Australia

  • Εκτύπωση

Υπάρχουν κάποιοι σκηνοθέτες που επιθυμώντας να ανήκουν στην κατηγορία του auteur (δημιουργού) και όχι σε αυτή του περιστασιακού σκηνοθέτη ή αυτού που πειραματίζεται συνέχεια με σενάρια που του στέλνουν, κάνουν ελάχιστες ταινίες σε ολόκληρη την καριέρα τους, οι οποίες είθιστε να είναι τόσο καλές που να τους στιγματίζουν  και να τους συγκαταλέγουν αυτόματα ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα του χώρου, ανάμεσα στα δυνατά χαρτιά του σινεμά. Ένας από αυτούς είναι και ο Αυστραλός Μπαζ Λούρμαν. Τέσσερις ταινίες σε δεκαέξι χρόνια φαντάζουν στις μέρες μας εξωφρενικά λίγες, όταν άλλοι βγάζουν τέσσερις σε έξι χρόνια (π.χ. Ρίντλευ Σκοτ). Δίχως να έχω δει την πρώτη του, το Strictly Ballroom (1992), αλλά έχοντας συνδέσει το ονομά του με τα «Ρωμαίος & Ιουλιέτα» (1996) και «Μουλέν Ρουζ» (2001) έχω καταλήξει πως πρόκειται για μια ζηλευτή περίπτωση σκηνοθέτη. Με μικρή «προυπηρεσία» κατάφερε να αποσπάσει μεγάλα κονδύλια και φρόντισε να μην απογοητεύσει τους παραγωγούς του, όντας ο ίδιος σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Πράγμα σπάνιο...

Το τελευταίο του πόνημα μας μεταφέρει στην Αυστραλία, την αυγή του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η Σάρα Άσλευ (Νικόλ Κίντμαν), βρετανίδα αριστοκράτισσα, πετάει μέχρι την Βόρεια Επικράτεια της Αυστραλίας για να περιμαζέψει τον άντρα της, που λείπει τόσο καιρό, κατά τη γνώμη της άσκοπα, στο ράντσο, που τους ανήκει. Εκεί έρχεται άμεσα αντιμέτωπη, πέραν της άγνωστης κι αφιλόξενης εκ πρώτης γης, με τον πτώμα του άντρα της και τους ανταγωνιστές του στην τοπική αγορά κατοχής και πώλησης βοδινού κρέατος. Με μόνο συμπαραστάτη τον Drover (Χιου Τζάκμαν), περιστασιακό υπάλληλο του άντρα της για την μετακίνηση των κοπαδιών του, αλλά και μερικούς τοπικούς αβορίγινες, βάζει ως στόχο την αναστήλωση του ράντσου και την δική της προσωπική νίκη απέναντι στους ανέντιμους ανταγωνιστές.

Πολλές φορές η ιστορία και μόνο, όταν μας μεταφέρεται σε μια περίληψη, αρκεί για να μας κάνει να μορφάσουμε ανικανοποίητοι, σκεπτόμενοι ίσως πως ένα τέτοιο στόρυ φαντάζει τόσο χιλιοειπωμένο, που το μόνο που θα μας προξενήσει βλέποντάς το είναι χασμουρητά. Στην «Αυστραλία» ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα στόρυ που ξετυλίγεται μέσα σε 2 ώρες και 45 λεπτά. Αμέσως αμέσως άλλο ένα στοιχείο που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε ως επιχείρημα ενίσχυσης της πρώτης μας εντύπωσης. Τελικά αυτό που αποδεικνύεται είναι ότι το μόνο που χρειάζεται για να γίνει καλό σινεμά είναι ένας καλός οραματιστής, ένας καλός σκηνοθέτης, ένας καλός auteur.

Ο Μπαζ Λούρμαν κατόρθωσε κάτι το φαινομενικά ακατόρθωτο. Να χτίσει με την πένα του ένα απόλυτα παλιομοδίτικο ρομάντζο, δίνοντας του επικές διαστάσεις, και να το φιλμογραφήσει χωρίς ενδοιασμό με μία εξίσου παλιομοδίτικη προσέγγιση, που άρμοζε πριν 50 χρόνια στο «Όσα Παίρνει Ο Άνεμος». Φιλόδοξο σχέδιο και τολμηρό. Κι όμως τα κατάφερε. Και το μυστικό του μπορεί να ήταν στην συγγραφή του σεναρίου οι χιλιοειπωμένες λύσεις κι ανατροπές αλλά στην κινηματογράφηση ήταν η πλήρης απουσία περιττών σκηνών σε συνδυασμό με μία εκπάγλου ομορφιάς φωτογραφία.

Από το πρώτο λεπτό δείχνει της προθέσεις του. Να μας υπνωτίσει. Αντίκρυσα εικόνες που με κέντρισαν και με έκαναν να αναρωτιέμαι όλο και πιο τακτικά προς τα που θέλει να με «οδηγήσει» ο ποιητής. Βασιζόμενος πλήρως στις δομές των επιτυχημένων επικών ρομάντζων του παρελθόντος δημιούργησε μια ιστορία από το μηδέν έχοντας, όπως θα καταλήξουμε εκ των υστέρων, απλά να μας γνωρίσει μία ήπειρο, μία συγκεκριμένη περίοδο και κάποιες καταστάσεις που ζούσαν οι ντόπιοι και οι... «ντόπιοι». Οι αβορίγινες, οι μαύροι, οι πλούσιοι, οι φτωχοί. Οχημά του οι χαρακτήρες και το πολιτικο-κοινωνικό στάτους της εποχής εκείνης. Τόσο απλά, τόσο όμορφα. Το ρομάντζο σε πρώτο πλάνο μόνο όπου χρειάζεται για την εξελίξη της ιστορίας και άρα των όσων θέλει να πει. Διότι πάλι εκ των υστέρων θα συμπεράνουμε πως τελικά οι πιο δυνατές, συγκινητικές σκηνές δεν είχαν να κάνουν με τον έρωτα δύο ανθρώπων αλλά με τα μηνύματα, που είχε στο μυαλό του ο Μπαζ Λούρμαν να μας μεταφέρει ευθύς εξαρχής.

Το ρίσκο στη δημιουργία αυτού του επικού ρομάντζου, τόσο παλιομοδίτικου χαρακτήρα, υφίσταται όμως. Το μυημένο ή εναλλακτικό σινεφίλ κοινό, αναφορικά με τις προτιμήσεις του, θα μπορέσει να αποδεχτεί αυτό το σύγχρονο «Όσα Παίρνει Ο Άνεμος», που η μόνη ουσιαστική διαφορά που έχει είναι η χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας, των οπτικών και ειδικών εφέ. Κι όχι μόνο θα το αποδεχτεί αλλά το πιθανότερο να αναφωνήσει ότι είχε πολύ καιρό να αντικρύσει ένα τέτοιο θέαμα, που πέραν του θεάματος μάς τροφοδότησε και με μια όμορφη ιστορία γεμάτη ουσία. Παρόλα αυτά το βομβαρδισμένο κοινό από κινηματογραφικά προϊόντα που φτιάχνονται για να κρατήσουν το ενδιαφέρον μας για μία νύχτα, για ένα διασκεδαστικό δίωρο, και τίποτα παραπάνω, θα αποδεχτεί με ιδιαίτερα μεγάλη δυσκολία μία ταινία τέτοιου ύφους και διάρκειας.

Ένα πολύ ενδιαφέρον συστατικό όμως της όλης ιστορίας είναι οι αβορίγινοι χαρακτήρες, που δίχως να είναι ηθοποιοί μπορούν, κι αυτό οφείλεται στο όραμα του σκηνοθέτη, με την κάθε τους εμφανισή να γεμίσουν το πανί. Ο νεαρός Μπράντον Γουόλτερς έχει μετά το πρωταγωνιστικό δίδυμο, τον πιο σημαντικό ρόλο. Είναι ο συνδετικός τους κρίκος, ο λόγος των συγκρουσεών τους, με άλλα λόγια ο πραγματικός οδηγός της ιστορίας. Και καθώς η ιστορία ξεκινάει με αυτόν και τα Αυστραλιανά τοπία της Βόρειας Επικράτειας γίνεται αυτόματα ο ξεναγός μας. Όσο για τα δύο μεγάλα αστέρια Νικόλ Κίντμαν και Χιού Τζάκμαν, που ανέδειξε η μακρινή αυτή χώρα στην οποία και γεννήθηκαν, δεν απογοήτευσαν τον συμπατριώτη τους σκηνοθέτη, ούτε κι εμάς. Ήταν απλοί και άμεσοι, χωρίς να προσθέσουν περιττά στοιχεία στους χαρακτήρες τους. Ειδικά στο πρώτο μέρος, που είναι και το πιο ανάλαφρο όσο και κωμικό κιόλας, κομμάτι του φιλμ, η Νικόλ Κίντμαν ήταν πραγματικά απολαυστική. Καθώς εξελισσόταν η ιστορία και γινόταν μέχρι και απόλυτα δραματική έδειχναν ακόμα παραπάνω πόσο καλοί ηθοποιοί είναι και οι δύο.

Μουσική και φωτογραφία ήρθαν να φτιάξουν την μαγιά για το έπος του Μπαζ Λούρμαν. 2.000 γελάδια οριοθέτησαν το βεληνεκές του φιλόδοξου σχεδίου. Δύο άνθρωποι που ερωτεύτηκαν καθόρισαν την συγκινησιακή φόρτιση της ταινίας. Και δύο αβορίγινες ήταν αυτοί που έδωσαν στον ίδιο τον σκηνοθέτη το κίνητρο να μας πει και μερικά πράγματα παραπάνω από όσα θα μας έλεγε κανονικά ένα επικό ρομάντζο σαν κι αυτό. Σχεδόν τρεις ώρες πέρασαν νερό. Μία μεγάλη ταινία, που την κατατάσσει στις μεγάλες το γεγονός ότι είναι γεμάτη θέαμα και συγκινήσεις.