On the Waterfront - Το Λιμάνι της Αγωνίας

«Το Λιμάνι της Αγωνίας» (1954) του Ηλία Καζάν είναι μία ταινία που πέρα από την ιστορία που αφηγείται η ίδια έχει από πίσω της και μία άλλη δική της ιστορία, που κινείται μεν στο ίδιο μοτίβο αλλά είναι μία πιο προσωπική και με πολλές προεκτάσεις. Ο Ελληνο-Αρμένιος στην καταγωγή Καζάν (Ηλίας Καζαντζόγλου / 1909-2003) έφτιαξε αυτή την ταινία θέλοντας να πει από την καρέκλα του σκηνοθέτη όσα δεν μπορούσε να πει ως απλός πολίτης των ΗΠΑ εκείνη την περίοδο σε όσους του ασκούσαν κριτική.

Το 1952 είχε καταθέσει σε μια επιτροπή (House Un-American Activities Committee) ? ουδεμία σχέση με την επιτροπή του ΜακΚάρθυ που δραστηριοποιούνταν την ίδια περίοδο αν και για παραπλήσια θέματα ? κατονομάζοντας κάποιους συναδελφούς του ως κομμουνιστές, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία μαύρη λίστα με ονόματα του Χόλυγουντ, που κατόπιν αυτού ή δεν ξαναδούλεψαν ποτέ τους ή δούλεψαν μετά από μία δεκαετία. Έκτοτε ο Καζάν στιγματίστηκε κι αποτελούσε στους κύκλους του Χόλυγουντ μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες. Ακόμα και το 1999 που πήρε το Τιμητικό Βραβείο Όσκαρ από την Ακαδημία δεν ήταν λίγοι εκείνοι που δεν χειροκρότησαν καν (π.χ. Νικ Νόλτε) σε αντίθεση με κάποιους που τον χειροκρότησαν όρθιοι για ώρα (π.χ. Γουόρεν Μπίτι).

Ήρωας της ταινίας είναι ο Τέρυ Μαλόυ (Μάρλον Μπράντο), ο οποίος δουλεύει ως λιμενεργάτης στο Χομπόκεν του Νιου Τζέρσευ. Είναι ένας νεαρός, βαρύμαγκας που θα λέγαμε στη δικιά μας γλώσσα, με σύντομη προιστορία στο επαγγελματικό μποξ αλλά νυν μέλος της ομάδας D & D του λιμανιού. Κοινώς Deaf & Dump (κουφοί και χαζοί), όπως αυτοαποκαλούνται οι εργάτες μεταξύ τους αναφορικά με τη σχέση που πρέπει να έχουν με το συνδικάτο τους, δηλαδή με τη μαφία που ελέγχει πλήρως τι μπαίνει και τι βγαίνει από το λιμάνι αλλά και το ποιοι εργάζονται σε αυτό κάθε μέρα. Ο Τέρυ είναι ο μικρός αδερφός του Τσάρλυ, του δεξιού χεριού του αρχηγού της σπείρας, ο οποίος αρχηγός έχει το ψευδώνυμο Τζονυ Φρέντλι. Θέλοντας και μη ο Τέρυ, ως «διορισμένο» τσιράκι του Φρέντλυ κι αυτός, συμμετέχει σε κάποιες από τις βρωμοδουλειές του. Σιγά σιγά τα όσα συμβαίνουν όμως τον φέρνουν σε ηθική σύγκρουση με τη συνειδησή του κι έτσι από τσιράκι γίνεται απειλή. Αν μιλήσει στην Επιτροπή Εγκλήματος τότε ο Φρέντλυ, κι ο αδερφός του μαζί αλλά κι όσοι συμμετέχουν στη μαφία, θα βγουν από τη μέση. Οπότε το ερώτημα που αιωρείται είναι το ποιος θα βρεθεί πρώτος να επιπλέει μπρούμυτα στα βρωμόνερα του λιμανιού. Η αφυπνισμένη συνείδηση του Τέρυ ή ο σαθρός τρόπος λειτουργίας επί δεκαετίες ενός ολόκληρου μικρόκοσμου και των διαχειριστών του;

Αρκετό παρασκήνιο και προϊστορία υπάρχει πίσω από το πως συνελήφθη η αρχική ιδέα αλλά και το πως κατέληξε να είναι το τελικό σενάριο της ταινίας. Το πρώτο σενάριο είχε γράψει ο Άρθουρ Μίλερ. Η αρχική ιδέα βασίστηκε στα 24 άρθρα (αυτοτελή επεισόδια-διηγήματα) του Μάλκολμ Τζόνσον ?Crime on the Waterfront? για την New York Sun, που κέρδισε για αυτή τη σειρά άρθρων του το βραβείο Πούλιτζερ το 1949. Αργότερα μία αληθινή ιστορία ενός λιμενεργάτη που κατέθεσε όντως μπροστά σε επιτροπή ενέπνευσε επιπλέον για τη συγγραφή του σεναρίου (κάτι για το οποίο μύνησε χρόνια αργότερα ο λιμενεργάτης την Columbia Pictures). Ο Άρθουρ Μίλερ αντικαταστάθηκε στην πορεία της συγγραφής του σεναρίου από τον Μπαντ Σούλμπεργκ. Ο Σούλμπεργκ τόσο στο πρώτο σενάριο που παρέδωσε όσο και στη νουβέλα που έγραψε αργότερα έχει τελείως διαφορετικό τέλος από αυτό που έχει η ταινία.

Αλλά ο Ηλίας Καζάν ήξερε πολύ καλά τι ήθελε να πρεσβεύει αυτό το φιλμ. Πέραν του φινάλε της ταινίας διαφορετικό κατέληξε να είναι και το καστ αυτής. Αρχικά είχε συμφωνηθεί να πρωταγωνιστήσει ο Φρανκ Σινάτρα αλλά τελικά η παραγωγή επέλεξε τον Μάρλον Μπράντο, που ήδη εν έτει 1954 ήταν μεγάλος αστέρας. Σινάτρα και Καζάν συμφώνησαν και τα γυρίσματα ξεκίνησαν. Τα γυρίσματα έγιναν στην περιοχή του ίδιου του λιμανιού Χομπόκεν για να έχει το φιλμ όσο το δυνατόν περισσότερο ρεαλισμό γινόταν και διήρκησαν 36 ημέρες. Πολλοί μάλιστα από τους κομπάρσους που βλέπουμε στο φιλμ ήταν όντως εργάτες που απλά συμμετείχαν στα γυρίσματα.

Η αρχική σεκάνς μάς βάζει κατευθείαν στο ψητό χωρίς περιστροφές και περιττούς προλόγους. Η μαφία. Ο Τέρυ. Το θέλημα που κάνει. Το αποτέλεσμα αυτού. Και... η συνείδηση αφυπνίζεται. Αμέσως βλέπουμε τις διαθέσεις του Καζάν. Δεν τον ενδιαφέρει να καταδείξει ως ρίζα του κακού την μαφία ή το συνδικάτο (ή τους κομμουνιστές ή την επιτροπή που έκανε τη μαύρη λίστα στην περιπτωσή του) αλλά τη συνειδησή μας και μόνο. Ο ηρωάς μας είναι ο Τέρυ και το πρόβλημα που καλείται να λύσει από το πρώτο λεπτό μέχρι και το τελευταίο της ταινίας είναι η κατάσταση της συνειδησής του. Αν την επιθυμεί καθαρή ή αν την κρύβει κάτω από τη σκιά της ταμπέλας Deaf & Dump. «Συνείδηση. Αυτό το πράγμα μπορεί να σε τρελάνει...» όπως λέει κι ο ίδιος μέσα στο φιλμ. Άπαξ της λύσεως αυτού του ζητήματος, της συνείδησης, ξέρουμε στο τέλος πως στον Τέρυ παρουσιάζεται μία μοναδική ευκαιρία να κατακτήσει ότι δεν έχουμε δει σε κανένα σημείο του φιλμ. Τον σεβασμό. ?What?s the matter with you, punk??, τον ρωτάει κάποιος στην αρχή κιόλας της ταινίας.

Είναι προφανές λοιπόν ότι το σύμπαν της ταινίας του ο Καζάν το ντύνει με συνεχείς και μεγάλες αντιθέσεις. Καθαρή και ένοχη συνείδηση. Είναι ο Τέρυ καλό παιδί με ήθος ή είναι ένας αλήτης που δεν τον νοιάζει αν βλάπτεται ο συνανθρωπός του; (η λέξη ?bum? [αλήτης] ακούγεται δεκάδες φορές μέσα στην ταινία αναφορικά με το ποιόν του Τέρυ.) Επίσης πόσο λογικό είναι ένα τέτοιο «αντράκι», πρώην μποξέρ κιόλας, να έχει τόση αγάπη για τα περιστέρια; Πως γίνεται να σκέφτεται και μόνο το ενδεχόμενο του να καταθέσει εναντίον του ανθρώπου που μέχρι τότε έχει ευεργετήσει κι αυτόν και τον αδερφό του; Άλλη αντίθεση είναι η αντιπροσώπευση της εκκλησίας σε ένα μέρος όπου ο υπόκοσμος κυριαρχεί. «Θα είμαι στην εκκλησία αν με χρειαστείς» λέει ο ιερέας στην Εύα Μαρί Σεντ, για να απαντήσει αυτή θυμωμένη: «έχεις ακούσει ποτέ άγιο να κρύβεται σε εκκλησία»; Η ειλικρίνεια και η κρυψίνεια, το ψέμα, είναι μία αντίθεση ακόμη. Η αγάπη και ο θυμός. Σε μία σκηνή βλέπουμε την μία στιγμή τον Τέρυ Μαλόυ να φιλάει την γυναίκα που ερωτεύτηκε και την αμέσως επόμενη να αρπάζει ένα όπλο και να ετοιμάζεται να πάρει εκδίκηση. Οι αντιθέσεις που προβάλει συνεχώς η ταινία εξυπηρετούν ακριβώς αυτό το πράγμα. Να αναδείξουν την εσωτερική πάλη που δίνει ο ήρωας με τη συνειδησή του αλλά και με το παρελθόν του και το παρόν του.

Λόγω αυτής της «πάλης» του Τέρυ Μαλόυ στο «Λιμάνι της Αγωνίας» το αμερικάνικο σινεμά στιγματίστηκε από το μεγαλείο μερικών σκηνών, μερικών διαλόγων και μονολόγων (οι δύο μονόλογοι του ιερέα, κι ειδικά ο δεύτερος στο αμπάρι, δίχως ίχνος μελοδραματισμού καταφέρνει να είναι εξαιρετικά «δυνατός»), αλλά πάνω από όλα από την ερμηνεία του Μάρλον Μπράντο. Ο Μπράντο στο «Λιμάνι της Αγωνίας» κάνει την ταινία να μοιάζει πιο «σημαντική» από ό,τι είναι από μόνη της αλλά και ταυτόχρονα πιο διαχρονική. Ο Καζάν θαύμαζε την υποκριτική δεινότητα του Μπράντο. Κι αυτό φαίνεται να το εκμεταλλεύεται και με τη σκηνοθεσία του. Τα κοντινά του Μάρλον Μπράντο δεν είναι παρά ελάχιστα. Στην πλειοψηφία η κάμερα τον καδράρει σε mezzo πλάνα (φαίνεται ολόκληρος από τη μέση και πάνω) και κάποιες φορές με μία πολύ μικρή γωνία λίγο πιο πάνω από αυτόν, για να μπορεί να καταγράψει τις κινήσεις των χεριών του, το πως σκύβει ή σηκώνει ή γυρίζει το κεφάλι, το πως συμμετέχει γενικώς όλο αυτό το μέρος του σωματός του την ώρα που ερμηνεύει τον ρόλο του... ακόμα και το πως μασάει την τσίχλα όταν φλερτάρει με την Εύα Μαρί Σεντ.

Η κλασική σκηνή - με την κλασική ατάκα «I coulda been a contender» - στο πίσω κάθισμα ενός ταξί όπου ο Τέρυ κι ο μεγάλος αδερφός του Τσάρλι έχουν έναν μακροσκελή διάλογο σχετικά με το αν ο Τέρυ αποφάσισε τελικά να καταθέσει εναντίον της μαφίας ή όχι, έχει σημαδέψει την ταινία εξαιτίας της ερμηνείας και των δύο ηθοποιών αλλά περισσότερο του Μπράντο γιατί σε εκείνη ακριβώς τη σκηνή γίνεται απόλυτα ξεκάθαρο στον θεατή το πόσο βασανίζεται ο χαρακτήρας που υποδύεται. Συναισθηματικά η οθόνη κατακλύζεται εντός πέντε λεπτών από αδελφική αγάπη, από καλοσύνη, από αγωνία, από θυμό, από απογοήτευση... μα πάνω από όλα από την πλήρη σύγχυση του πρωταγωνιστή. Το σημείο ? κάπου στη μέση όλης αυτής της σεκάνς ? όπου ο Τσάρλι βγάζει όπλο στον μικρό αδερφό του και ο Τέρυ το απομακρύνει λέγοντας «ω, Τσάρλι» είναι μία στιγμή όπου τα λόγια για το πόσο «τέρας» υποκριτικής ήταν ο Μάρλον Μπράντο είναι πραγματικά φτωχά.

Ο Καζάν δημιούργησε μία από τις σπουδαιότερες ταινίες του Αμέρικαν σίνεμα εκείνης της εποχής. Μπορεί στα «μοντέρνα» μάτια μας πια να μην φαντάζει και τόσο φρέσκια αλλά τότε έβαλε εκ νέου τον πήχη ψηλά σχετικά με το πως πρέπει να γράφεται ένα σενάριο για ταινία του είδους, τι επίπεδο πρέπει να?χει ο ηθοποιός που καλείται να παίξει τέτοιο ρόλο αλλά κι επιπρόσθετα τι επιπέδου πρέπει να?ναι ο σκηνοθέτης για να φτιάξει μία ταινία τόσο σπουδαία σαν κι αυτή. Ο Ηλίας Καζάν ήταν ο σκηνοθέτης εκείνου του επιπέδου που του επέτρεψε να βάλει τον ίδιο πιτσιρικά που από την αρχή της ταινίας ήταν στο πλευρό του Μάρλον Μπράντο και φροντίζανε παρέα τα περιστέρια, ακόλουθα να τον βρίζει και να του κάνει «κακό» επειδή «πρόδωσε» τις αρχές της φιλίας τους. Σαν να λέει ότι ήταν παιδιά στο μυαλό όσοι τον κριτικάρανε επειδή κατέθεσε στην επιτροπή. Ακόμα ήταν του επιπέδου εκείνου που τον έκανε να προσθέσει μία σκηνή ελάχιστων δευτερολέπτων (φαντάζει σχεδόν «άσχετη» με τους υπόλοιπους χώρους που έχουμε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή) όπου βλέπουμε κάποιον πλούσιο κύριο ? πλάτη ? να παρακολουθεί στην τηλεόραση την «πτώση» της μαφίας. Και με αυτή τη σκηνή ήταν σαν να λέει πως ό,τι και να κάνουμε υπάρχουν πάντα τα μεγάλα συμφέροντα από πίσω, οπότε καλύτερα να έοχυμε καθαρή συνείδηση παρά βρώμικη σαν κι αυτών. Πέραν όμως αυτών των σκηνών, που του έδιναν κρυφή ικανοποίηση αλλά για πολιτικούς κι όχι καλλιτεχνικούς λόγους, έφτιαξε και μερικές σκηνές όπως αυτή του γεμάτου ένταση φιλιού των δύο πρωταγωνιστών στο δωμάτιο, αυτή του ξεσπάσματος του Τέρυ (όταν αποφασίζει εν θερμώ να πάρει εκδίκηση) κι εκείνη του φινάλε με το νευρικό μοντάζ, που θα θυμόμαστε για πάντα.

Ο σεναριογράφος Μπαντ Σούλμπεργκ είχε πει σε συνέντευξη το 2006 πως κατά την αποψή του οι επιθέσεις που γινόντουσαν εκείνη την εποχή κατά πραγματικών ή φανταστικών κομμουνιστών έκαναν μεγαλύτερο κακό στις ΗΠΑ από ό,τι το ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα. Ο Ζυλ Ντασέν, κατά τη δική του άποψη, πίστευε ακράδαντα ότι ο Ηλίας Καζάν το μόνο που ήθελε ήταν να συνεχίσει να κάνει ταινίες με οποιοδήποτε κόστος και για αυτό κατέθεσε. Για τον λόγο αυτό δεν συγχώρεσε ποτέ τον μέχρι τότε φίλο του σκηνοθέτη. Ο Καζάν από μέρους του έκανε ό,τι έκανε, και δεν είμαστε εδώ για να τον κρίνουμε για αυτό αλλά μόνο για το έργο του, κατόπιν γύρισε «Το Λιμάνι της Αγωνίας» και στο τέλος κατάφερε να πάρει βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Α? Ανδρικού, Σεναρίου, Β? Γυναικείου, Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης, Φωτογραφίας και Μοντάζ.

Στην αυτοβιογραφία του (A Life ? 1988) για την βραδιά εκείνη της απονομής αυτών των 8 Όσκαρ (από τα 12 για τα οποία είχε προταθεί) γράφει: «εκείνη τη νύχτα ένοιωσα τι γεύση έχει η εκδίκηση και το απόλαυσα». Εμείς από την καρέκλα του θεατή και αφού την παρακολουθήσουμε, νοιώθουμε τι ωραία γεύση έχει η καθαρή συνείδηση, το ήθος και η ειλικρίνεια και τι άσχημη γεύση έχει η σιωπή κι η καταπίεση. Συνταγή του Καζάν, εκτελεσμένη δια χειρός Μάρλον Μπράντο. Ίσως ο πιο σημαντικός λόγος, που θα πρέπει να κρατήσουμε, για τον οποίο έγραψε ιστορία το «Λιμάνι της Αγωνίας».