Άσε το Κακό να Μπει

«Η ταινία που λάτρεψαν κοινό και κριτικοί και σάρωσε με 30 βραβεία τα διεθνή φεστιβάλ», γράφει πάνω πάνω το διαφημιστικό φυλλάδιο της ταινίας σουηδικής προελεύσεως. Πιο κάτω διαβάζουμε: «μια τρομακτική ιστορία αγάπης.» Και ανοίγοντας το φυλλάδιο, με μεγάλα γράμματα, αναγράφεται το «μια πρωτόγνωρη κινηματογραφική εμπειρία» ενώ πιο κάτω ακολουθεί με μικρότερα, η διαπίστωση πως για «...πρώτη φορά πετυχαίνεται ο απόλυτος εναρμονισμός μεταξύ ευρωπαικής και αμερικάνικης κινηματογραφικής κουλτούρας». Καλά και άγια όλα τα σχόλια, ειδικά όταν είναι εύστοχα, αλλά όταν εκ των υστέρων τα ξαναδιαβάζεις και άρουν μία σειρά ερωτημάτων τότε ο θεατής τραμπαλίζεται μεταξύ κριτικής και αυτοκριτικής. Αλλά για να εξηγήσουμε τι εννοούμε επ? ακριβώς με όλα αυτά ας πάρουμε τα πράγματα με μια σειρά.

 

Ο σουηδός σκηνοθέτης Tomas Alfredson πήρε το ομώνυμο best-seller του 2004 του συμπατριώτη του John Ajvide Lindqvist και με την αρωγή του το μετέτρεψε σε σενάριο. Η ιστορία του βιβλίου, που ανήκει στη λογοτεχνία του φανταστικού (βαμπιρικού φανταστικού για την ακρίβεια), περιγράφει την ιστορία του 12χρονου Όσκαρ, ο οποίος έρχεται πολύ κοντά με την νέα γειτονισσά του Έλι. Στην πορεία, και ενώ την πόλη τρομάζουν κάποιοι αποτρόπαιοι φόνοι, ο Όσκαρ αντιλαμβάνεται ότι η φίλη του δεν είναι ούτε κορίτσι αλλά ούτε και άνθρωπος. Είναι ένα άφυλο βαμπίρ που κυκλοφορεί έξω μόνο τη νύχτα για να τραφεί με αίμα.

 

Το πιο ενδιαφέρον σημείο της ταινίας είναι το πάντρεμα, όχι των ειδών όπως λέγεται, αλλά των επιμέρους στοιχείων από διαφορετικά είδη λογοτεχνίας και κινηματογράφου. Η ταινία δεν είναι ούτε κατά διάνοια τρομακτική ή ιδιαίτερα αιματηρή. Δεν ανήκει αμιγώς πουθενά. Είναι τρυφερή, είναι σκοτεινή, είναι ατμοσφαιρική, είναι ψυχαναλυτική. Δεν είναι ούτε τρομακτικά βίαιη, ούτε και βαθιά διεισδυτική στον εσωτερικό κόσμο ενός νέου παιδιού. Είναι απλούστατα όσα φυσιολογικά προκύπτουν από την αφήγηση μιας τέτοιας ιστορίας όπου σε πρώτο πλάνο βρίσκεται πάντα ο Όσκαρ και τα προβληματά του στο σπίτι και το σχολείο, όπως και η σχέση του με την βαμπίρα Έλι, παρά η δίψα της τελευταίας για αίμα, που αποτελεί βασικό μέρος της πλοκής αλλά συγκριτικά βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο. Η συνύπαρξη λοιπόν αυτών των στοιχείων συνθέτουν ένα πράγματι πάρα πολύ ιδιαίτερο σύνολο.

 

Το κύριο μειονέκτημα της ταινίας που «ρίχνει» την ποιοτητά της δεν είναι οι τραγικά αργοί ρυθμοί της. Θα ήταν σαν να λέγαμε ότι το μειονέκτημα ενός μιούζικαλ είναι η ύπαρξη τραγουδιών. Όχι. Εδώ μιλάμε για καθαρόαιμο (με τον όρο «καθαρόαιμο» ίσως πιο ταιριαστό από ποτέ) ευρωπαικό σινεμά και μάλιστα βορειοευρωπαικό. Κανένα απολύτως αρμονικό πάντρεμα δεν καταφέρνει η ταινία, όπως τελείως φάουλ προσπάθησε ο υπεύθυνος επικοινωνίας να μας πλασάρει στο φυλλάδιο, μπας και πάει και κάποιος φαν των φανταστικών ταινιών με βρυκόλακες και κόψει κανά εισιτήριο παραπάνω. Η ταινία είναι όσο (πάρα πολύ) αργή προστάζει η βορειοευρωπαική σχολή να είναι. Προσπερνώντας λοιπόν αυτό το στοιχείο ορίζουμε ως μέγιστο μειονέκτημα την επιλογή να διασκευαστεί το σενάριο με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρήσει την λογοτεχνική ροή της ιστορίας και να μην την μετατρέψει σε αρμόζουσα κινηματογραφική (αυτά συμβαίνουν όταν για πρώτη φορά συγγραφέας γράφει σενάριο). Βέβαια η ευθύνη δεν είναι μόνο του συγγραφέα-σεναριογράφου αλλά του ίδιου του σκηνοθέτη Τόμας Άλφρεντσον, που δεν χρησιμοποίησε πιο έξυπνα την κάμερα του για να απαλείψει αυτό το σφάλμα.

 

Τι εννοούμε με αυτό: στην λογοτεχνία όπως και στο σινεμά, ο συγγραφέας ή ο σεναριογράφος ορίζουν ένα πλαίσιο, σελίδων ή κινηματογραφικού χρόνου αντίστοιχα, για να «χτίσουν ατμόσφαιρα». Στη συγκεκριμένη ταινία αυτό το «χτίσιμο» της ατμόσφαιρας κρατάει όσο και η διάρκεια ολόκληρης της ταινίας! Ο σκηνοθέτης πίστεψε ότι οι χαρακτήρες του (άρα η κάμερα όφειλε να είναι πάνω τους και κοντά τους συνέχεια) και η πολλαπλών μηνυμάτων ιστορία που αφηγείται, ήταν από μόνα τους τα δυνατά χαρτιά της ταινίας, ώστε το μόνο που έπρεπε να κάνει αυτός ήταν να χτίσει την ατμοσφαιρά της. Μέγα σφάλμα. Γιατί επί της ουσίας αυτό που μας αφηγείται δεν έχει κανένα μα κανένα ενδιαφέρον!!! Καλή και χρυσή η σκοτεινή και απειλητική ατμόσφαιρα... αλλά τι γίνεται με το κεντρικό νόημα της ιστορίας;

 

Συνοπτικά: ο νεαρός Όσκαρ, παιδί χωρισμένων γονιών, αντιμετωπίζει προβλήματα με άλλα παιδιά στο σχολείο του, που συνεχώς τον απειλούν. Η νεαρή Έλι εμφανίζεται ξαφνικά στη ζωή του ως η νέα γειτόνισσα, που του δίνει την ώθηση να ξεκινήσει την αντεπιθεσή του. Από την άλλη και η ίδια αντιμετωπίζει πρόβλημα... «τροφοδοσίας», κάτι που οδηγεί την σχέση μεταξύ των δύο 12χρονων, του κανονικού και του αιώνιου, σε άλλα μονοπάτια δια μέσου αποκαλύψεων. Καλός, εσωστρεφής και χωρίς αυτοπεποίθηση ο Όσκαρ, κακιά (;), δυναμική και με αυτοπεποίθηση η Έλι. Δύο αδελφές ψυχές στην ίδια πόλη. Και οι δύο έχουν φτάσει στο σημείο να διψούν για αίμα, ο ένας όμως δεν έχει τα κότσια να το κάνει ενώ η άλλη του τα παρέχει, αποκαλύπτοντας πως αυτή η δίψα είναι η φυσική της ανάγκη.

 

Και κάπου εδώ ξεκινάν οι αρκούδες της χιονισμένης Σουηδίας να πέφτουν σε χειμερία νάρκη μαζί με τους θεατές. Ούτε οι φόνοι που γίνονται μας ξυπνούν, ούτε η εξέλιξη της ζωής του Όσκαρ άπαξ της εμφανίσεως της Έλι εμπεριέχει κάποια έκπληξη, ούτε οι διάλογοι βοηθούν, και συν τοις άλλοις ούτε ο σκηνοθέτης, που με νύχια και με δόντια παλεύει να κρατήσει την σκοτεινή ατμόσφαιρα ζωντανή μέχρι και το τέλος, βοηθάει να μην κοιμηθούμε. Καλή και η ψυχανάλυση, καλά και τα όσα μας βάζει να αναρωτηθούμε (υπάρχει η Έλι ή είναι ο φανταστικός φίλος του Όσκαρ;), καλή και η ατμόσφαιρα, αλλά νισάφι πια. Κάποια στιγμή μετά την πρώτη ώρα (της υπομονής) περιμένουμε κάτι να συμβεί.

 

Τελικά αυτό που συμβαίνει είναι ένα τραγικά κακό και τραγικά τραβηγμένο από τα μαλλιά τέλος, που από όποιο πρίσμα και να εξετάσει κανείς την ταινία δεν προσφέρει τίποτα παραπάνω παρά μερικές επιπλέον κηλίδες αίματος στο πλατό. Εν κατακλείδι κανένα συμπέρασμα, καμμία ουσία. Μόνο ατμόσφαιρα, ατμόσφαιρα κι ατμόσφαιρα σε ένα ιδιαίτερο μεν φιλμ, όπου και το καλό και το κακό βρίσκονται να συνυπάρχουν με έξυπνο τρόπο, που είναι αφάνταστα βαρετό δε, καθώς δεν καταφέρνει να κρατήσει... έστω νεκροζωντανό το ενδιαφέρον μας, ούτε καν με τις 2-3 πραγματικά καλογυρισμένες σκηνές έντασης που διαθέτει. Αντιλαμβάνομαι ότι τα εναλλακτικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο το βράβευσαν λόγω της διαφορετικοτητάς του. Και οι Κάννες βράβευσαν το εξαιρετικά κακό κατά τη γνώμη μου «Ανάμεσα στους Τοίχους», αλλά προσωπικά όλα αυτά δεν μου λένε τίποτα. Τα δικά μου μάτια, που με κόπο κατά διαστήματα τα κράταγα ανοιχτά, είδαν άλλα πράγματα.