State of Play - Η Κατάσταση των Πραγμάτων

Το πολιτικό σινεμά θα είναι πάντα επίκαιρο, καθώς ο πολιτικός στίβος θα δίνει συνεχώς τροφή σε δημιουργούς να ασχοληθούν μαζί του είτε βασιζόμενοι σε αληθινά γεγονότα είτε με το να τους ωθήσουν να σκεφτούν ωραία κόνσεπτ, με ενδιαφέρουσα πλοκή. Ένας από αυτούς που γέννησαν μια καλή ιδέα για σενάριο πολιτικού περιεχομένου ήταν και ο Πολ Άμποτ, που έγραψε το σενάριο έξι μονόωρων επεισοδίων, με τον τίτλο ?State of Play? το 2003, τα οποία και προβλήθηκαν από το BBC. Σκηνοθέτης της σειράς αυτής ήταν ο Ντέηβιντ Γέητς, που έκτοτε έχει βάλει την υπογραφή του σε δύο ταινίες Χάρυ Πόττερ («Το Τάγμα του Φοίνικα» και «Ο Ημίαιμος Πρίγκηψ», που θα κυκλοφορήσει φέτος).

Η επιτυχία της σειράς οδήγησε, αναπόφευκτα, στην κινηματογραφική της εκδοχή. Ο Σκωτσέζος Κέβιν ΜακΝτόναλντ (σκηνοθέτης των εξαιρετικών «Ο Τελευταίος Βασιλιάς της Σκωτίας» και «Αγγίζοντας το Κενό») ανέλαβε να το φέρει εις πέρας την «διασκευή» της σειράς, αφού πρώτα το σενάριο επιμελήθηκαν άνθρωποι όπως ο Τόνυ Γκιλρου, που μόνο καλά σενάρια έχει παραδώσει στην καριέρα του. Κι η ιστορία έχει ως εξής.

Ένας φόνος και μία εκ πρώτης «διάγνωσης» αυτοκτονία συμβαίνουν μέσα σε λίγες ώρες. Τα δύο γεγονότα φαινομενικά δεν έχουν καμμία σχέση μεταξύ τους, αποτελούν άμεσα όμως είδηση. Από τη μια ο έμπειρος δημοσιογράφος Καλ ΜακΑφρευ προσπαθεί να βρει για ποιο λόγο ένας τσαντάκιας βρίσκεται νεκρός και από την άλλη ο παλιός του φίλος και γερουσιαστής τον καλεί να τον βοηθήσει να «ξεμπλέξει» από μία ιστορία, καθώς το «αυτοκτονημένο» θύμα του δεύτερου συμβάντος ήταν η βοηθός του και επικεφαλής στην έρευνα κατά της εταιρείας με μισθοφόρους στρατιώτες ?PointCorp?. Μόνο που εκτός από βοηθός του ήταν κι η ερωμένη του.

Ένα σημαντικό στοιχείο σε ταινίες σαν κι αυτή είναι η καλοδομημένη πλοκή τους. Αυτή καθορίζει το κατά πόσο τελικά αυτό που βλέπουμε έχει ενδιαφέρον ή ανήκει απλά στη κατηγορία του πολιτικού θρίλερ, που είτε έχει καλή αρχική ιδέα είτε όχι, όσο προχωράει τόσο γίνεται και προβλέψιμο κι άρα αδιάφορο. Εδώ το κινηματογραφικό σενάριο έχει προσεχθεί πάρα πολύ, ούτως ώστε η ταινία να μην κάνει κοιλιά δευτερόλεπτο και η πλοκή να εξελίσσεται στρωτά ενώ ταυτόχρονα γίνεται και πιο πολύπλοκή. Επιπλέον έχει δοθεί πολύ ιδιαίτερη έμφαση στους διαλόγους, που είναι τόσο καλογραμμένοι σε βαθμό που κάποιες ατάκες να χαρακτηριστούν και σχετικά αξιομνημόνευτες, πέραν του ότι προσδίδουν και «ταυτότητα» στους χαρακτήρες.

Από εκεί και πέρα τα πάντα ήταν στα χέρια του Κέβιν ΜακΝτόναλντ και αν μη τι άλλο δεν απογοήτευσε. Συν τοις άλλοις, εφόσον είχε τόσο καλούς ηθοποιούς να αξιοποιήσει στα πλατό του, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να αποτύχει όντας κι ίδιος αποδεδειγμένα ικανός. Βέβαια ο Μπεν Άφλεκ παρότι πάντοτε στις ταινίες που έπαιζε ήταν απλά ένα ωραίο πρόσωπο με μια μόνιμα «στεγνή» ερμηνεία, εδώ στον όχι ιδιαίτερα πολύ (σε χρόνο παρουσίας) αλλά λίγο μα πολύ σημαντικό ρόλο που υποδύεται, δεν «ρίχνει» την ταινία, όπως ίσως θα περιμέναμε. Ταυτόχρονα Ράσελ Κρόου, Έλεν Μίρεν, Ρόμπιν Ράιτ Πεν και η συμπαθέστατη Ρέητσελ ΜακΆνταμς «δένουν» μπροστά από τις κάμερες άκοπα και φυσικά. Ομολογουμένως ο Ράσελ Κρόου είναι ανέλπιστα ταιριαστός στον ρόλο του έμπειρου δημοσιογράφου και χάρηκα που επιτέλους τον είδα σε μια πραγματικά αξιόλογη ταινία, και δη τέτοιου τύπου, μιας και είχε πολύ καιρό να εκμεταλλευτεί το ταλέντο του σε καλό project. Για την ακρίβεια μάλλον από το «Τελευταίο Τραίνο για την Γιούμα» (2007) είχα να τον δω τόσο καλό.

Χωρίς να μπαίνουμε στην παγίδα της σύγκρισης δεν γίνεται να μην αναφέρουμε την κοντινή απόσταση κυκλοφορίας που είχε η «Κατάσταση των Πραγμάτων» με το «The International» του Τομ Τίκβερ. Ο Τίκβερ ασχολήθηκε με ένα παγκόσμιο θέμα, βασισμένο σε πολλές αλήθειες και «κοινά μυστικά», και παράδωσε επιτυχημένα ένα ιδιαίτερο μα πετυχημένο φίλμ του είδους. Εδώ όμως τα γεγονότα είναι πιο πολλά. Τα μήντια, οι πολιτικές σκοπιμότητες, τα στρατιωτικά παιχνίδια, και όλα αυτά γαρνιρισμένα με προσωπικά αισθήματα μεταξύ των εμπλεκόμενων, δημιουργούν ένα σύνολο που πολύ πιο εύκολα μπορεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον του μέσου θεατή από ό,τι μια παγκόσμια συνομωσία με πυρήνα τις τράπεζες. Με αυτές τις βάσεις η προσέγγιση του ΜακΝτόναλντ ήταν σαφώς πιο ακαδημαική από αυτή του Τίκβερ, που σαφέστατα σκηνοθετικά δεν ήταν διεκπεραιωτικός όσο εδώ ο Σκωτσέζος.

Η ουσία όμως του πολιτικού σινεμά παραμένει κοινή. Η πλοκή. Και η δύναμη της πλοκής της «Κατάστασης των Πραγμάτων» είναι τέτοια που όσο περνάει η ώρα κάνει κι όλη την ταινία πιο δυνατή ως κινηματογραφική εμπειρία. Μοναδικό της ψεγάδι βέβαια η τελευταία ανατροπή του φινάλε που ακουμπάει τη σφαίρα του κάπως παράλογου κι αταίριαστου, που προσπαθεί να πλασαριστεί ως λογικό και φυσιολογικό, μια ανατροπή που ακόμα κι αν έλειπε δεν νομίζω οτι θα είχε κάποιος παράπονο από την μέχρι τότε εξέλιξη της ιστορίας.

Σαφέστατα το «State of Play» αποτελεί μία από τις ελάχιστες πολύ καλές προτάσεις για τον μήνα Μάιο, έναν μήνα που παραδοσιακά κάθε χρόνο ορίζει την αρχή μιας μικρής περιόδου κυκλοφοριών κακών ταινιών ή μόνο των blockbusters (εξ ου και τα Star Trek & X-Men Origins που κυκλοφόρησαν τώρα). Δεν είναι μόνο για τους φίλους αυτού του είδους των ταινιών αλλά για όλους. Προβληματίζει, ψυχαγωγεί, έχει ωραίες ερμηνείες και αξιομνημόνευτες ατάκες. Μπορεί να μην αποτελεί ταινία ορόσημο αλλά σίγουρα αξίζει της προσοχής κάθε σινεφίλ.