Doubt - Αμφιβολία

1964. Ένα ιερέας του Καθολικού σχολείου του Μπρονξ γίνεται ο ύποπτος σεξουαλικής παρενόχλησης ενός μαθητή, από δύο καλόγριες, που όμως δεν έχουν ούτε επαρκείς ενδείξεις, αλλά ούτε έστω μία απόδειξη ότι συνέβη κάτι τέτοιο. Η μεγαλύτερη καλόγρια, υπεύθυνη όλου του σχολείου είναι η απόλυτα αυστηρή φιγούρα του σχολείου. Άτεγκτη, αδιάλλακτη, αμετακίνητη στις απόψεις της, τις υποστηρίζει και τις επιβάλλει απλά και μόνο γιατί τις πιστεύει η ίδια ακράδαντα. Αμφιβολίες δεν χωρούν. Αν θεωρεί κάποιον ύποπτο για σεξουαλική παρενόχληση τότε άμεσα τον κρίνει και ένοχο. Τέτοια είναι η βεβαιοτητά της. Έτσι όλο το δράμα καταλήγει να έχει έναν τίτλο: Πατέρας Φλυν εναντίον Αδερφής Αλοίσιους!

Αυτό το φαινομενικά, και με μια πρώτη «ανάγνωση», τελείως κλισέ στόρυ ήταν μία ιδέα του Τζον Πάτρικ Σάνλευ, που την μετέτρεψε αρχικά σε θεατρικό έργο και κατόπιν σε κινηματογραφικό. Με μόλις μία σκηνοθετική δουλειά στο παρελθόν στο πορτφολιό του (Joe Versus the Volcano, με Τομ Χανκς-Μεγκ Ράιαν, 1990) δοκίμασε και πάλι τις δυνάμεις του, καταπιανόμενος αυτή τη φορά με ένα σεναριό του, που περιέχει συγκεκριμένα μηνύματα εξαιτίας των συγκεκριμένων καταστάσεων, λεπτής φύσεως θα μπορούσαμε να πούμε, που παρουσιάζει και συνάμα επιθυμεί να θίξει με την πένα του. Η πένα του ομολογουμένως αρκετά καλή. Η καμερά του όμως που την μετέφερε στο πανί;

Χώρος δράσης ένα καθολικό σχολείο. Εμπλεκόμενα μέρη ένας ιερέας και οι καλόγριες. Οι μαθητές και οι γονείς τους παρόντες και απόντες, συμπληρώνουν το παζλ των διαφορετικών κόσμων. Ο μεν πάτερ Φλυν φαντάζει ανατρεπτικός, επιθυμεί να είναι άνθρωπος που εξελίσσεται μαζί με την ίδια την εποχή που ζει. Η δε αδελφή Αλοίσιους βρίσκεται στην αντίπερα όχθη και δεν μπορεί να ανεχθεί αξίες και συνήθειες πέραν όσων έμαθε αυτή... κάπου, κάποτε! Αυτά που πιστεύει, αυτά είναι. Τίποτα εξελίξιμο δεν μπορεί να μην είναι άμεσα και επιλήψιμο. Ένας μαθητής μαύρος δυσκολεύεται να προσαρμοστεί σε αυτό το σχολείο φοβούμενος τόσο την αδελφή όσο και τους συμμαθητές. Ένας μαθητής λευκός επιθυμεί κι αυτός να προοδεύσει και να συμβαδίζει με την εποχή του ακούγοντας μουσική από το τρανζίστορ του. Παράλληλα οι γονείς, το ποίμνιο, είναι σε ένα δικό τους κόσμο, σε μια δική τους καθημερινότητα.

Ως εδώ όλα καλά. Η αρένα έχει στηθεί. Οι μονομάχοι ετοιμάζονται να εισέλθουν. Και το κοινό, ο θεατής του φιλμ, νοιώθει την ατμόσφαιρα που πλανάται σχεδόν απτή, βαριά, ιδανική για να καλοσωρίσει την μεγάλη αναμέτρηση. Σε αυτό το σημείο ο θεατής αναλογίζεται: τελικά τι με ενδιαφέρει περισσότερο βιώνοντας αυτή την ατμόσφαιρα; Οι χαρακτήρες οι ίδιοι ή ο ψυχισμός τους, οι προβληματισμοί τους, τα κινητρά τους κι ο,τι συνέπειες έχουν αυτά στην μικρή κοινωνία του καθολικού σχολείου; Αναπόφευκτα ο σκηνοθέτης εφόσον στράτευσε δύο πολύ μεγάλους ηθοποιούς πέφτει μέσα στην ίδια του την αρένα και τον τρώνε τα λιοντάρια. Μέρυλ Στρηπ και Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν είναι οι Αδελφή Αλοίσιους και πάτερ Φλυν. Φορούν τα «ράσα» σαν να είναι αυτό που φοράνε κάθε μέρα εδώ και μισό αιώνα, και υποδύονται δύο ρόλους δύσκολους καθ?όλα πειστικά. Κανείς δεν θα αμφιβάλλει δευτερόλεπτο οτι η Μέρυλ Στρηπ είναι η μέγαιρα του σχολείου, η Σιδηρά Κυρία, η Μάργκαρετ Θάτσερ με την πέτρινη καρδιά, που προστάζει και υποτάζει με την θελησή της. Κανείς δεν θα αμφιβάλει την ίδια στιγμή για τις καλές προθέσεις του κατά πάσα πιθανότητα άδικα κατηγορούμενου ιερέα, που υποδύεται ο Χόφμαν.

Όλοι μας όμως θα αμφιβάλλουμε για την «Αμφιβολία». Τι ήθελε να πει ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος τελικά; Έθιξε το θέμα της διαφορετικότητας των ανθρώπων διαφορετικής προέλευσης, ιστορίας και υπόβαθρου; Τον κοινωνικό ρατσισμό; Την εναντίωση του συντηρητικού καθολικισμού και της θρησκείας απέναντι στην ανοιχτομυαλοσύνη των νεότερων, είτε αυτοί φορούν ράσα είτε όχι; Μας προβλημάτισαν όσα βλέπαμε; Αμφιβάλλαμε για την πίστη ή την βεβαιότητα κάποιου εκ των χαρακτήρων; Κατά την αποψή μου ούτε μία ατάκα της ταινίας δεν χρήζει προβληματισμού, ούτε κατά την διάρκεια της θέασης ούτε και μετά το πέρας αυτής. Η μάχη χάνεται όταν την παράσταση δέχονται να κλέψουν εκ προοιμίου οι δύο μονομάχοι, εκθέτοντας το εξαιρετικό ταλέντο τους μπροστά από τις κάμερες. 

Το κλισέ στόρυ παρέμεινε κλισέ, για τα κινηματογραφική δεδομένα, όσες φιλότιμες προσπάθειες κι αν έκανε σεναριακά ο Τζον Πάτρικ Άσλευ. Ίσως ως θεατρικό να ήταν κάτι πραγματικά αξιόλογο αλλά ως κινηματογραφικό έργο η εξαιρετική ατμόσφαιρα και οι οσκαρικές ερμηνείες δεν φτάνουν για να αποτελέσουν τους αγωγούς των μηνυμάτων της ταινίας. Αν ο δημιουργός της βασίστηκε στο ρητό «οι βεβαιότητες δύο ανθρώπων σε σύγκρουση δημιουργούν αμφιβολίες» τότε κατόρθωσε να κάνει και τους ίδιους τους θεατές να αμφιβάλλουν για το αν τελικά αυτή η ιστορία κατέληξε κάπου και αν είχε κάτι να πει. Πολύ σημαντικό στοιχείο για μένα, καθώς μου έκανε τρομερή εντύπωση ενώ παρακολουθούσα την «Αμφιβολία», ότι τα τελευταία 45 λεπτά της ταινίας περνάνε με τρεις διαλόγους και έναν μονόλογο, και για την ακρίβεια μισή ώρα εξ αυτών μόλις με δύο διαλόγους!!! Μήπως τέτοια εγχειρήματα είναι για θεατρική σκηνή και όχι για κινηματογραφικό σετ; Γιατί αν σε ένα έργο το μόνο που θυμάμαι μετά είναι το δίπτυχο ατμόσφαιρα-ερμηνείες τότε ποιο τελικά το νόημα αυτού;

Το νόημα είναι πως ένας εκ των διαλόγων που κρατάει ένα τέταρτο αποδεικνύεται πλέον αρκετός για υποψηφιότητα για Όσκαρ Β? Γυναικείου της Βιόλα Ντέηβις, που υποδύεται την μητέρα του μαύρου μαθητή. Την ακολουθούν σε υποψηφιότητες τόσο η Έιμι Άνταμς - επίσης Β? Γυναικείο, που παίζει την νεαρή καλόγρια, όσο και η Μέρυλ Στρηπ και ο Χόφμαν στα αντίστοιχα των πρώτων ρόλων.Κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος προστίθεται στη λίστα με τους πέντε υποψήφιους για καλύτερο διασκευασμένο σενάριο. Όλα αυτά καλά και άξια. Αλλά πέντε υποψηφιότητες, όσο στα σοβαρά κι αν τελικά παίρνουμε ή όχι τα Όσκαρ ως θεσμό, για μία ταινία που καταλήγει να παρουσιάζει απλά μία κατάσταση τελείως ουδέτερα κι αδιάφορα χωρίς να την μετατρέπει σε κοινωνικό σχόλιο ενώ προσφέρεται είναι σχεδόν κενή από ουσία. Αμφιβάλλω αν θα την θυμάται κανείς αυτή την ταινία μετά την απονομή... Πολύ «Αμφιβάλλω».