυτού ήξερε πως η «κοιλιά» αυτή διορθώνεται αν το χιούμορ είναι διάχυτο σε αυτές τις σκηνές. Και το χιούμορ, προς μεγάλη μας έκπληξη, φωνάζει παρών σε ανύποπτες στιγμές, ακόμα και σε στιγμές που θα περιμέναμε την ωμή βία να υπερισχύει, για να ανάψει τα αίματα του κοινού. Κι όμως... ο Ταραντίνο ακόμα κι εκεί προτιμά το καυστικό χιούμορ.

Ποιά ζητήματα θίγει αυτή η ταινία όμως; Αν συνοψίζαμε το τι ήθελε να «περάσει» ο Ταραντίνο στο κοινό που θα καταλήγαμε; Με πλειάδα αναφορών στο γερμανικό, το γαλλικό, και λιγότερο το αμερικάνικο σινεμά κατά τη διάρκεια του Γ? Ράιχ ο Ταραντίνο θέλει να εντάξει μέσα στην ιδέα του «what if?» σεναρίου του μία βαρυσήμαντη δήλωση. Το σινεμά ανέκαθεν είχε τη δύναμη να μπορεί να χτίσει και γκρεμίσει με την προπαγανδιστική του χρήση, να κάνει καλό και κακό σε έθνη ολόκληρα και παράλληλα να διαμορφώσει την ιστορία τους. Με αφορμή και επίκεντρο των αφανισμό των εβραίων κατά την ίδια περίοδο από τους Ναζί μας καθοδηγεί στο να «διαβάσουμε» τα μηνύματα που ήθελε να μας περάσει σχετικά με την δύναμη των εβραίων ακόμα και τότε στο χώρο των μήντια. Παράλληλα στην πραγματικά «εκρηκτική» κορύφωση της ταινίας μας λέει μέσω της εβραίας ηρωίδας του Σοσάνας «έχω ένα μήνυμα για εσάς». Για να καταλήξει μέσα από τα χείλια του Μπραντ Πητ στο «μάλλον αυτό πρέπει να είναι το αριστούργημά μου». Τουλάχιστον για τους απανταχού εβραίους, που θα τον έχουν πια μες στην καρδιά τους τον Ταραντίνο, αυτό μάλλον είναι το αριστουργημά του.


Σίγουρα ο «φευγάτος» Κουέντιν δεν την έχει ψωνίσει όπως ο Λαρς Φον Τρίερ στο βαθμό του να βγαίνει και να δηλώνει πως είναι ο καλύτερος auteur του κόσμου. Ξέρει όμως πολύ καλά πως λίγοι στη θέση του θα μπορούσαν να γράψουν αυτό το σενάριο (παρότι του πήρε σχεδόν 10 χρόνια η ολοκληρωσή του) και να έχει έτοιμη την ταινία του για τις Κάννες του 2009 μέσα σε 8 μήνες μόνο παραγωγής. Την ίδια στιγμή καταλαβαίνουμε πως ο άνθρωπος αυτός, ό,τι τρέλλα και να κουβαλάει δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητος είτε μισούμε είτε λατρεύουμε τις ταινίες του. Οι «Άδοξοι Μπάσταρδη» εμπεριέχουν μερικές μεγαλειώδεις σκηνές και πληθώρρα ιδιοφυών διαλόγων ή μεμονωμένων ατακών. Ακόμα κι αν αφήσει σε κάποιους στο τέλος ανάμεικτα συναισθήματα, αυτό το φιλμ δίχως να είναι αριστούργημα έχει πολλούς να λόγους να μας γοητεύσει για να θέλουμε να το δούμε ξανά και ξανά. Ιδιαίτερα μάλιστα για να απολαύσουμε τον χαρακτήρα του Χανς Λάντα (στα Όσκαρ ο Κριστόφ Βαλτς θα παίξει δυνατά), τις μουσικές «σφήνες» από κομμάτια των Μορρικόνε και Τιόμκιν, την αρχική σκηνή, το φινάλε και την επίσης κατ?εμέ κλασική πλέον σκηνή του υπόγειου μπαρ Λουιζιάνα. Διάσπαρτες εμπνεύσεις δεν συνιστούν ένα αριστούργημα. Συνιστούν αβίαστα ένα διαχρονικό φιλμ που κυκλοφόρησε για να κάνει αίσθηση και να συζητιέται ες αεί στους κύκλους των σινεφίλ. Και οπωσδήποτε ένα φιλμ που δηλώνει περίτρανα την λατρεία, τον έρωτα, του Κουέντιν Ταραντίνο για την τέχνη του σινεμά.