The Other Man - Ο Άλλος

Ο Ρίτσαρντ Έυρε είναι ένας σκηνοθέτης που ακολουθεί μία και μόνο συνταγή, όποτε ενασχολείται με το σινεμά: μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη νουβέλες, που αποτελούν εν γένει έτοιμο υλικό, με δυνατό περιεχόμενο, και κοινό τόπο τις δραματικές καταστάσεις που μπορούν να αγγίξουν σχεδόν οποιονδήποτε θεατή έχει... σφυγμό. Iris (2001), Notes on a Scandal (2004) και φέτος The Other Man, δηλαδή «Ο Άλλος». Αυτή τη φορά πήρε ένα διήγημα του Μπέρναρντ Σλινκ (του συγγραφέα του βιβλίου «Σφραγισμένα Χείλη» που είδαμε σε φιλμ πέρυσι) το διασκεύασε και το σκηνοθέτησε. Όπου η ιστορία έχει ως εξής.

 

Ο Πήτερ (Λίαμ Νίσον) ανακαλύπτει μετά την «φυγή» της συζύγου του, που ήταν γνωστή σχεδιάστρια παπουτσιών, πως έχει εραστή στο Μιλάνο, την πόλη που μέχρι τότε χρησιμοποιούσε τακτικά ως άλλοθι για τα... μοδάτα ταξίδια της. Το γεγονός αυτό δεν το χωράει ο νους του. Παθιάζεται με το «ψέμα» της γυναίκας του και καταπιάνεται με το να ανακαλύψει αυτόν τον άντρα με άγνωστες περαιτέρω προθέσεις, παρά την αρχική του ιδέα να τον σκοτώσει. Έτσι ταξιδεύει στο Μιλάνο όπου θέλει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, τουλάχιστον στο μυαλό του.

 

Υπάρχει μία σημαντική αδυναμία σε αυτό το φιλμ, που είναι απορίας άξιο, πως δεν το εντόπισε ο ίδιος ο σκηνοθέτης του, με το που άρχισε να δουλεύει την διασκευή αυτής της τόσο ανθρωποκεντρικής ιστορίας. Οι αντιδράσεις του ήρωα Πήτερ ως κείμενο μπορεί να φάνταζαν ρεαλιστικές ή να τις «δικαιολογούσαμε» εντός μας ως «παθιασμένες» και «παρορμητικές». Ως εικόνα όμως δεν υπάρχει ούτε μία δικαιολογία για τις αντιδράσεις που βλέπουμε. Άναρχα ξεσπάσματα και ατάκες ατάκτως εριμμένες, σοκάρουν επί της ουσίας με το πόσο «ακυρες» και εκτός τόπου και χρόνου φαίνονται. Δεν είναι δυνατόν όταν πριν καλά καλά καταλάβουμε τον ήρωα και τον ψυχισμό του και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται να ψάχνει μανιωδώς τον εραστή της συζύγου του και ένα όπλο για να τον σκοτώσει. Τίποτα από ο,τι είχε προηγηθεί δεν δικαιολογεί τέτοιες αντιδράσεις. Έτσι ο χαρακτήρας του Λίαμ Νίσον ενώ ξεκινάει όμορφα, μεταμορφώνεται απότομα σε ένα παιδικό κι αφελή χαρακτήρα, που όσο κυλάει ο χρόνος, γίνεται περισσότερο γραφικός και γελοίος.

 

Το κακό είναι ότι ο χαρακτήρας αυτός σηκώνει και όλη την ταινία στις πλάτες του, με αποτέλεσμα ό,τι και να βλέπουμε από ένα σημείο και μετά να μοιάζει κι αυτό αφάνταστα γελοίο και εκτός πραγματικότητας. Είναι από τις σπάνιες φορές που μία ιστορία τόσο ανθρώπινη, παρά του ότι είναι συνηθισμένη, αδικεί την ίδια της την κοινοτοπία με την προσπαθειά της να την ανάγει σε κάτι πιο ξεχωριστό και διαφορετικό με τον πλέον αχαρακτήριστο τρόπο. Όπως έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε σε βιβλία του χαρακτήρες και να τους πλάθουμε όπως θέλουμε στο μυαλό μας έτσι έχουμε συνηθίσει και να αντιλαμβανόμαστε όταν έχουμε κάποιον μπροστά μας με σάρκα και οστά, είτε ως κινηματογραφική προβολή είτε στην πραγματικότητα, να μπορούμε να αξιολογούμε την συμπεριφορά του και να κρίνουμε τόσο την γλώσσα του σώματος όσο και τα ίδια του τα λόγια για να οδηγηθούμε σε κάποια συμπεράσματα για αυτόν τον άνθρωπο. Τα συμπεράσματα για τον ήρωα του «Άλλου» είναι τέτοια που καταδικάζουν την ταινία στην γκιλοτίνα από το πρώτο της ημίωρο κιόλας.

 

Υποτίθεται, τεράστιο «υποτίθεται» αυτό, πως λίγο πριν το τέλος έρχεται η μεγάλη ανατροπή που θα αποτελέσει το άλλοθι για την συμπεριφορά του και θα πασχίσει παράλληλα να εκβιάσει τα συναισθηματά μας, για να μπορέσουμε έστω και τότε, την ύστατη στιγμή, να νοιώσουμε το «δράμα» του Λίαμ Νίσον. Εις μάτην και πάλι. Η τραγικότητα και η γελοιότητα όλης της μέχρι κι εκείνης της στιγμής ιστορίας δεν σώζεται με την τελευταία ανατροπή, που όσο κι αν προσπάθησε να γίνει το στοιχείο εκείνο που θα ήταν η σανίδα σωτηρίας της, αντ? αυτού μας οδήγησε στο να αναφωνήσουμε ένα αναπόφευκτο «έλεος»!