Το βιβλίο αποτελεί ένα αντικείμενο της καθημερινής ζωής, τμήμα του υλικού πολιτισμού, και ως εκ τούτου δεν πρέπει να αποκόπτεται από το ευρύτερο ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό, πολιτισμικό περιβάλλον του γιατί τότε υπάρχει κίνδυνος να μην γίνουν διακριτοί οι λόγοι που επέβαλλαν τη δημιουργία του, οι αισθητικές προτιμήσεις του σύγχρονου του κοινού και η εξέλιξή του μέσα στο χρόνο, κάτι που ισχύει, άλλωστε και για όλα τα έργα τέχνης.
Mε το πέρασμα του χρόνου, οι ανάγκες του ανθρώπου αυξάνονται και σταδιακά αρχίζει να διαμορφώνεται το αίτημα για γραφή που, αποτελώντας χαρακτηριστικό της αστικής ζωής, παρακολουθεί την εξέλιξη των κοινωνιών. Όταν κάνει κανείς λόγο για γραφή εννοεί την μεταφορά του προφορικού λόγου σε μια μόνιμη συμβατική μορφή.
Στην ιστορία και την θεωρία της τέχνης, ένα έργο, ένας καλλιτέχνης, ένα στυλ γενικότερα, αναλύεται, προσεγγίζεται, αποτιμάται και τεκμηριώνεται σύμφωνα με τις βασικές αρχές που έχουν τεθεί από τις καθιερωμένες μεθόδους-σχολές, όπως είναι η μορφολογική, η εικονολογική-εικονογραφική, η αναλυτική-ψυχολογική, η κοινωνικο-ιστορική και η φεμινιστική. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις: η ψυχολογική και η κοινωνικο-ιστορική.
Η μελέτη του διαλόγου μεταξύ εμπειρικής πραγματικότητας και Τέχνης κατά τον 20ό αιώνα -υπό το πρίσμα της κυριολεκτικής «προσθήκης» της πρώτης στην καλλιτεχνική δημιουργία- αποτελεί ομολογουμένως ανεξάντλητο επιστημονικό εγχείρημα και συνδέεται σαφέστατα τόσο με την χρήση υλικών διαφορετικών από εκείνα της παραδοσιακής ζωγραφικής και γλυπτικής (σε πρώτο επίπεδο), όσο και με την εισβολή του βιομηχανικού –κυρίως- αντικειμένου στον χώρο της Τέχνης (σε δεύτερο επίπεδο).
Από τους προβληματισμούς που έχουν τεθεί αναφορικά με το καλλιτεχνικό έργο, θα μπορούσαμε να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας σε δύο κομβικά σημεία. Καταρχάς ένα βασικό ερώτημα που αναδύεται είναι το πώς και γιατί ένας άνθρωπος φθάνει στην καλλιτεχνική δημιουργία, από ποια δηλαδή εσωτερική ανάγκη ωθούμενος παράγει ένα έργο τέχνης.