Πάολο Καλιάρι, αποκαλούμενος Βερονέζε (Paolo Caliari ditto il Veronese). Ιταλός ζωγράφος του τέλους της Αναγεννήσεως, από τους κυριότερους εκπροσώπους της Βενετικής Σχολής στη Χρυσή εποχή της. Γεννήθηκε στη Βερόνα, από όπου και η προσωνυμία του, (Βερόνα 1528-Βενετία 1588). Πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα, σε ένα περιβάλλον οπισθοδρομικό σε σύγκριση με τη Βενετία, διαποτισμένο όμως από τον κλασικισμό του Ραφαήλ και του Μιχαήλ-Αγγέλου, που είχε διαδοθεί στην περιοχή από τους ζωγράφους της Αιμίλια. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του Γκαμπριέλε Καλιάρι ή αν μαθήτευσε στο εργαστήριο του Τζοβάννι Καρότο ή του Αντόνιο Μπαντίλε. Ο αντιπρόσωπος αυτός του βενετσιάνικου νατουραλιστικού κλασικισμού, ο θησαυροφύλακας της βενετσιάνικης ζωγραφικής άρχισε την σταδιοδρομία του ως μανιεριστής.
Ο Auguste Rodin (1840-1917) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στο Παρίσι. Επέδειξε από πολύ νωρίς μία έμφυτη ροπή στη ζωγραφική, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα στα 14 χρόνια του να εισαχθεί στη σχολή Ecole Imperiale de Dessin. Παράλληλα με την εντατική μελέτη επισκεπτόταν μουσεία παρατηρώντας με ενδιαφέρον γλυπτά της αρχαιότητας, κάτι που τον έκανε να ανακαλύψει την προσωπική του κλίση στη γλυπτική.
Καρράτσι, Ιταλοί ζωγράφοι καταγόμενοι από την Μπολόνια, από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της Ιταλίας του 17ου αιώνα. Ο πρεσβύτερος, ο Λουντοβίκο (Ludovico), (Μπολόνια 1555-1619), ήταν ξάδερφος των δύο αδερφών Αγκοστίνο (Agostino), (Μπολόνια 1557-Πάρμα 1602) και Αννίμπαλε (Annibale), (Μπολόνια 1560-Ρώμη 1609). Η ταυτόχρονη δραστηριότητά τους στη Μπολόνια στα τέλη του 16ου αιώνα σημειώνει την αντίδραση στον ιταλικό μανιερισμό παράλληλα με την επανάσταση του Καραβάτζιο.
Οι καλλιτέχνες αυτοί πραγματοποιούν, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, το ίδιο ζωγραφικό πρόγραμμα που αποβλέπει στην επανασύνδεση της τέχνης με τη φύση, πράγμα αντίθετο από τις διανοητικές αναζητήσεις των εκλεπτυσμένων και κομψών μανιεριστών ζωγράφων που είχαν απομακρυνθεί από το φυσικό αντικείμενο.
Κλώντ Ζελλέ, (Glaude Gellee), Γάλλος ζωγράφος επονομαζόμενος Κλωντ Λορραίν (Claude Lorrain), (Σαμάν 1600-Ρώμη 1682). Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους τοπιογράφους και χαλκογράφους. Γεννήθηκε από φτωχή οικογένεια και έζησε ως το τέλος της ζωής του στη Ρώμη, όπου είχε εγκατασταθεί από τη νεανική του ηλικία. Πρώτος δάσκαλός του ήταν ο Αγκοστίνο Τάσσι, ζωγράφος τοπίων και διακοσμητικών αρχιτεκτονημάτων. Στην εξέλιξή του έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι επαφές με τους συγχρόνους του Νικολά Πουσσέν και Πέτερ βαν Λερ, η μελέτη του τοπίου των Καρράτσι και των οπαδών τους και οι Φλαμανδοί και Γάλλοι ζωγράφοι. Το έργο του Λορραίν, που ανήκει στη λεγόμενη ιδανική τοπιογραφία, χαρακτηρίζει ο πλούτος της φαντασίας σε συνδυασμό με την ακρίβεια στη μίμηση της φύσεως και ιδιαίτερα στην απόδοση των παραλλαγών του φωτός.
Nicolas Poussin, Γάλλος ζωγράφος (Λεζ Αντελύ 1594-Ρώμη 1665). Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, πρώτα στο χωρίο του με δάσκαλο τον Κεντέν Βαρέν, ύστερα στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε το 1612 και μαθήτευσε κοντά στον Φερντινάν Ελ και στον Ζωρζ Λαλλεμάν. Στο Παρίσι γνώρισε τον μανιερισμό της δεύτερης σχολής του Φονταινμπλώ, τα έργα του Ραφαήλ μέσα από τις χαλκογραφίες και την αρχαία γλυπτική από τα δείγματα των βασιλικών συλλογών. Εκεί πλησίασε τον Τζοβάν Μπαττίστα Μαρίνο, που αναγνώρισε την ιδιοφυία του και του ανέθεσε το 1622-23 τη δημιουργία μερικών σχεδίων. Ο θαυμασμός του για την ιταλική τέχνη ώθησε τον Πουσσέν να ταξιδέψει στην Ιταλία. Την πρώτη φορά, το 1620-21, πήγε μόνο στη Φλωρεντία. Το 1623 παρέμεινε για ένα διάστημα στη Βενετία και γνώρισε τα έργα των βενετσιάνων ζωγράφων του 15ου και 16ου αιώνα. Αργότερα, το 1642, εγκαταστάθηκε οριστικά στη Ρώμη, όπου βρήκε προστάτες τους πρίγκιπες Μπαρμπερίνι και τον καρδινάλιο Κασσιάνο ντελ Πότσο. Την εποχή εκείνη η Ρώμη ήταν κέντρο νέων ιδεών, εκεί εργαζόταν ο Ντομενικίνο, ο Σάκκι, ο Πιέτρο ντα Κορτόνα, ο Μπερνίνι, ο Λανφράνκο, ο Ντυκενουά, που ήταν οι γνωστότεροι καλλιτέχνες και έγιναν φίλοι ή αντίπαλοι του Πουσσέν.
Με τον όρο κλασικισμός, εκφράζεται η αισθητική θέση εκείνων των καλλιτεχνών, των συγγραφέων και των κριτικών που υποστηρίζουν ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο είναι κατά αυτούς ρυθμός, μέτρο και ήρεμη ισορροπία και έχει απόλυτα πραγματοποιηθεί σε ορισμένα έργα που για αυτόν τον λόγο έχουν αξία προτύπων. Με αυτήν την γενική έννοια ο κλασικισμός παρουσιάζεται σε κάθε εποχή και χώρα παράλληλα με την αντίθετή του και εξίσου παγκόσμια αντίληψη, ότι η τέχνη είναι έμπνευση εντελώς ελεύθερη από πρότυπα και κανόνες και δεν υπάγεται σε καμιά προκαθορισμένη ιδέα του ωραίου. Ιστορικά ο κλασικισμός και ο αντικλασικισμός παρουσιάζονται και εκδηλώνονται με διάφορες μορφές και τρόπους, εκφράζοντας τα αντίθετα αισθητικά ιδεώδη των διαφόρων εποχών. Ο κλασικισμός και ο αντικλασικισμός δεν αποτελούν προκαταλήψεις, αλλά γίνονται και οι δύο προκαταλήψεις όταν οι οπαδοί τους ταυτίζουν τη διάκριση μεταξύ κλασικισμού και αντικλασικισμού με τη διάκριση μεταξύ ωραίου και άσχημου ή τέχνης και μη τέχνης.
Andrea Mantegna, Ιταλός ζωγράφος (Νησί Καρτούρο, Πάντοβα 1431-Μάντοβα 1506). Γιός ξυλουργού, έδειξε από μικρός την κλίση του στη ζωγραφική και μαθήτευσε στην Πάντοβα, στο εργαστήριο του Φραντσέσκο Σκουαρτσιόνε, που τον υιοθέτησε όταν ήταν δέκα ετών. Η μαθητεία αυτή του επέτρεψε να έλθει σε επαφή με τον ουμανιστικό κύκλο που είχε σχηματιστεί στην Πάντοβα, από τους οπαδούς του Ντονατέλλο, ο οποίος εργαζόταν τότε στον ανδριάντα του Γκατταμελάτα. Από τα πρώτα έργα του Μαντένια, όπως «Η Παναγία με εννέα Αγίους», διακρίνεται η επίδραση της φλωρεντινής τέχνης, που είχε εφαρμόσει την ανακάλυψη της προοπτικής σε γλυπτικά και ζωγραφικά έργα. Πολλοί αναγεννησιακοί καλλιτέχνες, ο Λίππι, ο Πάολο Ουτσέλλο, ο Αντρέα ντελ Καστάνιο και ο Ντονατέλλο, είχαν ήδη εργαστεί για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στο Βένετο.