RIFIFI

Την εποχή που δημιουργήθηκαν κάποιες ταινίες, που αποδείχτηκαν πως ήταν πρωτοπόρες, ιδρύθηκαν εξαιτίας τους συγκεκριμένα κινηματογραφικά είδη ή ακόμα, λόγω των επινοήσεων που εμπεριείχαν, αποτέλεσαν το παράδειγμα προς ? ατελείωτη ? μίμηση καθώς έθεσαν τους κανόνες, τις βάσεις δόμησης συγκεκριμένου στυλ ταινιών. Τέτοιες ταινίες ήταν το «Μετρόπολις» (1927) του Φριτς Λανγκ, ο «Δεσμώτης του Ιλίγγου» (1958) του Χίτσκοκ, «Οι 7 Σαμουράι» του Κουροσάβα (1954) αλλά και το «Ριφιφί» του Ζυλ Ντασέν (1955). Η τελευταία θεωρείται σημαντική όχι γιατί έθεσε τους κανόνες του φιλμ νουάρ, είδους που υπήρχε ήδη, αλλά τους κανόνες του heist movie, των ταινιών δηλαδή που είχαν να κάνουν με οργανωμένη εγκληματική πράξη κάποιας ομάδας, συνήθως κάποιας μεγάλης ληστείας. Επιπλέον τοποθέτησε στο λεξιλόγιο μας την λέξη «ριφιφί» και τη συνέδεσε με το σχέδιο διάρρηξης και εκτέλεσης αυτού κάποιου καλά φυλασσόμενου χώρου.

Το «Ριφιφί» το σκηνοθέτησε ο Ζυλ Ντασέν μετά από τετραετή αποχή από το επάγγελμα αφού είχε πάει στο Παρίσι από το 1950 λόγω του Μακαρθισμού, και παρότι τότε είχε γυρίσει το επίσης εξαιρετικότατο φιλμ-νουάρ «Η Νύχτα και η Πόλη». Οι λόγοι δηλαδή που τον οδήγησαν πίσω στο σινεμά ήταν καθαρά βιοποριστικοί. Παρόλα αυτά ούτε το μη καλλιτεχνικό αυτό κίνητρο αλλά ούτε και η αποχή του φαίνεται να επηρέασαν τον ίδιο τον Αμερικανό καλλιτέχνη, σκηνοθέτη και σεναριογράφο, και το ταλέντο του.

Ο Τόνι Στεφανουά (Ζαν Σερβέ) αποφυλακίζεται μετά από πέντε χρόνια και οι δύο πιο στενοί του φίλοι, ο Τζο και ο Μάριο του προτείνουν να ληστέψουν κάτι κοσμήματα από τη βιτρίνα ενός κοσμηματοπωλείου. Ο Στεφανουά όμως έχεις αγριότερες ορέξεις. Έτσι στόχος τους δεν είναι η πια βιτρίνα αλλά το ίδιο το χρηματοκιβώτιο. Με την αρωγή του Σεζάρ (Ζυλ Ντασέν), έμπειρου διαρρήκτη χρηματοκιβωτίων, η ομάδα βάζει μπρος το σχέδιο της.

Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου επί της οθόνης αποτελεί μία από τις κλασσικότερες σκηνές φιλμ-νουάρ όλων των εποχών. Επί μισή ώρα δεν ακούγεται τίποτα παρά φιλμογραφείται η διάρρηξη βήμα βήμα, με κάθε της λεπτομέρεια. Το σφυρί και το καλέμι, τυλιγμένα με πανιά για να «πνίγουν» τον ήχο, η ομπρέλα που μαζεύει τα μπάζα, η ειδική σκοινένια σκάλα, είναι μερικές από τις λεπτομέρειες στις οποίες μας εκθέτει ο Ντασέν. Παράλληλα μοναδικοί ήχοι που ακούγονται είναι τα σχεδόν αθόρυβα βήματα των ηθοποιών, κάποιο βήξιμο, ο απαλός ήχος του σφυριού και? η ανάσα μας. Διότι εν αντιθέσει με τα θρίλερ εδώ στόχος δεν είναι να γίνουμε μάρτυρες μιας σεκάνς έχοντας κομμένη την ανάσα μας αλλά έχοντας αυτή ως τον μοναδικό σχεδόν ήχο που θα ακούσουμε για την επόμενη μισή ώρα. Προς το τέλος, και ενώ η προσοχή μας έχει επικεντρωθεί στο άνοιγμα το χρηματοκιβωτίου, το μοντάζ γίνεται λίγο πιο γρήγορο και ως εκ τούτου το σασπένς, που είχε οικοδομηθεί για τόση ώρα στα βουβά, εκτινάσσεται στα ύψη.

Πέρα από αυτήν την περίτεχνα δομημένη σκηνή υπάρχουν και ορισμένες άλλες που τραβούν την προσοχή μας με την σκηνοθετική τους μαεστρία. Η σεκάνς όπου οι τέσσερις κακοποιοί αποχαιρετούν κάποια αγαπημένα τους πρόσωπα, δεν αναλώνει πολύ χρόνο αλλά ολοκληρώνεται μέσα στο καμπαρέ όπου η νέα ερωμένη του Σεζάρ κάνει πρόβα με τους υπόλοιπους μουσικούς και ο Σεζάρ την αποχαιρετά σαν γνήσιος τζέντλεμαν. Επίσης η σκηνή όπου ο Τόνι Στεφανουά μπαίνει στα παρασκήνια του καμπαρέ και βρίσκει τον Σεζάρ (δεν μαρτυράω περισσότερα?) και συνομιλούν δείχνει το πόσο ευφάνταστα αλλά ταυτόχρονα και με απόλυτη ακρίβεια ήξερε να σκηνοθετεί τέτοιες σκηνές ο Ζυλ Ντασέν, προς όφελος όχι της ίδιας της δράσης αλλά της ψυχολογίας του πρωταγωνιστή. Εκεί βέβαια που η δράση αποκτά μια κωμική, ίσως παλιομοδίτικη και μη ρεαλιστική, απεικόνιση είναι στις βίαιες σκηνές. Σώμα με σώμα τσακωμοί ή πυροβολισμοί που οδηγούν σε τραυματισμό ή θάνατο κάποιου, πλέον δεν θα περάσουν απαρατήρητοι για το «αναληθές» της υποκριτικής τους έκφρασης και μάλλον θα προσφέρουν κάποια χαμόγελα συμπάθειας προς τους ηθοποιούς που τόσο άκομψα έπεσαν ή χτύπησαν τον αντίπαλο τους. Ειδικά η σκηνή της «κοίμησης» με χλωροφόρμιο των δύο ενοίκων δίπλα από το κοσμηματοπωλείο είναι ίσως η πλέον αναληθοφανής. Μικρή σημασία έχει όμως κάτι τέτοιο. Το ύφος, το στυλ, το φως, το συναίσθημα κάθε σκηνής σε κάθε σετ και η ιδιοφυία του σεναρίου είναι αξεπέραστα έτσι και αλλιώς.

Κάτι ακόμα που χρήζει σχολιασμού είναι ο τρόπος δόμησης ολόκληρης της ιστορίας. Ενώ στα περισσότερα heist movies έχουμε την διάρρηξη στην κορύφωση του φιλμ εδώ την έχουμε στη μέση. Φανταστείτε δηλαδή το ?Italian Job? (1969) με τον Μάικλ Κέην και τη σκηνή με το λεωφορείο στις Άλπεις να την παρακολουθούμε όχι σαν τελευταία σκηνή της ταινίας αλλά κάπου στην μία ώρα αυτής. Και μετά; Πως συντηρεί κάποιος το σασπένς μετά; Πως εμβαθύνει κάποιος περαιτέρω στους χαρακτήρες; Ο Ντασέν ήξερε. Έτσι μετά την ληστεία τίποτα δεν μπορεί να μας προετοιμάσει για αυτό που θα ακολουθήσει μέχρι και το φρενήρες σε ρυθμό και λόγω των απανωτών ανατροπών, φινάλε του.

Το «Ριφιφί» είναι η ταινία πρόδρομος μιας ολόκληρης υποκατηγορίας στην κατηγορία των φιλμ-νουάρ. Σκοτεινοί χαρακτήρες, σκοτεινοί δρόμοι και χώροι του Παρισιού, και ένα μεγαλόπνοο σχέδιο καταστρωμένο από έναν αινιγματικό κακοποιό και την ομάδα του. Όσο πιο μεγάλος και επικίνδυνος ένας άντρας τόσο πιο μεγάλα και επικίνδυνα τα σχέδια του. Ο Ντασέν έθεσε τις βάσεις και οι υπόλοιποι έκτοτε τις ακολούθησαν σχεδόν κατά γράμμα. Μία σπουδαία ταινία με πληθώρα αξιομνημόνευτων σκηνών, ειδικά αυτή της ληστείας, που όμοια της δεν έχει ξαναυπάρξει. Ένα πραγματικό κομψοτέχνημα, που χάρισε στον Ντασέν το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας το 1955 στο Φεστιβάλ των Καννών.