Frost/Nixon

Ο Ρον Χάουαρντ είναι ένας σκηνοθέτης που κατά την προσωπική μου γνώμη αποτελεί τον νούμερο ένα αγαπημένο «υπάλληλο» των στούντιο του Χόλυγουντ. Είναι ο άνθρωπος που θα «προσλάβουν» για να σκηνοθετήσει κάποια ταινία της οποίας η βάση είναι μια οσκαρικού τύπου συνταγή. Με τα μέχρι στιγμής έργα του μού έχει αποδείξει πως ενώ ήταν κάποτε πολύ ικανός να κάνει καλές ταινίες έχει φτάσει στο σημείο να είναι ένα καλολαδωμένο γρανάζι μιας μηχανής που τον έχει καταντήσει να φτιάχνει πολύ μέτριες ταινίες που αποδοχή έχουν μόνο στην Αμερική, όπου και τις ντύνουν με καλές κριτικές τελικά, και σε καμμία περίπτωση ανάλογη σε καμμία άλλη χώρα. Πάνε οι καλές εποχές του Cocoon, του Willow και του Apollo 13, εποχές όπου έπρεπε να αποδείξει την αξία του. Πλέον δεν έχει ανάγκη να πείσει κανέναν για τίποτα και για αυτό αναλώνεται στις μετριότητες (βλ. λήμμα Da Vinci Code).

Το Frost/Nixon που γύρισε φέτος δεν είναι μία ταινία που θα μπορούσε να ενδιαφέρει μεγάλη μερίδα κοινού. Η ιστορία της συνέντευξης του Ρίτσαρντ Νίξον δύο χρόνια μετά την παραιτησή του από το προεδρικό αξίωμα των ΗΠΑ, δεν μπορεί να αποτελέσει υλικό ούτε για πολιτικό σινεμά, ούτε για βιογραφική ταινία. Ο Ρίτσαρντ Νίξον έπειτα το σκάνδαλο του Γουοτεργκέητ κάθεται στη θέση του συνεντευξιαζόμενου απέναντι από αυτή του βρετανού δημοσιογράφου Ντέηβιντ Φροστ και όλη η Αμερική περιμένει την μεγάλη συγγνώμη και την ομολογία των πραξεών του. Κι εγώ τώρα αναρωτιέμαι. Τρισήμιση δεκαετίες μετά, πόσο ενδιαφέρον θα μπορούσε να έχει η κινηματογράφιση μιας τέτοιας ιστορίας, ακόμα κι αν αυτή βασίζεται σε ένα πετυχημένο θεατρικό έργο;

Περιέργως άγγιξε να έχει ενδιαφέρον σε ένα ποσοστό που με εξέπληξε. Η ιστορία καλώς ή κακώς είναι πολύ περιορισμένη γιατί χτίζεται μέσα σε ένα πολύ στενό πλαίσιο. Στενό χρονικά, στενό από άποψη ενδιαφέροντων χαρακτήρων, στενό για να αναπτυχθεί οποιαδήποτε πλοκή κι υποπλοκή. Αυτόματα το εγχείρημα της κινηματογράφισης όφειλε να έχει μία προσέγγιση. Του δραματοποιημένου ντοκυμαντέρ. Με μερικούς έξπνους διαλόγους και με ελάχιστο παρασκήνιο ο Ρον Χάουαρντ μπόρεσε τελικά να δημιουργήσει κάτι που είχε ενδιαφέρον, έχοντας για μπροστάρη τον Φρανκ Λανγκέλα που υποδύθηκε τον Ρίτσαρντ Νίξον.

Ο Φρανκ Λανγκέλα δίνει μια πολύ σοβαρή και μεστή ερμηνεία. Επιβλητική φιγούρα που πείθει, ακόμα και κάποιον που δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο Νίξον και ποιο το σκάνδαλο για το οποίο παραιτήθηκε, ότι πρόκειται για άνθρωπο που ναι κάποτε ήταν πρόεδρος των ΗΠΑ. Άξια η υποψηφιοτητά του για Όσκαρ. Για πρώτη ίσως φορά αυτός ο μεγάλος ηθοποιός έχει την ευκαιρία να αποδείξει ότι δεν του άξιζε που αναλώθηκε στην καριέρα του σε ασήμαντους ρόλους και όχι αμιγώς πρωταγωνστικούς. Από την άλλη ο τάχιστα ανερχόμενος βρετανός Μάικλ Σην, υποδύεται τον άνθρωπο που καλείται να κάνει τη ζωή του Νίξον δύσκολη, έστω για όσο κρατήσει αυτή η συνέντευξη, και δίνει τελικά την εντύπωση ότι ίσως και να έπαιζε τον μποέμικο αλλά και επαγγελματία εαυτό του.

Τα πλάνα του Ρον Χάουαρντ υποστηρίζονται από το μοντάζ, από όπου και φαίνεται ότι αν έκανε διαφορετικές επιλογές θα ήταν διαφορετικό και το αποτέλεσμα ίσως σε βαθμό που όλοι να λέγαμε πως είτε έβλεπες το θεατρικό στο οποίο βασίστηκε είτε την ταινία, μάλλον το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Εδώ όμως δεν το λέμε αυτό. Κινηματογραφικά δομημένος ρυθμός με το σενάριο και τον Φρανκ Λανγκέλα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και το μοντάζ ακόλουθα να δίνουν την υπεροπλία που χρειαζόταν ο Ρον Χάουαρντ για να μην βυθιστεί στη μετριότητα.

Δεν μπορεί να μην αποτελέσει πρόταση προς θέαση αυτή η ταινία. Όμως υπάρχουν εξαιτίας του δικού της στενού πλαισίου στο οποίο βασίστηκε και στενά περιθώρια για το πόσοι τελικά θα ενδιαφερθούν για να δουν μία ταινία όπου δεν παρουσιάζει τίποτα παραπάνω από το ιστορικό μιας συνέντευξης ενός προσώπου, που δεν είναι ούτε επίκαιρο αλλά ούτε και παγκόσμια σημαντικό, αλλά και το παρασκήνιο αυτής τόσο από τη μεριά αυτών που ετοίμαζαν τις ερωτήσεις όσο και από τη μεριά αυτών που προετοίμαζαν τις απαντήσεις του πολιτικού. Πλην του κοινού της Αμερικής φοβάμαι πως το κοινό οπουδήποτε αλλού θα είναι τραγικά ελάχιστο, και σίγουρα όχι άδικα. Το μόνο «άδικα» που θα μπορούσε κάποιος να πει είναι οι πέντε υποψηφιότητες που είχε στα Όσκαρ. Αν τα Όσκαρ ήταν βραβεία μιας Ευρωπαικής χώρας η συγκεκριμένη ταινία δεν θα ήταν υποψήφια για τίποτα πλην ίσως για το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας. 

Σίγουρα μια καλή προσπάθεια που όμως αδυνατεί εν γένει να δημιουργήσει έστω και ένα κομβικό σημείο σύνδεσης της περιέργειας του μη αμερικανού θεατή και της ιστορίας που έχει να μας αφηγηθεί. Ο Ρον Χάουαρντ, που όταν πριν πολλούς μήνες είχα ακούσει το ονομά του να έχει αναλάβει αυτό το πρότζεκτ είχα δυσανασχετήσει και περίμενα τα χειρότερα, δεν με απογοήτευσε. Επέδειξε, μετά από χρόνια, την σκηνοθετική σοβαρότητα που απαιτούνταν.