Transformers 2: Revenge of the Fallen - Η Εκδίκηση των Ηττημένων

Μάικλ Μπέυ. Πως λέμε «ένα όνομα, μια ιστορία». Αυτός είναι «ένα όνομα, πολλά παραμύθια». Και θα προλογισω σχετικά εκτενώς γύρω από το κύριο για να ξέρουμε όλοι περί ου ο λόγος και το έργο του, όπως επίσης και με ποια κριτήρια αξιολογούμε μια ταινία σαν τους... «Transformers 2: Revenge of the Fallen». Για την ακρίβεια λοιπόν ο κος Μπέυ είναι από τους πλέον εμπορικούς σκηνοθέτες του Χόλυγουντ που «προσλαμβάνεται» από τα εκεί στούντιο για να κατασκευάσει χαβαλετζίδικες χαλκομανίες, που έχουν ως μοναδικό στόχο την μεγαλύτερη δυνατή ψυχαγωγία υπό τους ήχους της μεγαλύτερης δυνατής βαβούρας. Οι ταινίες που παρέδιδε πάντα ήταν από αυτές που έκαναν το κοινό από τη μια να δυσανασχετεί με τις οκάδες των κουραστικών made in USA κλισέ και από την άλλη να μαγκώνεται στο κάθισμα αποχαυνωμένο από την εντυπωσιακή δράση. Με λίγα λόγια: ανέκαθεν έκανε εύπεπτο, ψυχαγωγικό, απροβλημάτιστο και τελείως «αμερικανίζων» (με ό,τι αυτό συμπεριλαμβάνει) σινεμά. «Ο Βράχος», «Αρμαγεδών», «Κακά Παιδιά 1&2» και «Περλ Χάρμπορ» οι εμπορικότερες επιτυχίες του... μέχρι που έκανε την πρώτη ταινία «Transformers».

Όπου, σύμφωνα με το σενάριο της πρώτης ταινίας, κάμποσα ρομπότ από άλλο πλανήτη, που ανήκουν σε 2 διαφορετικά στρατόπεδα (Ότομποτς τα καλά και Ντισέπτικονς τα κακά) έρχονται εδώ και τα κάνουν γης μαδιάμ. Η πρώτη ταινία για το είδος της ήταν πραγματικά αριστουργηματική, δίχως ίχνος υπερβολής και κρατήστε τα λόγια μου αυτά γιατί δεν το λέω συχνά για μπλοκμπάστερ προορισμένο αποκλειστικά για κοινό των multiplex. Ήταν από τις ελάχιστες φορές που ταινία του είδους είχε ισορροπία μεταξύ δράσης και χαβαλέ (πλην του τελευταίου εικοσαλέπτου, που μας ωθούσε να αναφωνούμε «φτάνει πια, δεν θέλουμε άλλο μακελειό»). Ειλικρινά επρόκειται για ο,τι καλύτερο στη μετά-Άρχοντα των Δαχτυλιδιών εποχή, αντιμετώπιζε ο αμφιβληστορειδής μας σε σκοτεινή αίθουσα, στον τομέα των εφέ και της πλούσιας δράσης. Και μάλιστα συνδυασμένη με εξαιρετικό και άφθονο χιούμορ!!! Τι άλλο να ζητήσει κάποιος που θέλει να δει κάτι πίνοντας και τρώγοντας ξένοιαστα; Φυσικά όλα αυτά ήταν τα πλεονεκτήματα του πρώτου Transformers άπαξ και κάποιος μπορούσε να δεχτεί το γεγονός ότι επρόκειται για ταινία με ρομπότ που μεταμορφώνονται και πλακώνονται στο... μέταλλο. Όπως δήλωσε σε πολύ πρόσφατη συνεντευξή του στον ξένο τύπο ο ίδιος ο σκηνοθέτης της «πρέπει να παραδεχτούμε πως δεν πρόκειται τίποτα άλλο παρά από μία ανόητη ταινία με ρομπότ». Κι έτσι είναι! Και έτσι πρέπει να την κρίνουμε

Επίσης ο Μάικλ Μπέη είχε τότε σκηνοθετήσει με ζωντάνια και φαντασία την κινηματογραφική μεταφορά του παλιού, κλασσικού ιαπωνικού καρτούν. Και φέτος παρέδωσε την δευτερή της. Όμως φέτος τα πράγματα δεν είναι τα ίδια όπως με την πρώτη φορά, κι όχι δεν πίστεψα ποτέ ότι οι κινηματογραφικές συνέχειες δεν μπορούν ποτέ να είναι καλύτερες από τις πρώτες ταινίες. Δεν υπάρχει κανόνας. Υπάρχουν καλά σενάρια και κακά σενάρια. Και η δεύτερη ταινία Transformers έχει κακό σενάριο!

Για την ακρίβεια το βασικό ζητούμενο, που η υπαρξή του με κέρδισε στην πρώτη ταινία, εδώ απουσιάζει. Δεν υπάρχει καμμία ισορροπία μεταξύ δράσης και χιούμορ. Αν συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι στην πρώτη ταινία δεν υπήρχε σχεδόν ίχνος ενοχλητικού αμερικάνικου κλισέ, εδώ στον αντίποδα νόμιζα ότι κάποιος είχε βαλθεί να μπει στο ρεκόρ γκίνες για τα περισσότερα ανόητα κλισέ (made in USA μην ξεχνιόμαστε) σε ταινία. Τόσες μελό ατάκες και τόσο συνηθισμένες χιλιοστημένες και γραμμένες και σκηνοθετημένες με τον ίδιο τρόπο σκηνές είχα καιρό να δω. Από τη μια τα άκυρα «μ?αγαπά δεν μ?αγαπά» ή «γιε μου δεν θα σ?αφήσω» κι από την άλλη μια ντουζίνα σκηνές με την κάμερα να περιστρέφεται γύρω γύρω από το θέμα λες και δεν υπήρχε άλλη επιλογή! Ζαλιστήκαμε κε Μπέη... λυπηθείτε μας.

Το κακό λοιπόν ξεκινάει ευθύς εξαρχής. Από την πρώτη σκηνή. Τα Ότομποτς έχουν συμμαχήσει με τους ανθρώπους και εξολοθρεύουν τα εναπομείναντα Ντισέπτικονς στον πλανήτη μας, μιας και ο ηγέτης τους Μέγκατρον εξολοθρεύτηκε ήδη. Έτσι η εισαγωγική σεκάνς δεν είναι άλλη από μία... σκηνή μακελειού και «θορύβου». Σίγουρα μπήκε εκεί για να εντυπωσιάσει. Και σίγουρα εντυπωσίασε. Απλά αναρωτιέμαι: αν σε μια εκδήλωση δούμε πρώτα τα πυροτεχνήματα και πιούμε μετά το κακό απεριτίφ και φάμε το κακό fingerfood, ποια θα είναι στο τέλος της η τελική μας άποψη; Μάλλον... κακή! Οπότε τα πυροτεχνήματα δεν μπαίνουν στην αρχή. Μπαίνουν όπου πρέπει για να εντυπωσιαστούμε και φυλάμε και τα καλύτερα και περισσότερα για το τέλος. Εδώ όμως ξεκινάμε με ένα υπερτεράστιο ρομπότ, στην Σανγκάη, με πλήθος στρατιωτών να βάλλουν προς το μέρος του και μια χούφτα Ότομποτς στο κατόπι του. Καλή σκηνή, καλή σκηνοθεσία, ίσως και η καλύτερη μουσική επένδυση σκηνής σε όλη την ταινία, αλλά... κουράστηκα κιόλας!

Επίσης το χιούμορ που μας σερβίρεται είναι στην πλειοψηφία του προβλέψιμο, άρα αδιάφορο, και μόνο σε μερικά σημεία, λίγα αλλά θαυμάσια, άκρως ξεκαρδιστικό. Δεν αρκεί όμως ούτε αυτό, ούτε τα οπτικά εφέ την τιμή ενός εισιτηρίου στο σινεμά (μιλάω για τους μη φαν του είδους, των μπλοκμπάστερ και γενικώς του σκέτο «ψυχαγωγικού» σινεμά). Διότι τα εφέ τα θυμόμαστε από την πρώτη ταινία. Άπιαστα, ασύλληπτα και πανέμορφα. Εδώ το μόνο που θα μπορούσαμε να περιμένουμε ήταν να είναι πιο πολλά, πιο καλά, πιο εντυπωσιακά. Ο,τι... «πιο» μπορούμε να σκεφτούμε δηλαδή. Ασυζητητί βέβαια πρόκειται για την καλύτερη δουλειά σε αυτό τον τομέα που έχει γίνει τελευταία χρόνια. Η ταινία είναι μεγάλη σε ΟΛΑ της! (σημ: αν θέλετε διαβάστε τα trivia που ακολουθούν την κριτική, για να πάρετε μια γεύση για τι... μεγέθη μιλάμε) Ακόμα, αν στην πρώτη ταινία είχαμε τέσσερα ρομπότ μαζί σε μια σκηνή και γουστάραμε μάχη, εδώ υπάρχει σκηνή και με δεκατρία μαζί. Επιπλέον εδώ υπάρχουν ρομπότ σε όλα τα μεγέθη και για όλα τα βαλάντια. Μέγεθος τσιουάου και μέγεθος... εργοταξίου. Διαλέχτε. Η αλήθεια είναι μία πάντως όσον αφορά τα εφέ: αν την δείτε με κύριο σκοπό να απολαύσετε ωραία γραφικά, τότε θα σας κρεμάσει το σαγόνι αρκετές φορές!!!

Ο Σία ΛαΜπουφ είναι κατ?εμέ ένας πολύ συμπαθής νέος ηθοποιός, που απλά ελπίζω να έχει μία εξέλιξη που να του αξίζει και να μην γίνει ο σύγχρονος Χάρισον Φορντ που σε 20 χρόνια θα τον δούμε να παίζει τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, αλλά να αφήσει το δικό του στίγμα σε ένα χώρο που νέοι ηθοποιού και ταυτόχρονα αρκούντος ταλαντούχοι, σπανίζουν. Εδώ παίζει τον ρόλο του όπως και στην πρώτη ταινία, σε βαθμό μάλιστα που φαντάζει πως δεν πέρασε ούτε μια μέρα από το τελείωμα των τότε γυρισμάτων. Η ψυχή της ταινίας ήταν αυτός τότε. Εδώ όμως όπως είπαμε η ισορροπία χάθηκε και η ψυχή της ταινίας δεν είναι κανείς. Ούτε τα ρομπότ, ούτε ο Σαμ Γουιτγουίκι, ούτε οι γονείς του (που δυστυχώς έχουν αρκετά μεγάλο, και περιττό, χρόνο στην οθόνη), ούτε τίποτα. Κι αυτό γιατί δεν έχει ψυχή. Έχει απλά δυνατούς κι ασταμάτητους ήχους μετάλλων, που διακόπτονται αρκετές φορές από φοβερά ανόητα κλισέ.

Ενώ συνολικά προσφέρει πολύ περισσότερα πράγματα από την πρώτη ταινία, τελικά είναι πολύ κατώτερη εκείνης. Δεν ψυχαγωγεί όσο θα μπορούσε παρά κουράζει με την ασταμάτητη και ατέρμονη βαβούρα, που στο τέλος η όλη εμπειρία φαντάζει πως δεν θα απείχε καθόλου από το να καθίσουμε σπίτι μας και να βάλουμε μέταλ μουσική, ένα πλυντήριο, μια μπετονιέρα, τα παραθυρόφυλλα να χτυπάνε από τον αέρα, το μηχανάκι με την κομμένη εξάτμιση να γκαζώνει, κι ο,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε σε λειτουργία για να ακούμε τους ήχους τους ταυτόχρονα. Δίκαια μπορεί να χαρακτηριστεί το μπλοκμπάστερ της χρονιάς, ακόμα πιο δίκαια να πάρουν και τα παλικάρια της ILM το Όσκαρ για τα εφέ, αλλά κρίμα που σε αυτή την προσπάθεια το μέτρο χάθηκε ευθύς εξαρχής. Από την συγγραφή του σεναρίου. Ταυτόχρονα κι ο Μάικλ Μπέυ έδειξε πως στο γύρισμα του σήκουελ αυτού μάλλον βαριόταν να σκηνοθετήσει και σκέφτηκε σαν έλληνας λέγοντας «δεν βαριέσαι βρε αδερφέ, άσε τα φρικιά με τους υπολογιστές να κάνουν όλη την δουλειά». Και τα φρικιά όχι απλά την έκαναν, αλλά την έκαναν και θεσπέσια. 

Άψογα εφέ, τρεις-τέσσερις καλές χιουμοριστικές σκηνές και τα υπόλοιπα πάτος. Μέχρι να βγει η τρίτη ταινία (δεν πιστεύω να αμφιβάλλει κάποιος ότι δεν θα συνεχιστεί αυτό το franchise) μάλλον δεν θα ξανασχοληθούμε με αυτά τα ρομπότ... Αν είναι να κάνετε τελικά αυτή την άσκηση θάρρους (ναι, ναι απευθύνομαι πάλι μόνο στους μη φαν του καρτούν και σε όσους γενικώς φοβούνται να ρισκάρουν απέναντι στις ταινίες αυτού του είδους) προτείνω, αν δεν έχετε blu-ray ή υπομονή, να τη δείτε απαραιτήτως με καλή παρέα και το αντίστοιχο φαγοπότι για να περάσει η ώρα ευχάριστα, απροβλημάτιστα, διασκεδαστικά. Αν τίποτα από όσα έγραψα δεν σας πείθει τότε μπορεί τα μάτια σας να παραμείνουν λίγο πιο φτωχά σε ερεθίσματα αλλά τα αυτιά σας σίγουρα θα είναι την επόμενη μέρα πιο υγιή από τα δικά μας.


Trivia:
- Για την πρώτη ταινία χρειάστηκε αποθηκευτικός χώρος 20 Terabytes ενώ για την δεύτερη 145. (145 Terabytes = 35.000 DVDs)
- Κάθε τελικό frame της ταινίας μεγέθους ΙΜΑΧ απαιτούσε render 72 ωρών.
- Καθαρός συνολικός χρόνος ψηφιακών εφέ επί της οθόνης 51 λεπτά.
- 14 ρομπότ στην πρώτη ταινία, 46 σε αυτή.
- Το τεράστιο ρομπότ Devastator αν ήταν ξεσυναρμολογημένο και τα μέρη του τοποθεντούνταν το ένα δίπλα στο άλλο τότε θα είχε μήκος 14 μίλια.
- Το τρισδιάστατο μοντέλο αυτού του ρομπότ αποτελούνται από 11.716.000 πολύγωνα.