Taken - Η Αρπαγή

Το ευρωπαικό σινεμά, με τις πολλές και διαφορετικές σχολές που το απαρτίζουν, έχει μία δική του ταυτότητα, όπως έχουν όλες τους ακόμα και πέραν των συνόρων της γηραιάς αλβιώνος. Αυτό όμως, που πρωτίστως έχω εντοπίσει στο σύγχρονο ευρωπαικό σινεμά και το θεωρώ ως την μέγιστη πληγή του, είναι ο κομπλεξισμός και η ανελαστικότητα με την οποία αντιμετωπίζουν οι ευρωπαίοι κινηματογραφιστές κάποια είδη και το αμελητέο ποσοστό πειραματισμού με το οποίο καταπιάνονται. Ελάχιστοι είναι αυτοί που θα προσπεράσουν τις παραδοσιακές πεπατημένες συνταγές και θεματολογίες και θα κάνουν κάτι διαφορετικό. Ένας από αυτούς που το κάνει ιδιαιτέρως επιτυχημένα, τα τελευταία είκοσι χρόνια είναι και ο γάλλος Λυκ Μπεσόν. Τόλμησε, μπήκε σε ξένα χωριάφια, και έφτιαξε τη δική του σχολή. Το παλιό καλό γαλλικό σινεμά, που είχε δώσει πέρα από θαυμάσιες κοινωνικές ταινίες και πολλές θαυμάσιες αστυνομικές, επανήλθε μερικώς στο προσκήνιο εξαιτίας του. Νικίτα, Λεόν, Πέμπτο Στοιχείο, ταινίες που ανήκαν σε είδη που ούτε καν πλησίαζαν τότε οι ευρωπαίοι, αυτός τόλμησε και τις έκανε.

 

Σκηνοθέτης 15 ταινιών, σεναριογράφος 38 και παραγωγός σε σχεδόν 100 φιλμ, το ονομά του πλέον έχει γίνει συνώνυμο της «εγγύησης» οτι κάθε ένα από αυτά τα φιλμ που έχει βάλει το χεράκι του, έστω και λίγο, θα είναι κάτι πιο διαφορετικό και πρωτότυπο από την πλειοψηφία όλων των υπόλοιπων ευρωπαικών ταινιών που βλέπουμε κάθε χρόνο (ή με άλλα λόγια θα είναι κάτι πιο κοντινό ίσως σε αμερικάνικα πρότυπα από ό,τι ευρωπαικά, αλλά παρόλα αυτά αξιόλογο). Το 2008 ενεπλέχθη στο σενάριο και την παραγωγή της ταινίας «ΤΑΚΕΝ» (μεταφρασμένη στη χώρα μας ως «Η Αρπαγή»). Σκηνοθέτης κι αυτού του σεναρίου του Μπεσόν είναι και πάλι ο Πιερ Μορέλ, που είχε κινηματογραφήσει το 2004 την αξιοπρόσκετη τότε περιπέτεια «District 13». Όμως εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά, το test-drive του σκηνοθέτη τότε ήταν επιτυχημένο, και πλέον στο καστ υπάρχει ένας Λίαμ Νίσον και μία Φάμκε Γιάνσεν, που ανάγουν όλο το εγχείρημα σε ένα πιο εμπορικό και ίσως και πιο ποιοτικό.

 

Η ιστορία της «Αρπαγής» απλούστατη, η εκτελεσή της όμως είναι αυτή που κερδίζει τις εντυπώσεις και στο τέλος την... καρδιά μας, ως μία από τις πλέον χορταστικες περιπέτειες των τελευταίων ετών. Ο Λίαμ Νίσον είναι ο Μπράιαν, πρώην αμερικανός πράκτορας, άριστα εκπαιδευμένος, που προσπαθεί να χαρεί την εργένικη ζωή του, βοηθώντας κατά καιρούς με τις ικανοτητές του τους φίλους του που ίσως τις χρειάζονται, και ταυτόχρονα απολαμβάνοντας την παρέα της κόρης του, όσο τουλάχιστον του το επιτρέπει και η πρώην γυναίκα του. Οι δύο χωρισμένοι γονείς αποφασίζουν ? αν και όχι με ελαφρά τη καρδία ? να αφήσουν την κόρη τους να πάει για διακοπές στο Παρίσι με μια φίλη της. Ο Μπράιαν όμως έρχεται αντιμέτωπος, από την στιγμή που η κόρη του πατάει το πόδι της στην Πόλη του Φωτός, με μια απρόσμενη απειλή. Η κόρη του απάγεται από εμπόρους λευκής σαρκός και έτσι ο χρόνος αρχίζει να τσουλά εναντίον του. Πρέπει να πάει εκεί και να την βρει πριν χάσει τελείως τα ίχνη της μια και για πάντα. Θα είναι αρκετές οι ικανότητες που είχε ως πράκτορας να τα καταφέρει;

 


Είναι αλήθεια πως ο Λίαμ Νίσον δεν είναι πιτσιρίκι πια και σίγουρα δεν είναι κι ό,τι πιο ταιριαστό στην φυσιογνωμία του πλέον να υποδύεται τον σούπερ πράκτορα που μπορεί να δείρει τον οποιονδήποτε σαν τον Τζετ Λι, και γενικά να υποδύεται τον οποιονδήποτε δυναμικό χαρακτήρα. Κι όμως εδώ ο στερεοτυπικός χαρακτήρας του αυστηρού πατέρα σε συνδυασμό με όλη την εισαγωγή που γίνεται για το επαγγελματικό του ποιόν, χτίζουν έναν απόλυτα επιτυχημένο χαρακτήρα που δεν ξενίζει. Δεν σκέφτηκα στιγμή, καθ?ολη τη διάρκεια της ταινίας, οτι ο 57χρονος ηθοποιός δεν ήταν ο Μπράιαν, συνταξιοδοτημένος πράκτορας και πατέρας έτοιμος να σκοτώσει τον άνθρωπο που απήγαγε την κόρη του. Αν το σκεφτόμουν έστω και για μια στιγμή τότε όλη η ταινία ίσως και να πάθαινε καθίζηση μιας και εξ?ολοκλήρου η ιστορία της είναι ο Μπράιαν και το κυνηγητό που εξαπολύει για να ανακαλύψει την κόρη του με οποιοδήποτε τίμημα!

 


Παρά τις σεναριακές «διευκολύνσεις» που παρέχονται στον ήρωα και τις κατά τόπους μικρές αναληθοφάνειες η αλήθεια είναι πως οι ρυθμοί της ταινίας είναι τόσο καταιγιστικοί που δεν μένει χρόνος για να σκεφτείς τίποτα παρά μόνο για να πανυγηρίσεις για το κάθε πτώμα ή αναίσθητο θύμα, που αφήνει πίσω του ο Λίαμ Νίσον. Η φύση της απαγωγής, το θύμα της (η κόρη) και οι άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι για αυτή την πράξη βάζουν τον θεατή πολύ γρήγορα στο πλευρό του ήρωα και τον ωθούν στο να τον επικροτούν αβίαστα σε κάθε του επιτυχημένο βήμα αυτής της αναζήτησης. Αν μη τι άλλο οι σκηνές δράσεις είναι πάμπολλες και άκρως χορταστικές. Σε αυτό τον τομέα η «Αρπαγή» είναι από τις απολαυστικότερες ταινίες που είδα εδώ και πάρα πολύ καιρό!

 


Δεν υπάρχει κάτι το μεμπτό σε αυτή τη ταινία, κάτι που να την κάνει έστω μη άξια θέασης για οποιονδήποτε λόγο. Το ότι είναι παραγωγής του 2008 κάνει εύκολα κατανοητό το γιατί κυκλοφορεί τελικά στη χώρα μας φέτος το καλοκαίρι, και μάλιστα μια βδομάδα μετά που έχουν κλείσει τα πιο πολλά σχολεία. Ταινία για όλη την οικογένεια, με την καταπληκτική δράση της, την σεναριακή πρωτοτυπία της και την υπέροχη ερμηνεία του Λίαμ Νίσον, που θα τον κάνει σύμβολο έστω για μια νύχτα σε θερινό σινεμά στις καρδιές αρκετών σινεφίλ γονέων. Καταπληκτική σε όλα της, απολαυστική όσο ελάχιστες!!! Τι άλλο να ζητήσουμε;