The Road - Ο Δρόμος

Το 2009 ήταν η χρονιά του πλανήτη Γη? για την ακρίβεια ήταν η χρονιά της καταστροφής του. Κυκλοφόρησαν ουκ ολίγες ταινίες που έδειχναν ότι ο κόσμος μας όπως τον ξέρουμε καταστρεφόταν ή θα καταστρεφόταν ή ήταν ήδη κατεστραμμένος. Είχαμε τον Πρόγιας με το ?Knowing? (Σκοτεινός Κώδικας), μετά το animated ?9? με τις κούκλες, το ?2012? του Έμεριχ, το ?Book of Eli? (Ο Εκλεκτός) και τώρα το ?The Road? (Ο Δρόμος). Πέντε ταινίες που τοποθετούνται χρονικά στο κοντινό, ή ακόμα και πιο μακρινό, μέλλον και που θέμα τους έχουν την σχεδόν ολική εξάλειψη της ανθρωπότητας μετά από γεγονότα που καταστρέφουν τον πλανήτη μας. Μήπως θέλουν κάτι να μας πουν;

Στην περίπτωση του «Δρόμου» τα πράγματα είναι πιο συγκεχυμένα και λιγότερο καταστροφολογικά. Η ταινία ξεκινάει με έναν πατέρα (Βίγκο Μόρτενσεν) και τον γιο του να περιπλανιούνται σε έναν μουντό κόσμο όπου πόσιμο νερό και φαγητό έχουν απαλειφθεί από τον χάρτη και που ταυτόχρονα ελάχιστοι είναι οι επιζήσαντες και ακόμα πιο λίγοι οι μη? κανίβαλοι. Τοποθετούμαστε ευθύς εξαρχής λοιπόν, δίχως να μας παρουσιάζονται οι λόγοι που η γη μας έχει καταστραφεί, σε ένα περιβάλλον που μόνο βιώσιμο δεν είναι. Η ιστορία που βλέπουμε των δύο χαρακτήρων έχει ακριβώς αυτό το νόημα: πως θα επιβιώσουν και που θα καταλήξει το «ταξίδι» τους σε αυτό τον ζοφερό κόσμο όπου τα πάντα φαίνεται να ξεκινούν από το σημείο μηδέν?

Είναι καλό που βλέπουμε ότι κάποιος αμερικανός κινηματογραφιστής δεν χρησιμοποίησε τη συμβατική οδό για να ξεδιπλώσει το ταξίδι αυτών των χαρακτήρων. Μικρές ωραίες σκηνές αποδίδουν στο μέγιστο την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και ο πλανήτης και αυτοί που συνεχίζουν να ζουν μέσα σε αυτόν. Πατέρας και γιος αγναντεύουν από μακριά ένα δάσος που φλέγεται με μανία? λίγο αργότερα περπατούν ανάμεσα στα ερείπια μιας πόλης μήπως και βρουν λίγη τροφή, προσπερνώντας τελείως αδιάφορα σκορπισμένα χαρτονομίσματα. Ο Αυστραλός σκηνοθέτης Τζον Χιλκόουτ (φίλος του επίσης Αυστραλού Νικ Κέηβ που συνέθεσε και την πρωτότυπη μουσική της ταινίας) δείχνει εδώ σημάδια καλλιτέχνη που προσεγγίζει το θέμα του με σοβαρότητα και δίχως φανφάρες ή σκηνοθετικές διευκολύνσεις και ακαδημαϊσμό.

Είναι περίεργο όμως το πως δρα τελικά αυτή η προσέγγιση σε αυτή την ιστορία. Ενώ η ατμόσφαιρα της ταινίας είναι πολύ καλή, ενώ η ερμηνεία των δύο πρωταγωνιστών είναι εξίσου καλή, το μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθυ, που προ διετίας μας είχαν δώσει οι αδερφοί Κοέν και το «Καμμία Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους» επίσης του ίδιου συγγραφέα, δεν αποκτά την κινηματογραφική υπόσταση που ίσως θα του άρμοζε. Οι ρυθμοί της ταινίας την καταδικάζουν να γίνει σχετικά γρήγορα βαρετή και να μην μας απασχολεί τόσο η εξέλιξη της ιστορίας των ηρώων αλλά οι μικρές όμορφες πινελιές ? εικαστικού τύπου που προσθέτουν στην αφήγηση, όπως τα πλάνα που προαναφέραμε ? που διαφοροποιούν αυτό το έργο από άλλα του είδους.

Και μετά; Το ταξίδι επιβίωσης είναι επί της ουσίας ταξίδι? γονικής παροχής και εκπαίδευσης. Στον πλέον απάνθρωπο, όπως έχει καταλήξει να είναι, κόσμο, τόσο εξαιτίας των φυσικών φαινομένων όσο κι εξαιτίας των κανίβαλων που κυκλοφορούν πια, η ανατροφή ενός «μονάκριβου» παιδιού αποκτά διαφορετικό νόημα και διαφορετική βαρύτητα για τον ίδιο τον «μονάκριβο» πατέρα. Ο οποίος πατέρας κατέληξε «μονάκριβος» γιατί η συμβία του (Σαρλίζ Θέρον) τον άφησε μόνο του και εξαφανίστηκε γιατί δεν άντεχε την κατάσταση που επικρατούσε. Η Θέρον συμβολίζει τους ανθρώπους που δεν αντέχουν χωρίς φως στη ζωή τους, που όταν οι συνθήκες εκμηδενίζουν τις ελπίδες για το όποιο μέλλον τότε αποθαρρύνονται τελείως και το μόνο θάρρος που τους μένει είναι αυτό που απαιτείται για να αυτοκτονήσουν. Η ταινία μας μεταφέρει κατά διαστήματα στο παρόν και στο παρελθόν για να δείξει το πώς ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για τον κόσμο όπως τον ξέραμε αλλά κυρίως για την οικογένεια. Η συμμετοχή της Θέρον δεν ξεπερνάει τα δέκα λεπτά επί της οθόνης και τελικά το μόνο που δικαιολογεί η παρουσία της είναι το ότι δίνει το άλλοθι του γιατί βλέπουμε μόνο πατέρα και γιο σε όλη την υπόλοιπη ταινία και όχι κι αυτήν. Τίποτα παραπάνω.

Η φωτογραφία ταιριαστή για την ατμόσφαιρα που ήθελε ο Χιλκόουτ να δώσει στο φιλμ του αλλά προσωπικά θα μου ταίριαζε κάτι περισσότερο στυλιζαρισμένο και στο ύφος του «Εκλεκτού». Ο κόσμος που βλέπουμε είναι μουντός και μόνο και η φωτογραφία δεν του έχει δώσει καθόλου «χαρακτήρα» όπως είχε στον «Εκλεκτό» με τη χρήση του περίεργου κοντράστ και του color correction που έδινε την αίσθηση ότι όντως ο κόσμος έχει πράγματι καεί ολοσχερώς και παντού επικρατεί το σταχτί χρώμα κι όχι το μπλε του ουρανού. «Ο Δρόμος» έχει απλά μια μόνιμη και κουραστική... μουντάδα. Αυτό δυσκολεύει την παρακολούθηση της ταινίας ειδικά σε συνδυασμό με τους ρυθμούς που έχει, αφού την κάνουν να φαντάζει πραγματικά αδιάφορη από ένα σημείο και μετά. Δύο σκηνές ? η εξερεύνηση του υπογείου ενός σπιτιού και η συναντησή τους με τον γέροντα που υποδύεται ο Ρόμπερτ Ντιβάλ ? είναι πολύ λίγες για να σπάσουν την μονοτονία του «Δρόμου».

Ο Τζον Χιλκόουτ παρέδωσε ένα ποιοτικό φιλμ που όμως βρίσκω ότι δεν έχει περιεχόμενο, παρά μόνο βασίζεται στην «τέχνη» με την οποία το γύρισε και στην τελευταία σκηνή που θα κάνει κάθε αμερικάνο οικογενειάρχη να την ξανανοικιάσει σε DVD όταν βγει για να αναθρέψει τα παιδιά του με τα σωστά πρότυπα. Με λίγα λόγια η ταινία πρεσβεύει το ότι ακόμα κι αν όλα ξεκινήσουν από το μηδέν τελικά μετά θα ξαναφθάσουμε στο σημείο που έχουμε σήμερα ως κοινωνία, και με τις συγκεκριμένες επιμέρους δομές της, γιατί απλούστατα αυτή? είναι η μοίρα μας! Δεν χρήζει συγχαρητηρίων αυτό το φιλμ και ο σκηνοθέτης του κι αυτό γιατί ένοιωσα ότι προσπαθεί να μου τα εκβιάσει μόνο και μόνο επειδή κάποιος επιτέλους, και για αυτό το είδος ταινίας πάντα, θυμήθηκε να κάνει τέχνη! Τέχνη έκανε ο Ντάνκαν Τζόουνς με το «ΜΟΟΝ» και με πολύ περισσότερο «ζουμί» μέσα της. Στον «Δρόμο» η τέχνη αποδεικνύεται πολύ λίγη επειδή α) καταλήγει να προσδίδει στην ταινία ρυθμούς χελώνας και να την καθιστά στο μεγαλύτερο μέρος της εξαιρετικά βαρετή, αλλά το κυριότερο επειδή β) η τελευταία σκηνή που εμπεριέχει αυτή η ταινία είναι η χειρότερη δυνατή επιλογή για οποιονδήποτε θεατή στον πλανήτη δεν μεγάλωσε με το αμερικάνικο όνειρο και πρότυπο οικογένειας. Λυπάμαι αλλά δεν τσιμπάμε?

Κρίμα για την υπέροχη μουσική του Νικ Κέηβ (για άλλη μία φορά μετά το καταπληκτικό soundtrack που έγραψε για την «Δολοφονία του Τζέσε Τζέημς») αλλά και για την τόσο στιβαρή και άξια ερμηνεία του Μόρτενσεν στο ρόλο του πατέρα. Αν «ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία» όπως ξέρουμε όλοι από το γνωστό στίχο, τότε ο συγκεκριμένος αυτής της ταινίας φαντάζει, όταν ολοκληρώνεται η διαδρομή του, ότι δεν είχε τελικά καμμία ιστορία, αλλά μάλλον έφερε ως μόνο μήνυμα τον έταιρο στίχο «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν». Δεν μου κάνει καμμία εντύπωση που άλλο ένα μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθυ, μετά από το «Καμμία Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους» αποδεικνύεται ένα τεράστιο κινηματογραφικό «δήθεν», διανθισμένο με μικρές ιδέες κι εμπνεύσεις που εξαντλούνται γρήγορα.