Gran Torino

Θα ξεκινήσω να γράφω αυτό το άρθρο ακριβώς όπως ξεκίνησε η ταινία να μας αφηγείται την ιστορία του Γουόλτ Κοβάλσκι. Δηλαδή άμεσα και χωρίς καμμία περιστροφή. Απλά, μετρημένα και συμπυκνωμένα.

Ο ηλικιωμένος Γουόλτ Κοβάλσκι χηρεύει. Η σχέση του με τα παιδιά του δεν ήταν ποτέ η καλύτερη, όπως το ίδιο συμβαίνει και με τη σχέση του με τους νέους κινέζους μετανάστες γειτονές του και όλες τις άλλες φυλές και συμμορίες που ενοχλούν την φιλήσυχη αμερικάνικη ζωή του. Βετεράνος και παρασημοφορημένος για τον πόλεμο της Κορέας, χρόνια εργαζόμενος στην αμερικάνικη αυτοκινητοβιομηχανία Ford, σέβεται τους γνήσιους αμερικάνους που είναι ντόμπροι και πάνω από όλα άντρες. Οτιδήποτε άλλο είναι ξένο για αυτόν και άμεσα επιλήψιμο.

Η μαεστρία του συγκεκριμένου ανθρώπου να μεγαλουργεί ακόμα και στην ηλικία των 78 ετών είναι αδιαμφισβήτητα παρούσα και ακμάζουσα. Μέσα σε κυριολεκτικά πέντε λεπτά έχει κάνει εισαγωγή χαρακτήρα, που μόνο αυτός θα μπορούσε να τον υποδυθεί όπως του άρμοζε. Όταν το 1991 είχα δει τον Ρόμπερτ Μίτσαμ στο ρημέηκ του «Ακρωτηρίου του Φόβου» του Σκορτσέζε, είχα σκεφτεί πως αν αυτός είναι ο τελευταίος του ρόλος τότε θα σίγουρα είναι ο καλύτερος τρόπος για να κλείσει την καριέρα του. Στην περίπτωση του Ήστγουντ, που έχει δηλώσει πως δεν θα ξαναβρεθεί μπροστά από τις κάμερες ξανά σαν ηθοποιός και πως ο ρόλος του Κοβάλσκι είναι ο τελευταίος του, το παίρνουμε σαν δεδομένο. Είναι πραγματικά ο καλύτερος τρόπος για να κλείσει την καριέρα του στην υποκριτική. Την σκηνοθετική σίγουρα θα την συνεχίσει γιατί με το Gran Torino αποδεικνύει πόσο ακούραστος και πραγματικά «μεγάλος» καλλιτέχνης είναι.

Ο χαρακτήρας του Κοβάλσκι ανήκει στη συνομωταξία «αυτό που βλέπεις, αυτό και είμαι». Καθόλου μισόλογα, καθόλου διπλωματία, δεν λέει τίποτα για να σου χαιδέψει τα αυτιά. Παλιομοδίτης, με αρχές που έχουν εύλογα πολλοί άνθρωποι μεγάλης ηλικίας και μεγαλωμένοι με συγκεκριμένες αξίες εντός συγκεκριμένου περιβάλλοντος, με έναν πόλεμο στην πλάτη του και την ψυχή του, ξέρει τι θέλει και πως, τι είναι για αυτόν σωστό και τι μεμπτό. Η κινηματογράφιση ενός τέτοιου χαρακτήρα, στηριζόμενη σε ένα πέρα για πέρα υπέροχα γραμμένο και δομημένο σενάριο, έγινε με έναν τρόπο που μόνο Αμερικάνος θα μπορούσε να πετύχει!

Και εδώ (σε περίπτωση που ανασηκώσατε το φρύδι με απορία) είναι το μεγάλο ατού του καλού και απλού αμερικάνικου σινεμά. Σε καμμία άλλη ήπειρο, σε καμμία άλλη σχολή, όχι ο ρεαλισμός (όπως τον έχουμε συνηθίσει π.χ. από τον Κεν Λόουτς) αλλά η απλότητα δεν μπορεί να αποδοθεί καλύτερα από ό,τι την αποδίδει ο Κλιντ Ήστγουντ στο Gran Torino. Αν ευρωπαίος (και αυτό είναι η πληγή του ευρωπαικού σινεμά) έπιανε στα χέρια του αυτό το σενάριο, με τους μηχανισμούς που έχει, θα του άλλαζε κατά πάσα πιθανότητα τα φώτα στο να το κάνει πιο ποιητικό, κάνοντας ένεση λυρισμού στο κείμενο και έπειτα στην κινηματογράφιση. Οχι! Ο Κλιντ Ήστγουντ και ο σεναριογράφος Νικ Σενκ ξέρουν οτι αυτή η ιστορία μόνο με ξεκάθαρη, απλή και σοβαρή κινηματογράφιση μπορεί να περάσει την πλειάδα των μηνυμάτων που εμπεριέχει. Οποιοσδήποτε άλλος δρόμος θα οδηγούσε σε άνισο αποτέλεσμα. Καμμία ποιητικότητα. Απλά πράγματα!

Τι θίγει λοιπόν αυτή η ιστορία του ηλικιωμένου ανθρώπου, προσφάτως χήρου, του Μίτσιγκαν της σύγχρονης αμερικής; Πρέπει να εμμείνουμε στην περσόνα του Κοβάλσκι. Η ευθυτητά του τσακίζει κόκκαλα και προκαλεί αβίαστα γέλια. Για μία ώρα και παραπάνω, το αποτέλεσμα της πολύ ενδιαφέρουσας παρακολούθησης όχι κατευθείαν της πλοκής αλλά του ίδιου του «οδηγού» της ιστορίας, του ίδιου του ήρωα, είναι ένα μαγευτικά αβίαστο όσο και μόνιμο σχεδόν χαμόγελο. Τα λόγια που ξεστομίζει είναι σκληρά και προδίδουν από την αρχή το άτεγκτο του χαρακτήρα του, αλλά το χιούμορ και η εξυπνάδα ενός ηλικιωμένου, όταν μάλιστα τον υποδύεται ο αμίμητος σε αυτό το ρόλο Κλιντ Ήστγουντ, προσφέρουν τελείως ειρωνικά μια απρόσμενη φρεσκάδα, που φτάνει τον θεατή πολλάκις στο σημείο να θέλει να σηκωθεί και να σφίξει το χέρι τόσο του ήρωα Κοβάλσκι όσο και του ηθοποιού Ήστγουντ. Ακόμα και αν ξέρουμε πολύ καλά ότι την ώρα της χειραψίας με τον Κοβάλσκι η πλέον πιθανή αντίδραση του θα είναι ένα γρύλισμα και το να μας βρίσει κατάμουτρα!

Υπερβολές; Κάθε άλλο. Ο «οδηγός» μας Γουόλτ μας περπατάει στο μονοπάτι της ζωής μέσα σε δύο ώρες, μέσα από το πρίσμα ενός μεγάλου σε ηλικία ανθρώπου. Μεγάλωσε στην ελεύθερη αμερική, πολέμησε στην Κορέα για αυτή, σημαδεύτηκε από τον πόλεμο αυτό σε βαθμό να μην ντρέπεται να δηλώνει άθρησκος, έφτιαξε μια οικογένεια με την αγαπημένη του σύζυγο και είναι ο πρεήφανος ιδιοκτήτης του σπορ κλασικού Gran Torino της Ford, όντας πιστός στην ίδια την αυτοκινητοβιομηχάνια στην οποία εργαζόταν μέχρι και να βγει στη σύνταξη. Μακριά από καθωσπρεπεισμούς και μισόλογα, αποτάσσει οτιδήποτε σχετικό με τη θρησκεία, αλλά ταυτόχρονα σχεδόν μηχανιστικά λειτουργεί ρατσιστικά απέναντι σε οποιονδήποτε σχιστομάτη καταπατάει το γρασίδι του, φρουρώντας την τίμια κεκτημένη περιουσία του από τους «ξένους» κινδύνους. Απεχθάνεται τα παιδιά του και τα εγγόνια του για τις επιλογές τους καθώς καμμία από αυτές δεν συνάδει με τη βάση του δικού του συστήματος αξιών, πάνω στο οποίο έχτισε τη ζωή του. Ένας αυθεντικός ανελαστικός παλιομοδίτης γέροντας.

Και τώρα; Τώρα ως χήρος αλλά και ο ίδιος άρρωστος (τον δείχνει στο πρώτο κιόλας λεπτό να βήχει) παλεύει, με την ατελείωτη ενέργεια που περιέργως ακόμα διαθέτει, να αποτινάξει από πάνω του τη δυστυχία και να ξεχάσει για λίγο όσα ξέρει για τον θάνατο και να προσηλωθεί στην εκμάθηση του τι εστί ευτυχία, «μοιράζεσθαι» και ζωή. Η γειτνιασή του με τους Χ?μον μετανάστες είναι το έναυσμα για το μεγαλύτερο μάθημα μέχρι τότε της ζωής του. Αρπάζει την ευκαιρία να μπει σε έναν κύκλο συνειδητοποιήσεων. Κανένας μετανάστης δεν πήγε απαραίτητα στη γειτονιά του γιατί το ήθελε ενώ είχε άλλες επιλογές. Κανείς ξένος δεν είναι απαραίτητα «ξένος» και στον δικό μας κόσμο. Αν δεν ανοιχτείς σε προκλήσεις και δεν γίνεις δεκτικός πως θα ανακαλύψεις οτι τελικά οι Χ?μον μπορεί να έχουν ίσως και πιο πολλά κοινά σημεία με τον Κοβάλσκι από ότι τα παιδιά του μ?αυτόν; Οπότε για ποιο λόγο ο ρατσισμός; Και στον αντίποδα για ποιο λόγο τα ίδια του τα παιδιά, τα αναθρεμένα στην χώρα που υπερασπίστηκε και υποτίθεται πολιτισμένα άτομα, θέλουν να τον ξεφορτωθούν και να τον βάλουν σε γηροκομείο; Το αποσταγμά της ιστορίας του είναι οτι μέχρι να χηρέψει ζούσε με έμφυτο τον αρνητισμό ο οποίος γένναγε χάσμα με τα παιδιά του και επιμέρους αρνητισμό με τους παραλήπτες του. Αλλά τώρα βλέπει ότι η αγάπη γεννάει περισσότερη αγάπη και η θετική σκέψη αποφέρει μόνο θετικά αποτελέσματα για όλους. Τελικά, αναρωτιέται, τι είναι αυτό που εκτιμάνε οι άνθρωποι στους άλλους; Αυτό το ερώτημα τον οδηγεί σε κάθε μία επιλογή που κάνει κατά τη διάρκεια αυτού του φιλμ ο χαρακτήρας του Κλιντ Ήστγουντ. Μέχρι και την επιλογή του φινάλε.

Ο άκρατος διδακτισμός από τον οποίο διαχέεται το φιλμ, είναι από τις ελάχιστες φορές που δεν ενοχλεί με την υπαρξή του. Δεν είναι υπόγειος αλλά δεν είναι και πάντα σε πρώτο πλάνο, τελείως προφανής για να παραπλανήσει. Και αυτό οφείλεται στην δύναμη του ήρωα της ταινίας και το σενάριο που έχει γραφτεί με τέτοιο τρόπο που ό,τι και αν συμβαίνει να αποτελεί μία απλή, απλούσταση αλυσίδα φυσικών επακόλουθων. Ακόμα και αν κάποια σημεία το έμπειρο μάτι μας τα προβλέπει στην πορεία, κάτι τέτοιο δεν αδυνατίζει ούτε στιγμή την ταινία καθώς είτε μία ατάκα, είτε μία απρόβλεπτη επιλογή του χαρακτήρα, θα έρθουν για να αποτελέσουν την έκπληξη.

Το Gran Torino είναι η μεγαλύτερη με διαφορά αδικία όλων των φετινών βραβείων και φεστιβάλ. Σενάριο, σκηνοθεσία και ερμηνεία δεν είναι μόνο Οσκαρικά. Είναι σκαλιά παραπάνω. Ειδικά η ερμηνεία του Κλιντ Ήστγουντ είναι από την αρχή μέχρι το τέλος ένα προσωπικό ρεσιτάλ υποκριτικής, που αποδεικνύει ότι ένας μεγάλης ηλικίας κινηματογραφικός χαρακτήρας μπορεί με τη σωστή του ερμηνεία από τον ηθοποιό να είναι κωμικός, τραγικός, σοφός και μαζί ανεπαρκής σε γνώση για τη ζωή, χωρίς να μας ξενίσει δευτερόλεπτο. Το σενάριο βέβαια, στο οποίο βασίστηκε όλο αυτό το οικοδόμημα, είναι ένα ιδανικό πρότυπο, που θα έπρεπε να διδάσκεται σε σεμινάρια και να περιλαμβάνεται σε σχετική βιβλιογραφία σαν παράδειγμα προς μίμηση. Χωρίς φανφάρες, χωρίς ποιητικές αλληγορίες και εικαστικές προσεγγίσεις, το αφηγηματικό σινεμά της αμερικής βρήκε τον καλύτερο εκπροσωπό της για αυτή τη δεκαετία.

Η καριέρα του Κλιντ Ήστγουντ ως ηθοποιού ολοκληρώνεται με το Gran Torino, μετά από πέντε δεκαετίες παρουσίας, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Πως γίνεται να μην σέβεσαι απεριόριστα έναν τέτοιο άνθρωπο και το έργο του;