The Box - Το Κουτί

Στο «Κουτί» του σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Κέλυ ? που μας είχε δώσει το καταπληκτικό «Donnie Darko» (2000) ? υπάρχει μία καλή ιδέα που επηρεάζει εκτός από τους πρωταγωνιστές και τον ίδιο τον θεατή. Αρχικά η ιδέα και μόνο τρομάζει γιατί εμφανίζει ως «επιλογή» τον θάνατο. Κατόπιν γίνεται όχι απλά ένα δύσκολο (και θανατηφόρο) δίλημμα αλλά ένας γρίφος που παίζει με δύο αλληλένδετα δεδομένα: την ανθρωπιά μας και τις ανάγκες μας. Αυτή η ιδέα στήνεται περίτεχνα και μας την παρουσιάζει ένας χαρακτήρας που θα μπορούσε κάλλιστα να παραλληλιστεί με κάποιον που θα παρουσίαζε στην τηλεόραση το? «Μεγάλο Παζάρι». Μόνο που σε αυτό το «παιχνίδι» δεν επιτρέπεται να χαμογελάσεις. Γιατί το δίλημμα είναι σοβαρό και απαιτεί σοβαρές αποφάσεις από σοβαρούς ανθρώπους.

Το 1976 στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια η Νόρμα Λιούης (Κάμερον Ντίαζ) παραλαμβάνει ξημερώματα, αφού χτυπήσει το κουδούνι, ένα ξύλινο «κουτί» από την εξωπορτά της. Ο κος Άρλινγκτον Στιούαρντ (Φρανκ Λανγκέλα), από τον οποίο λείπει σχεδόν ολόκληρο το αριστερό μέρος του προσώπου του, την επισκέπτεται το ίδιο απόγευμα και της εξηγεί ότι με το πάτημα του κουμπιού που έχει αυτό το κουτί δύο πράγματα θα συμβούν: πρώτον θα πεθάνει κάποιος τελείως άγνωστος προς αυτήν στον κόσμο και δεύτερον θα παραλάβει 1 εκατ. δολάρια σε ρευστό. Ο μόνος όρος είναι να μην συζητήσει τίποτα από όλα αυτά με κανέναν πέραν του συζύγου της Άρθουρ (Τζέημς Μάρσντεν). Η προθεσμία για να πάρουν την απόφαση είναι 24 ώρες.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το σενάριο βασίστηκε στο διήγημα του Ρίτσαρντ Μάθεσον «Button, Button», και για τον λόγο αυτό μοιάζει μετά από λίγη ώρα κι αφού έχει ήδη εξελιχθεί η ιστορία ότι το όλο εγχείρημα χτίστηκε σε μία ιδέα που μανιωδώς? ξεχειλώθηκε. Μοιάζει σαν κάποιοι να έκατσαν σε ένα τραπέζι, παραγωγοί ή σεναριογράφοι και να ξεκίνησαν την κουβέντα κάπως έτσι: «έχω μία καλή ιδέα? ας κάνουμε τώρα όλοι μαζί brainstorming για να δούμε πως θα την ξεχειλώσουμε για να γίνει ένα φιλμ μεγάλου μήκους». Η ειρωνεία είναι πως όσο προφανές είναι το πόσο πολύ πλατειάζει αυτή η ιδέα πολύ γρήγορα άλλο τόσο προφανές είναι και το με πόση μεγάλη επιδεξιότητα ο Ρίτσαρντ Κέλυ κατάφερε να κρατήσει τους ρυθμούς της στα πλέον χαμηλότερα επίπεδα ανίας. Ο τρόπος που προσέγγισε την ιστορία του ήταν ο πιο σωστός για να μη μας κάνει να βαρεθούμε «ανεπιστρεπτί» πολύ γρήγορα αλλά τουναντίον να παραδεχτούμε πως όντως έκανε το καλύτερο δυνατό για να κρατήσει στο επίκεντρο το έξυπνο αυτό δίλημμα και το σασπένς που βασίζεται πάνω του.

Το δίλημμα που έχει θέσει λοιπόν ο κος Άρλινγκτον Στιούαρντ δρα όπως είπαμε και στην αρχή σε διάφορα επίπεδα. Πέραν αυτού όμως βλέπουμε ότι μπορεί να εφαρμοστεί από τη μικρή εικόνα (μία οικογένεια με προβλήματα) στη μεγάλη εικόνα (μία κοινωνία με προβλήματα). Αντιλαμβανόμαστε δηλαδή ότι ο κος Άρλινγκτον θέτει σε αυτή τη δοκιμασία τους ήρωες (και κατ? επέκταση ολόκληρη την κοινωνία) χάριν πειράματος. Τι θα ανακαλύψει από αυτό και που θα τον οδηγήσουν τα συμπεράσματα που θα αντλήσει δεν μας απασχολούν. Και ίσως εκεί χάνεται το παιχνίδι. Γιατί το σενάριο αντί να επικεντρωθεί στο δίλημμα και την δοκιμασία που αυτό βάζει τους πρωταγωνιστές εμφανίζει πυκνά συχνά στοιχεία και σκηνές ολόκληρες που είτε μπλέκουν ακόμα περισσότερο κι αναίτια το παζλ (π.χ. η σκηνή στη βιβλιοθήκη που καταλήγει στο? τρίλημμα «διάλεξε μία πόρτα, μόνο η μία είναι η σωστή οι άλλες δύο σε οδηγούν στη κόλαση») είτε παρουσιάζουν κάτι το τελείως αδιάφορο κι άσχετο ? εκ πρώτης πάντα ? με το στόρυ (π.χ. το ότι ο Άρθουρ δουλεύει στη ΝΑΣΑ και είναι αυτός που έχει επινοήσει το σύστημα φωτογράφισης 360 μοιρών του ρομπότ που στάλθηκε στον Άρη). Όπως επίσης και το ότι η χαρακτήρας της Ντίαζ πάσχει από μία αναπηρία στο πόδι της κάτι που ως «τέχνασμα» λειτουργεί εδώ όπως συνήθως τα παιδάκια με άσθμα στα πιο «δεύτερα» θρίλερ του σωρού.

Τέτοια μικρά μικρά ζητήματα αποδιοργανώνουν και αποδυναμώνουν όλη την πλοκή, γιατί από το μεταφυσικό μεταπηδάμε στο ρεαλιστικό και τούμπαλιν και κάποιες στιγμές χωρίς ιδιαίτερη νοηματική συνοχή. Αντί να αναρωτιόμαστε, παραδείγματος χάριν, ποιοι είναι οι «εργοδότες» του Άρλιγνκτον, πρέπει να δούμε μία σκηνή όπου η «αναπηρία» της Ντίαζ λειτουργεί ως (προβλέψιμο) τρικ που θα οδηγήσει σε μια παλιομοδίτικη δακρύβρεχτη σκηνή ή ένα φινάλε που το παρελθών τρίλημμα του Άρθουρ θα επεξηγήσει την παρούσα επιλογή του. Δυστυχώς όλα αυτά, παρά τις προσπάθειες του Κέλυ, του Φρανκ Λανγκέλα (Ντίαζ και Μάρσντεν δεν πείθουν σαν «φυσιογνωμίες» των 70s) και του λοιπού τεχνικού επιτελείου (η αρτιότητα της αναπαράστασης της δεκαετίας του ?70 μου θύμισε την περσινή στο «Milk») καταδικάζουν το «Κουτί» στο να χαρακτηριστεί μία φιλότιμη μα προβλέψιμη ταινία. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε δηλώσει πως για αυτόν το «Κουτί» θέλει να είναι μία ταινία με πολύ σασπένς, πολύ εμπορική και ταυτόχρονα να διατηρεί την προσωπική καλλιτεχνική του αισθητική. Εκ των υστέρων κρίνουμε πως απέδειξε πως έχει σε όλα δίκιο. Ξέχασε όμως πως η εμπορικότητα όταν έχει σαν θεμέλιο της ένα ξεχειλωμένο από όλες τις μεριές στόρυ (πόσο μάλλον όταν είναι μικρό διήγημα) αναπόφευκτα θα οδηγήσει και στην προβλεψιμότητα. Για αυτό προτιμήστε να βρείτε και να δείτε το επεισόδιο της «Ζώνης του Λυκόφωτος» που βασίστηκε στο διήγημα, παρά την ταινία.