Το «Μια Κάποια Εκπαίδευση» είναι μία ταινία που κατόρθωσε σε μένα κάτι πάρα πολύ σπάνιο. Να με θυμώσει! Ίσως τελευταία φορά που μου είχε συμβεί αυτό να ήταν στο «Συριάνα», για πολύ διαφορετικούς όμως λόγους. Πρόκειται για μια πολυσυζητημένη ήδη ταινία, με αρκετές υποψηφιότητες αλλά και βραβεύσεις στα διάφορα διεθνή βραβεία και φεστιβάλ, η ιστορία της οποίας είναι τόσο γήινη, που φαντάζει σχεδόν εξωγήινο το γεγονός ότι τελικά κατάφερε να με θυμώσει.
Η ιστορία της ταινίας έχει σαν κεντρικό χαρακτήρα την 16χρονη Τζένυ (Κάρευ Μάλιγκαν). Η Τζένη ζει στο Λονδίνο του 1961, είναι μία πολύ καλή μαθήτρια, λίγο αδύναμη μόνο στα λατινικά, αγαπάει πολύ το τσέλο και έχει ως στόχο να εισηχθεί στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Μία μέρα συναντάει τον Ντέηβιντ που είναι σχεδόν κατά είκοσι χρόνια μεγαλυτερός της και έτσι ξεκινάει μία πολύ ιδιαίτερη συναναστροφή. Με τον Ντέηβιντ (Πήτερ Σαρσγκααρντ) ανακαλύπτει την πραγματική ζωή. Τα ωραία εστιατόρια, τα τζαζ κλαμπ, τις εκδρομές, ακόμα και τις δημοπρασίες.
Είναι πραγματικά καταπληκτικό το πως ξεκινάει και πως εξελίσσεται αυτή η σχέση. Για την πρώτη ώρα της ταινίας βλέπουμε δύο υπέροχους χαρακτήρες και την υπέροχη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Η τρυφερότητα και ο ρομαντισμός είναι ο πυρήνας αυτής. Έτσι με μεγάλη ευχαρίστηση, για αυτή την πρώτη μία ώρα, παρακολουθούμε την καλύτερη ρομαντική ταινία παραγωγής 2009. Η εφηβική αθωότητα και ο ενήλικος ρομαντισμός συναντιούνται και από μέσα τους πηγάζουν πολλές τρυφερές στιγμές και πολλές μεγάλες αλήθειες. Τα αντικρουόμενα πιστεύω της Τζένυ με τον πατέρα της (Άλφρεντ Μολίνα) ενισχύουν αυτές τις αλήθειες. Αυτός πιστεύει πως η γνώση και μόνο η γνώση μπορεί να σε φτάσει κάπου και αυτή αρχίζει να βλέπει πως τελικά το μεγαλύτερο σχολείο είναι η ίδια η ζωή και οι εμπειρίες που συλλέγουμε κατά τη διαρκειά της. Η ίδια σύγκρουση εμφανίζεται και με την καθηγήτρια της όπως και με την διευθύντρια του σχολείου της (Έμμα Τόμσον).
Μεγάλο προτέρημα του «Μια Κάποια Εκπαίδευση» είναι οι ερμηνείες των ηθοποιών. Η Κάρευ Μάλιγκαν είναι μια πραγματική αποκάλυψη, το ιδανικό πρόσωπο για μια τόσο ρομαντική ταινία σαν και αυτή. Σχεδόν ερωτεύσιμη από την πρώτη ματιά, η φυσιογνωμία της με εξίταρε τόσο πολύ όσο είχε καταφέρει να με εξιτάρει η Τζουλιέτα Μασίνα όταν την είχα πρωτοδεί στο «La Strada» του Φεντερίκο Φελίνι. Ο Άλφρεντ Μολίνα ξεχωρίζει για την θαυμάσια ερμηνεία του σαν ο αντικοινωνικός συντηρητικός πατέρας και ενίοτε κέρβερος της οικογενείας, σε ό,τι έχει κυρίως να κάνει με τη σωστή ανατροφή και εκπαίδευση της κόρης του. Κρίμα που δεν πήρε έστω το βραβείο BAFTA για την ερμηνεία του αυτή. Τέλος και η Έμμα Τόμσον στις δύο πολύ σύντομες σκηνές που εμφανίζεται αποδεικνύει και πάλι το τεράστιο υποκριτικό της ταλέντο, όπως και η επίσης βρετανίδα Ρόζαμουντ Πάικ στο ρόλο της κλασικής ευκατάστατης γυναίκας της εποχής, που απολαμβάνει τις εκδρομές στην ύπαιθρο και τα ψώνια στο Τσέλσι.
Όλα τσούλαγαν υπέροχα. Μέχρι τη στιγμή που αποφάσισαν οι δημιουργοί της ταινίας να δείξουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Μέχρι τη στιγμή που αποφάσισαν να μας πουν πως όσα βλέπαμε τόση ώρα ήταν ρομαντικές μπούρδες, πως οι αλήθειες της μικρής κι αθώας Τζένυ, που για τόση ώρα έχτιζαν τόσο πειστικά με επιχειρήματα και ανεδαφικές συγκρούσεις με τους αντιγνωμούντες γύρω της, ήταν όλες εσφαλμένες και πως η μία μοναδική και παγκόσμια αλήθεια είναι η εξής: όλοι οι άντρες είναι ανειλικρινή γουρούνια και δεν πρέπει να εμπιστεύεστε κανέναν άντρα, μέχρι τουλάχιστον να πάρετε ένα πτυχίο και να βρείτε μετά κάποιον για να σας εξασφαλίσει για το υπόλοιπο της ζωής σας. Ω ναι, το μήνυμα που περνάει η ταινία είναι ακριβώς αυτό!!! Όλοι οι άντρες είναι ψεύτες. Το πραγματικό σχολείο δεν είναι η ίδια η ζωή, τουλάχιστον για τα 16χρονα, αλλά το σχολείο με τους καθηγητές και κατόπιν το πανεπιστήμιο και πως όποιος τα παρατήσει όλα αυτά είναι χαμένος από χέρι.
Αν είναι ποτέ δυνατόν να σπαταλάει κάποιος μία ώρα ταινίας για να χτίσει τόσο θαυμάσια τους χαρακτήρες της και τα όσα πρεσβεύουν αυτοί και μετά να τα ανατρέψει όλα αυτά και επί της ουσίας για να τα αναιρέσει. Κι αυτό γιατί σκοπεύει τελικά να ευλογήσει μία «οπτική γωνία», που σίγουρα μπορεί κάποιους να αντιπροσωπεύει, αλλά που δεν μπορεί να γίνει κοινώς αποδεκτή όταν τσουβαλιάζει μία συγκεκριμένη τάξη ανθρώπων (που τυγχάνει να είναι εδώ το ανδρικό φύλο). Πόσο μάλλον όταν αυτή την οπτική γωνία την πλασάρει με ακραίο διδακτισμό ως παγκόσμια αλήθεια, που θα έπρεπε όλοι να έχουμε διδαχτεί για να μην την πατήσουμε όπως η ηρωίδα μας, που τα τελευταία 15 λεπτά του φιλμ ζητάει από τους πάντες συγγνώμη για την αφελειά της! Δηλαδή βιώνουμε μία φιλμική? σχιζοφρένεια! Τουλάχιστον η άποψη που μας πέρναγε η Τζένυ πως «το καλύτερο σχολείο είναι η ίδια η ζωή» είναι κοινώς αποδεκτή. Σαφέστατα και δεν είναι απόλυτη, δεν πρέπει άλλωστε να υπάρχει απολυτότητα στις απόψεις, αλλά ποιος μπορεί να το αντικρούσει επαρκώς αυτό; Δεν χρειάζεται κάποιος να είναι λάτρης του εμπειρισμού για να συμφωνήσει με αυτή την άποψη. Με λίγες και συγκεκριμένες εμπειρίες λίγο ή πολύ όλοι συμφωνούμε με αυτή. Αλλά με το ότι όλοι οι άντρες είναι ψεύτες και υποκριτές λίγο ή πολύ όλοι διαφωνούμε.
Θα μου πείτε ότι δεν χρειάζεται να θυμώνω με κάτι τέτοιο. Άλλωστε για ταινία πρόκειται. Και όμως θεωρώ ότι αυτή η ταινία με θίγει. Για μένα αυτή η ταινία είναι τόσο επικίνδυνη όσο επικίνδυνο είναι και ένα φιλμ με αποκεφαλισμούς και ξεκοιλιάσματα για ένα πεντάχρονο. Διότι επιλέγει να διδάξει το κοινό με πολύ ύπουλο τρόπο, παραπλανώντας το ουσιαστικά και παρουσιάζοντας ως τελείως λάθος τον κόσμο και τα πιστεύω της ηρωίδας με την οποία είχαμε ταυτιστεί την πρώτη ώρα του φιλμ. Επίσης δεν μου κάνει καθόλου εντύπωση ότι μία γυναίκα σκηνοθέτιδα και μία άλλη γυναίκα, στην πραγματική «εμπειρία» της οποίας βασίστηκε το σενάριο, είναι οι δημιουργοί αυτής της ταινίας. Δεν τίθεται θέμα μισογυνισμού ή αντιφεμινισμού (τουναντίον!!!) από μέρους μου. Ακόμα και άντρες να γύριζαν έργο με αντίστοιχο μήνυμα για τις γυναίκες θα τους κακοχαρακτήριζα και θα έλεγα πως καλό θα ήταν τα απωθημένα τους ή τα ψυχολογικά τους προβλήματα να μην τα κάνουν ταινίες! Να τα λύνουν πρώτα!!! Πολύ κρίμα για το άψογο καστ, την καταπληκτικότερη ερμηνεία νέου ταλέντου που είδα για φέτος, της Κάρευ Μάλιγκαν, τον στιβαρό Άλφρεντ Μολίνα και την εξίσου στιβαρή σκηνοθεσία. Αναρωτιέμαι τι εκπαίδευση είχε ο μυθιστοριογράφος του «High Fidelity» όταν έγραφε το πρώτο του σενάριο... όταν δηλαδή έγραφε το σενάριο του «Μια Κάποια Εκπαίδευση»...