Harry Potter and the Half-Blood Prince - Ο Χάρυ Πότερ & ο Ημίαιμος Πρίγκηψ

Χάρυ Πόττερ για άλλη μια χρονιά. Πετυχημένα βιβλία. Πετυχημένες ταινίες. Κι όλα αυτά όχι γιατί είχαν γενική αποδοχή από τους φίλους της λογοτεχνίας ή του σινεμά, αλλά γιατί έτυχαν της ευτυχής συγκυρίας να καλύψουν ένα κενό σε ένα ειδικό κοινό που είχε ανάγκη λίγη... μαγεία. Το κοινό του «φανταστικού» ήταν πάντα δεδομένο και ευρύ, όσο δεδομένη ήταν και η ηλικιακή του γκάμα. Κοινώς ο Χάρυ Πόττερ απευθυνόταν σε μικρά και μεγάλα παιδιά. Εξ ου και η επιτυχία. Εξ ου και η αδιαφορία των παραγωγών να αναθέσουν (ευθύς εξαρχής) τη σκηνοθεσία των ταινιών σε κάποιον επιτυχημένο και οραματιστή σκηνοθέτη (όπως τουλάχιστον πρόσταζε η κινηματογραφική λογική... όχι η στουντιακή).

Ο «Ημίαιμος Πρίγκηψ», όπως και το προηγούμενο φιλμ της σειράς «Το Τάγμα του Φοίνικα», είχαν σκηνοθέτη τον άσημο Ντέηβιντ Γέητς. Στον «Ημίαιμο Πρίγκηπα» ο Πόττερ και η παρέα του επιστρέφουν στο Χόγκγουαρτς για 6η χρονιά, έχοντας ήδη ανοιχτούς λογαριασμούς με τον άρχοντα του κακού Βόλντεμορτ. Η σκοτεινή απειλή του Βόλντεμορτ μεγαλώνει διαρκώς και έτσι ο καθηγητής Ντάμπλντορ πρέπει να πάρει τα μέτρα του. Ένα εξ αυτών να καλέσει πίσω στη σχολή τον γηραιό πρώην καθηγητή Σλάγκχορν, που ίσως να γνωρίζει πως έχει αποκτήσει τις σκοτεινές του δυνάμεις ο Βόλντεμορτ.

Η περιρέουσα σκοτεινή απειλή είναι το κύριο συστατικό της ιστορίας και για αυτό το ίδιο το φιλμ είναι το πιο σκοτεινό μέχρι τώρα. Ενώ ξεκινάει, υποτιθέμενα, με μια δυνατή σκηνή, τελικά το άνοιγμα της ταινίας μοιάζει με μια αδύναμη έναρξη της νέας αυτής περιπέτειας του Πόττερ. Οι σκηνοθετικές αδυναμίες είναι εμφανείς κυρίως εξαιτίας του γεγονότος οτι ο Γέητς ήθελε να δώσει ρυθμό σε ένα άρυθμο πρώτο μισό του σεναρίου, με αποτέλεσμα οι μεταβάσεις της κάμερας και το συνεχές του traveling να κουράζουν. Κάποια σκηνοθετικά τρικ χρησιμοποιούνται τόσο συχνά που στο τέλος... «καίγονται». Και σαν φυσικό επακόλουθο το μοντάζ αδυνατεί να προσδώσει το ρυθμό που θα μπορούσε αν η σκηνοθεσία ήταν πιο συγκεντρωμένη στην αφήγηση και όχι στις... ταχυδακτυλουργίες της.

Δεν εντοπίζονται όμως άλλα αρνητικά στο φιλμ. Αν εξαιρέσουμε την πολύ μέτρια σκηνοθεσία και μοντάζ του πρώτου μισού, το μόνο που θα μπορέσουμε να προσάψουμε στα πλην του τελευταίου Χάρυ Πόττερ είναι η απουσία συνδετικών κρίκων με την προηγούμενη ταινία. Αν κάποιος πάει ανυποψίαστος, πάει να την δει δηλαδή χωρίς να έχει κανένα προηγούμενο κοίταγμα σε άλλη ταινία της σειράς, κι ειδικά του «Τάγματος του Φοίνικα», θα βρεθεί στο σκοτάδι προσπαθώντας κάπως μάταια να αντιληφθεί ποιος είναι τι και αποσκοπεί σε τι. Πρέπει να πάει και να τη δει γνωρίζοντας από πριν όλους τους χαρακτήρες και τα δρώμενα. Δεν είναι βέβαια ένα στοιχείο που θα έπρεπε να σταθούμε και να κακίσουμε τον σεναριογράφο του αλλά σαφώς πρέπει να αναφερθεί για να γνωρίζουμε ότι αυτό που παρακολουθούμε στον «Ημίαιμο Πρίγκηπα» δεν εμπεριέχει επιπλέον επεξηγήσεις ή συνδέσεις με την προηγούμενη ταινία. Απλά ξεκινάει από εκεί που τέλειωσε η προηγούμενη.

Κατά τα λοιπά το χιούμορ και οι ερμηνείες είναι αυτές που συγχωρούν κάτι τέτοιο γιατί αποκτούν, ίσως για πρώτη φορά, ειδικό βάρος. Κι αυτό γιατί οι ίδιοι οι νεαροί πρωταγωνιστές έχουν κάνει την προοδό τους πλέον, τόσα χρόνια μετά, και υποκριτικά «στέκουν» επάξια δίπλα στους έμπειρους ενήλικες συμπρωταγωνιστές τους. Η ιστορία όσο περνάει η ώρα αποκτά κλιμακούμενο ενδιαφέρον και με πυρήνα τις προσπάθειες των Πόττερ και τον Ντάμπλντορ, παρά την πλήρη απουσία της φυσικής παρουσίας του κακού Βόλντεμορτ, νοιώθουμε όντως την απειλή και την ισχύ της. Παράλληλα και με σκοπό να γίνεται κατά διαστήματα πιο ελαφρύ το κλίμα, η έκτη χρονιά στο Χόγκγουαρτς εμπεριέχει και το κεφάλαιο «έρωτα», που σε αυτό το φιλμ είναι το αντίπαλο (σεναριακό) δέος της σκοτεινής κατά τα άλλα ατμόσφαιρας. Αρκετό διάσπαρτο χιούμορ με γνώμονα τα πρώτα ερωτικά σκιρτήσματα των νέων πρωταγωνιστών είναι αυτό που πετυχαίνει να προσδώσει στην ταινία ένα επιπλέον συστατικό που θα την κάνει στο τέλος ένα αρκετά διασκεδαστικό σύνολο.

Ο «Ημίαιμος Πρίγκηπας» είναι ίσως η δεύτερη πιο ενδιαφέρουσα ταινία της σειράς μετά την πραγματικά καταπληκτική τρίτη ταινία («Ο Αιχμάλωτος του Άζκαμπαν») του Αλφόνσο Κουαρόν. Παρόλα αυτά το ότι ξεκινάει μην «υπενθυμίζοντας» τίποτα για την προηγούμενη ταινία και τελειώνει επίσης αφήνοντας τα πάντα στο κενό και χωρίς καμμία πραγματική κορύφωση, ή έστω μία δυνατή κι αξιομνημόνευτη σκηνή, κάνουν τον 6ο Χάρυ Πόττερ να μας αφήνει στο τέλος με την εντύπωση «ούτε κρύο, ούτε ζέστη» ενώ ταυτόχρονα μας βάζει σε θέση αναμονής για την συνέχεια. Όπως και να?χει δηλαδή... τον στόχο της τον πετυχαίνει. Μας διασκεδάζει για 2,5 ώρες σχεδόν και μας αφήνει (ή τουλάχιστον τους φανατικούς οπαδούς της σειράς) με την αγωνία του τι μέλλει γενέσθαι. Not bad indeed?