Illuminati: Οι Πεφωτισμένοι

Το 2006 ο Ρον Χάουαρντ, από τον οποίο είδαμε πρόσφατα και το «συμπαθητικό» ?Frost/Nixon?, ανέλαβε να γυρίσει το τότε μοδάτο best-seller βιβλίο «Κώδικας Ντα Βίντσι». Το βιβλίο ήταν επιτυχία - σε βαθμό υστερίας, παρά την τελείως ανύπαρκτη λογοτεχνική του αξία κατά την γνώμη μου, καθώς αποτελούσε έναν συνονθύλευμα καλά μελετημένου υλικού τοποθετημένο και δομημένο πάνω σε ένα σεναριακό καμβά που ο σκελετός του υποστηριζόταν από όλες εκείνες τις «εξισώσεις», που διδάσκονται ως μάθημα οι wannabe σεναριογράφοι. Αφού το είχα διαβάσει και, ομολογώ, το είχα απαξιώσει, έμαθα πως θα «εκμεταλλευόντουσαν» αυτό το «έτοιμο» σχεδόν σενάριο για να το κάνουν ταινία. Δεν ήμουν όμως καθόλου αρνητικός απέναντι στο εγχείρημα! Για του λόγου το αληθές περίμενα πως έστω η ταινία θα μπορούσε να ήταν καλή γιατί το βιβλίο περιείχε όλα εκείνα τα συστατικά που συνθέτουν μιαν άκρως ενδιαφέρουσα «περιπέτεια». Όμως πλανόμουν πλάνην οικτράν. Η ταινία έκανε κι αυτή με τη σειρά της μεν πολλές εισπράξεις χωρίς όμως να εντυπωσιάσει το κοινό δε. Ήταν μία ταινία με κακό καστ από άποψη χημείας, σημαντική αλλά αδιάφορα κινηματογραφημένη πλοκή (ο Ρον Χάουαρντ είχε ξεχάσει την φαντασία του στην κατάψυξη), και σε γενικές γραμμές ένα σύνολο αδιάφορο, άγευστο και άψυχο. Φέτος ο ίδιος σκηνοθέτης γύρισε το βιβλίο του ίδιου συγγραφέα, Νταν Μπράουν, που είχε προηγηθεί του «Κώδικα», με τον τίτλο «Οι Πεφωτισμένοι». Κι είπα να του δώσω μια δεύτερη ευκαιρία...

Ο καθηγητής Ρόμπερτ Λάνγκτον (Τομ Χανκς) επανέρχεται στην ενεργό δράση μετά το κάλεσμα του Βατικανού. Μία μυστική οργάνωση, που υποτίθεται ήταν ιστορικός μύθος, έκανε την εμφανισή της αμέσως μετά το θάνατο του πάπα, απάγοντας τέσσερις καρδινάλιους από τους ανώτατους σε αξίωμα στο Βατικανό, απειλώντας έτσι πέραν από τη ζωή των ίδιων και την ίδια την διαδικασία εκλογής νέου πάπα. Με λίγα λόγια οι Πεφωτισμένοι εμφανίστηκαν για να πάρουν εκδίκηση για όσα τους είχε κάνει πριν από αιώνες η Καθολική Εκκλησία.

Αυτό που πολύ εύκολα και άμεσα μπορεί να διακρίνει κάποιος σε μια ταινία είναι συνήθως τα κακά της στοιχεία. Στους «Πεφωτισμένους» όμως είναι τόσα λίγα τα καλά που είναι πολύ πιο εύκολο να διακρίνουμε αυτά. Η χημεία μεταξύ του καστ είναι το πρώτο καλό και ελπιδοφόρο σημάδι. Σε συνδυασμό με το επιτέλους φυσιολογικό κούρεμα του Τομ Χανκς (σε αντίθεση με το «θέλω να σας κάνω να πιστέψετε πως είμαι μόλις 35 χρονών» κούρεμα του στον «Κώδικα»), οι υπόλοιποι χαρακτήρες ενσαρκώνονται από ηθοποιούς αξίας, που όμως δένουν αρκετά μεταξύ τους, δίχως να μας κάνουν στιγμή να δυσανασχετούμε με το πόσο «αταίριαστοι» μπορεί να είναι όταν βρίσκονται δίπλα δίπλα στο ίδιο πλάνο. Δεν σχολιάζουμε καν την φωτογραφία, που και πάλι είναι εντυπωσιακή και δημιουργεί πολύ αποτελεσματικά το ύφος και την ατμόσφαιρα της ταινίας με αυτή τη θεματολογία και αυτά τα σετ.

Ως εδώ ήταν τα καλά στοιχεία. Γιατί τα άσχημα αυτής της ταινίας θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υλικό για βιβλίο με τίτλο «Σεναριακές και Σκηνοθετικές Επιλογές προς Αποφυγή». Είναι πραγματικά απορίας άξιο πως είναι δυνατόν κάποιοι άνθρωποι που υποτίθεται πως κάνουν αυτή τη δουλειά, να γράφουν π.χ. σενάρια, να μην βλέπουν τα προφανή σφάλματα που ο κάθε θεατής θα μπορέσει να διακρίνει βλέποντας την ταινία. Πως είναι δυνατόν δηλαδή να μην γνωρίζουν ποια είναι εκείνα τα στοιχεία της πλοκής ενός βιβλίου που όταν μετατρέπονται σε εικόνα «δεν στέκουν»; Πως είναι δυνατόν να μην τα ξεχωρίζουν όλα αυτά που πραγματικά μόνο σε βιβλίο γίνονται γιατί άπαξ και ήταν εικόνα θα βρίζαμε και θα λέγαμε οτι κάποιος μας δουλεύει; Δεν έχω γνώση αν υπήρξε κάποιου είδους επιρροή στην διαδικασία της συγγραφής του σεναρίου από τον συγγραφέα Νταν Μπραουν ή από οποιοδήποτε άλλο μέλος της παραγωγής, αλλά όπως και να το κάνουμε κάποια πράγματα ξεπερνούν το όριο της καλλιτεχνικής αδείας και περνάνε στην σφαίρα της ηλιθιότητας. Είναι πολλοί οι λόγοι που γράφω τόσο σκληρά για αυτή την ταινία. Και δεν έχω ποτέ καμμία προδιάθεση να απαξιώσω με τον λόγο μου το οτιδήποτε, αλλά αν το έργο προς αξιολόγηση μας παράσχει μερικές ντουζίνες «πατήματα» για να το κάνουμε τότε πάει να πει πως κάποιος δεν σεβάστηκε εμάς και την νοημοσύνη μας.

Είναι πολλά εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαμε να συγχωρέσουμε ως «πταίσματα» της πλοκής. Για παράδειγμα θα μπορούσαμε να συγχωρέσουμε τους κακούς διαλόγους. Ενώ ο κόσμος καίγεται και ο χρόνος κυλάει εις βάρος των ηρώων μας, ακούμε έναν ανόητο διάλογο σχετικά με το κάπνισμα και το κοψιμό του. Επίσης κάποιος χαρακτήρας εμφανίζεται από το πουθενά σε μια σκηνή (ενώ υποτίθεται αποχωρούσε από αυτή) για να μπει μαζί με τον Λάνγκτον σε έναν χώρο όπου είχε πάρει άδεια μόνο ο Λάνγκτον από το Βατικανό για να μπει. Ακόμα ακόμα μπορούμε να συγχωρέσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία που δεν έχουν καμμία λογική όπως π.χ. γιατί ο κακός δολοφόνος αφού έχει σκοτώσει ό,τι τον έχει πλησιάσει στα 2 μέτρα δεν κάνει τίποτα για να βγάλει από τη μέση τον πρωταγωνιστή όταν έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο (κάτι το οποίο αιτιολογείται μετά με έναν προκλητικά ανόητο λόγο). Υπάρχει κι άλλη μία σκηνή με τον Λάνγκτον να κρύβεται για να μην τον βρει ο δολοφόνος αλλά το κακό της είναι οτι ο δολοφόνος δεν ασχολείται καν μαζί του κι απλά σηκώνεται και φεύγει (κι όμως έχουμε ήδη χάσει ένα λεπτό από τη ζωή μας παρακολουθώντας τον Τομ Χανκς να ανοίγει την κρύπτη και να πέφτει σε αυτή). Θα μπορούσαμε επίσης να συγχωρέσουμε το ότι τα εμπόδια που συναντούν οι ηρωές μας είναι ουρανοκατέβατα και αναληθοφανή όπως επίσης και το ότι ο χρόνος περνάει τραγικά αργά παρότι έχουμε δει στο μεταξύ μια φρενήρη έρευνα, έναν φόνο και μερικά αυτοκίνητα να τρέχουν από τη μια μεριά του βατικανού στην άλλη. 

Και μιας και ανέφερα τη λέξη «αυτοκίνητα». Αν ποτέ με ρώταγαν ποιο σημείο μέσα σε μία περιπέτεια σαν κι αυτή, όπου ήρωας δεν είναι ούτε ο Τζέημς Μποντ, δεν υπάρχουν πράκτορες και ελικόπτερα και πλοία, ούτε ο υπέρτατος κακός με το διαστημόπλοιο που θέλει να καταστρέψει τη Γη, είχε την περισσότερη αγωνία, θα έλεγα ίσως η σκηνή του τάδε φόνου ή της δείνα μονομαχίας μεταξύ του καλού ήρωα και του κακού αντιπάλου του, ή ακόμα μία από εκείνες τις κλασσικές σκηνές γάτας και ποντικιού (π.χ. το φινάλε της «Σιωπής των Αμνών»). Σε ένα σκοτεινό σενάριο σαν και αυτό όπου καρδινάλιοι δολοφονούνται, όπου ο χρόνος κυλάει συνεχώς μέχρι και την φαινομενική τελική κορύφωση της αγωνίας, όπου τα σημάδια και τα σύμβολα χτίζουν ένα σενάριο γεμάτο αίμα και εκδίκηση, το τελευταίο πράγμα που θα απαντούσα σε αυτό το ερώτημα θα ήταν: «οι σκηνές όπου τα αμάξια πήγαιναν από το σημείο Α στο σημείο Β». Κι όμως η τραγικότητα του στόρυ το αναγκάζει να έχει ως τις μόνες σκηνές με ένταση, εξαιτίας βέβαια και της μοναδικής ενδιαφέρουσας και δραματικής μουσικής τους επένδυσης, τις σκηνές όπου οι αστυνομικοί, οι ειδικοί φρουροί του βατικανού, ο Λάνγκτον και μία κοπέλα που εμπλέκεται στην υπόθεση, μπαίνουν σε αυτοκίνητα, τρέχουν με αυτά, βγαίνουν από τα αυτοκίνητρα, τρέχουν στα πλακόστρωτα και φτάνουν στον τελικό τους προορισμό. Τραγικό πραγματικά...

Αν τελικά μπορούμε να συγχωρέσουμε όλα αυτά ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαμε να ορίσουμε σαν «απαράδεκτα»; Καταρχάς το ότι επιτέλους από τέτοιες παραγωγές επιθυμούμε οι σεναριογράφοι να μας φέρονται ως νοήμονα όντα. Προ σχεδόν ενός αιώνος η Αγκάθα Κρίστι εισήγαγε τον κανόνα «ο πιο αντιπαθής από την αρχή χαρακτήρας αποδεικνύεται στο τέλος ο καλός». Αν κάποιος χρησιμοποιεί το τέχνασμα αυτό στην ιστορία του τουλάχιστον να το χρησιμοποιεί καλά. Εδώ όλα τα τεχνάσματα χρησιμοποιούνται με παιδαριώδη τρόπο. Με λίγα λόγια έκπληξη μηδέν, ανατροπές αδιάφορες επειδή είναι προβλέψιμες, αναίτιες σκηνές που δεν εξυπηρετούν τίποτα στην πλοκή δίνουν και παίρνουν και τέλος καμμία σύνδεση συναισθηματική με κανέναν χαρακτήρα και με τίποτα απολύτως στην ιστορία. Ο χρόνος απλά τσουλά... οδυνηρά! Και ο Ρον Χάουαρντ συνεχίζει να ξεχνά την φαντασία του στην κατάψυξη και σκηνοθετεί με την ίδια άψυχη μανιέρα λες και βαριόταν να δώσει ακόμα κι αυτός το κάτι παραπάνω.

Μέχρι και είκοσι λεπτά πριν το τέλος. Μία δυνατή σκηνή προσπαθεί να απογειώσει το κλίμα και να μας κάνει να συγχωρήσουμε πραγματικά ό,τι κι αν έχουμε δει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αλλά και πάλι ένα «κορυφαίο» σφάλμα (μιας και πλησιάζουμε την κορύφωση) καραδοκεί. Ένα σφάλμα που έγκειται σε αυτό που αναφέραμε πριν, στην υπονόμευση της νοημοσύνης του θεατή. Το σφάλμα αυτό, που πλέον μας έχει κάνει να δυσφορούμε, ακολουθεί μία τελική ανατροπή που όχι απλά δεν κάνει αίσθηση αλλά εντείνει τα χασμουρητά.

Δεν θέλω να μακρυγορώ άλλο κατηγορώντας αυτό το φιλμ αλλά θέλω να είμαι απολύτως ειλικρινής και για αυτό εν ολίγοις δηλώνω πως πρόκειται για την πλέον ηλιθιοδέστατη, μέχρι και αυτή τη στιγμή που γράφω, ταινία του 2009. Πραγματικά ήθελα να δώσω μια δεύτερη ευκαιρία τόσο στον Νταν Μπράουν όσο και στον Ρον Χάουαρντ, μιας και δεν είχα διαβάσει το βιβλίο, και πήγα τελείως κενός από προσλαμβάνουσες σχετικές με τους «Πεφωτισμένους». Το φως μου δεν το έχασα αλλά την ψυχραιμία μου ναι. Ειδικά το τελευταίο ημίωρο (από τη σκηνή με το ελικόπτερο και μετά) κράταγα το κεφάλι μου με απορία. Χαμένος χρόνος, χαμένο χρήμα και η δική μου προσωπική πρόταση είναι πως η ταινία δεν αξίζει ούτε το κόστος ενοικίασης του DVD όταν αυτό κυκλοφορήσει. Αξίζει μόνο για κάποιον που θέλει να κάνει την πτυχιακή του με θέμα «Ποια Λογοτεχνικά Τεχνάσματα δεν μπορούν να έχουν Κινηματογραφική Χρήση». Μάλλον μία τέτοια εργασία θα εκπαίδευε κάποιους καρχαρίες που νοιάζονται μόνο για την απόσβεση μιας παραγωγής και την κερδοφορία της. Το αν θα ίδρωνε το αυτί τους είναι άλλη ιστορία...