AGORA

  • Εκτύπωση

Υπατία η Αλεξανδρινή. Φιλόσοφος. Επιστήμονας. Στην κορυφή της μαύρης λίστας της ιστορίας της Χριστιανικής Εκκλησίας επειδή οι απόψεις που πρέσβευε κατά τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, όσο και η πολιτική επιρροή που είχε στην Αλεξάνδρεια, αφενός δεν ερχόντουσαν σε συμφωνία με τις... γραφές και αφετέρου εμπόδιζαν την εξάπλωση της χριστιανικής θρησκείας. Ως εκ τούτου θεωρήθηκε εχθρός της. Η Υπατία ήταν η μόνη γυναίκα στην Αλεξάνδρεια που δίδασκε φιλοσοφία, μαθηματικά και αστρονομία, και η διαρκή της ενασχόληση με αυτές τις επιστήμες την έκαναν μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της εποχής. Τι ουσιαστική σχέση έχει η θρησκεία με όλα αυτά πέραν του ότι χρονικά συνέπεσε η υπαρξή της Υπατίας με την πληθυσμιακή αύξηση των οπαδών του λόγου του Ιησού; Τότε είχε. Και όπως φαίνεται, με τον τρόπο που μας λέει ο Αλεχάντρο Αμενάμπαρ την ιστορία της, έχει μέχρι και σήμερα. Το ότι κανένας διανομέας στην Ιταλία δεν έχει βρεθεί ακόμα για αυτό το φιλμ αποδεικνύει του λόγου, και του Αμενάμπαρ, το αληθές.

Κι όμως το ότι δεν βρίσκει διανομή στην Ιταλία δεν σημαίνει ότι η ταινία παίρνει θέση και μεροληπτεί παρουσιάζοντας την δική της άποψη από την δική της οπτική γωνία. Κάθε άλλο. Η ταινία το μόνο που κάνει είναι να παρουσιάσει αυτή την ιστορικά καταγεγραμμένη και πραγματική ιστορία της Υπατίας. Δείχνει από το 391μ.Χ. κι έπειτα οτιδήποτε συνέβει στην Αλεξάνδρεια και είχε σχέση με την Υπατία, τους μαθητές της, τη Σχολή, την Βιβλιοθήκη, τις εγκαθιδρυμένες θρησκείες στην πόλη και τους οπαδούς τους, αλλά και τα ενεργά πρόσωπα της πολιτικής σκηνής. Η κάμερα εδώ δεν έχει πρόθεση να μας παρουσιάσει το πως βλέπει και βιώνει τα γεγονότα η πρωταγωνίστρια, αλλά απλά μας τοποθετεί στην Αλεξάνδρεια. Η κάμερα μας τοποθετεί με την ίδια «διάθεση» τόσο δίπλα στην Υπατία όσο και δίπλα στον Ορέστη, στον σκλάβο Ντάβος και στον ηγέτη των χριστιανών Κύριλο. Σίγουρα υπάρχει η σεναριακή διάθεση της κλιμάκωσης της αντιπάθειας που δημιουργείται μεταξύ των χριστιανών οπαδών στο προσωπό της ηρωίδας αλλά αυτό δεν σημαίνει «παίρνω θέση». Σημαίνει χτίζω την πλοκή μου μέχρι να φτάσω στην «λύση» της, που δεν είναι άλλη από αυτό που έγραψε η ιστορία.

Ομολογουμένως η αποστολή για τον Αμενάμπαρ ήταν δύσκολη. Έπρεπε να ξέρει που πατάει και που βρίσκεται ανά πάσα στιγμή. Διότι τα «πεδία» στα οποία αναφέρεται και χτίζουν συνδυαστικά μεταξύ τους τον εσωτερικό κι εξωτερικό κόσμο της Υπατίας και όλη την διάδραση μεταξύ αυτής και των υπολοίπων γύρω της δεν αποτελούν μία ενότητα. Είναι ξεχωριστά πεδία ξεχωριστής σημασίας. Κι όχι μόνο «Υπατιακής» σημασίας. Πανανθρώπινης. Η φιλοσοφία, οι επιστήμες, οι θρησκείες, η πολιτική. Οι πρεσβευτές όλων αυτών συνιστούν το περιβάλλον της ηρωίδας αλλά και το «τρέχων» περιβάλλον γενικότερα. Έτσι καταλήγουμε στις εξής δϋικές συγκρούσεις. Η φιλοσοφία και οι επιστήμες αντιπαραβάλλονται των θρησκειών και της πίστεως γενικά. Οι μεν αμφισβητούν τα πάντα ενώ οι δε απαγορεύεται και μόνο να αμφιβάλουν για το λόγο του Θεού. Δηλαδή οι κοσμικοί νόμοι του σύμπαντος προσπαθούν να εξηγηθούν μέσω της νόησης ενώ ταυτόχρονα δημιουργούνται οι νόμοι των ανθρώπων για να βάλουν την κοινωνία σε εκείνο το καλούπι όπου οι αμφισβητίες των γραφών πρέπει να λιθοβολούνται ενώ οι καταστραφείς αρχαίων γνωστικών κειμένων να μένουν ατιμώρητοι (γιατί τουλάχιστον αυτοί δεν είναι παγανιστές... αφήστε που μπορεί να τους ονομάσουμε κι αγίους μετά).

Ποιος θα δώσει λύση σε αυτές τις συγκρούσεις λοιπόν; Η φιλοσοφία αδυνατεί γιατί οδηγεί σε αδιέξοδο μία αντιπαράθεση, έστω σε διαλεκτικό επίπεδο, μιας και δεν μπορεί να αντιπαρέλθει του παρωπιδισμού των θρησκευτικών οπαδών. Οι επιστήμες ακόμα έχουν κενά να καλύψουν κι έτσι δεν υπάρχουν ακόμα επαρκείς απαντήσεις. Η πολιτική είναι έρμαιο της μάζας και του όχλου. Αν ο πολιτικός δεν κάνει επιλογές που να ευχαριστούν τους πολίτες (όλων των χρωμάτων, στρωμάτων, ηλικιών και ασφαλώς θρησκειών) τότε χάνεται η εμπιστοσύνη στο προσωπό του και κατόπιν χάνεται η εξουσία από τα χέρια του. Νικητής στην αρένα αυτών των συγκρούσεων βγαίνει ο πιο ισχυρός. Η πίστη. Εν προκειμένω η πίστη στον Χριστιανισμό.

Συμπέρασμα; Τίποτα δεν έχει αλλάξει από το 391 μ.Χ. έως σήμερα που το καλεντάρι γράφει 2010. Οι πολιτικές σκοπιμότητες γεννιούνται από τα debate μεταξύ των εκάστοτε πολιτικών περί «πολιτικού κόστους». Έτσι σε έναν κόσμο όπου χριστιανοί, εβραίοι, σκλάβοι και... φιλόσοφοι συνυπάρχουν (κοινωνικές ομάδες που υφίστανται μέχρι και σήμερα) το πολιτικό κόστος είναι αυτό που θα καθορίσει με ποιανού το μέρος θα πάει η πολιτική εξουσία. Και εφόσον με την εις άτοπον απαγωγή καταλήξαμε πριν πως ο πιο ισχυρός είναι η πίστη, δηλαδή η θρησκεία, δηλαδή η εκκλησία και τα μέλη της άρα θα πάει με αυτής το μέρος. So long Υπατία...

Η ταινία είναι συγκλονιστική κατά διαστήματα. Ενώ πρόκειται για μια σε γενικές γραμμές πολύ ωραία σκηνοθετημένη και καλοδομημένη ιστορία, υπάρχουν κάποιες σκηνές που σοκάρουν. Η σκηνή όπου οι μαθητές και οι δάσκαλοι της σχολής και της Μικρής Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας φεύγουν από την πίσω πύλη ενώ οι χριστιανοί εισβάλλουν από την κεντρική κι αρχίζουν να καταστρέφουν τα πάντα, γεμίζει με θυμό και θλίψη τους θιασώτες της σκέψης! Επίσης οι σκηνές όπου δείχνουν τα αστέρια στον νυχτερινό ουρανό ή τη Γη από ψηλά σε ένα παγωμένο μα τόσο μαγικό πλάνο, ενώ ταυτόχρονα ακούμε κάποια συγκεκριμένα ερωτήματα ή σχόλια από την Υπατία ή κάποιον μαθητή, είναι τόσο σπουδαίες όσο και ευφυείς. Αυτές οι σκηνές δίνουν ακριβώς εκείνη τη δύναμη που χρειάζονται, και μάλιστα τη στιγμή που τις χρειάζονται, οι έννοιες του θείου (ή της ανάγκης μας για πίστη σε μια ανώτερη δύναμη) και στους κοσμικούς νόμους που η παρατηρησή και η καταγραφή τους έχει οδηγήσει σε σπουδαία πρόοδο της σκέψης και του πολιτισμού, είτε αυτοί οι νόμοι έχουν εξηγηθεί είτε όχι. Ο Αμενάμπαρ με αυτά τα πλάνα είπε: όπως και να δείτε τον νυχτερινό ουρανό είτε με τα μάτια ενός θρησκόληπτου είτε με τα μάτια ενός επιστήμονα ή φιλοσόφου η μαγεία είναι κοινή. Το σύμπαν είναι άπειρο και τέλειο κι άπειρη και τέλεια είναι κι η ομορφιά του. Σαν ένα κύκλος.

Την Υπατία υποδύεται η Ρέητσελ Βάις και τους τρεις σημαντικούς άντρες δίπλα της οι Μαξ Μινγκέλα, στο ρόλο του σκλάβου της «Ντάβος» που ασπάζεται τον Χριστιανισμό, Όσκαρ Άιζακ, στον ρόλο του «Ορέστη» που πάντα την αγαπούσε, και ο Ρούπερτ Έβανς, στο ρόλο του «Συνέσιου» πιστού μαθητή της και πιστού χριστιανού. Οι μεταξύ τους σχέσεις είναι αυτές που «προσθέτουν» στο δράμα γιατί οι συγκρούσεις που περιγράψαμε παραπάνω γίνονται πιο προσωπικές και ακόλουθα μετατρέπονται σε διαφορετικά κίνητρα και συναισθήματα για τον κάθε ένα χαρακτήρα χωριστά. Η μόνη «σταθερά» είναι η Υπατία. Αυτή ψάχνει την αλήθεια στον ουρανό. Οι υπόλοιποι την βρήκαν (γραμμένη) ήδη στη Γη.

Η Ρέητσελ Βάις είναι κι αυτή μία σταθερά. Σταθερή αξία ερμηνευτικά απλά εδώ φαντάζει πως δεν έβαλε το ταλέντο της για να κάνει μία υπέρβαση παρά μόνο αρκέστηκε σε μία εξαιρετική μεν ερμηνεία αλλά στο ίδιο στυλ και ύφος δε, που έχει δώσει τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν. Αυτό που μαγεύει τον θεατή του «Αγορά» είναι ο τρόπος που ο Αμενάμπαρ μας έβαλε σε θέση παρατηρητή όλων αυτών και μάλιστα στην Αλεξάνδρεια του 391 μ.Χ.. Η παραγωγή είναι καταπληκτική και η δουλειά που έγινε στα (κανονικά και ψηφιακά) σκηνικά για την αναπαράσταση της πόλης απλά τέλεια. Τα μακρινά πλάνα είναι πολύ συχνά και ακόμα πιο συχνό το εύρυμα της προσέγγισης του θέματος του κάδρου ξεκινώντας από το ύψος των ουράνιων σωμάτων και καταλήγοντας στην επιφάνεια της γης και τούμπαλιν. Ο Αμενάμπαρ εφάρμοσε στην καμερά του την επαγωγική κι απαγωγική φιλοσοφική μέθοδο και προσέγγιση. Άλλοτε δηλαδή ξεκίναγε δείχνοτας την μικρή, ειδική και συγκεκριμένη εικόνα κι απομακρυνόταν για να δούμε τη μεγάλη, κι άλλοτε το ανάποδο. Καταπληκτική έμπνευση και μπράβο του.

Η «Αγορά» είναι μία ταινία που ΔΕΝ θα παίζουν τα τηλεοπτικά κανάλια κάθε Πάσχα. Η ιστορία που αφηγείται ΔΕΝ θα ευχαριστήσει πολύ κόσμο. Παρόλα αυτά είναι ένα φιλμ που ΔΕΝ χαϊδεύει αυτιά αλλά και ΔΕΝ παίρνει θέση. Και να είστε σίγουροι πως ΔΕΝ δείχνει το καλό πρόσωπο της Χριστιανικής θρησκείας και των οπαδών της. Αν ακόμα και μετά από αυτά τα «ΔΕΝ» εσείς επιθυμείτε να τη δείτε τότε... καλά θα κάνετε! Είναι μία «σημαντική» ταινία, με εικαστική και αφηγηματική δύναμη που κάνει τον θεατή να βυθιστεί στο καθισμά του και να την παρακολουθήσει με μεγάλη προσοχή από την αρχή μέχρι το τέλος. Θα δημιουργήσει ποικιλία συναισθημάτων και θα έχει ως αποτέλεσμα να γίνουν μικρά πηγαδάκια για ανταλλαγή προβληματισμών μετά την έξοδο από την αίθουσα. Το «Αγορά» είναι πλέον μία από τις σημαντικότερες και πιο τολμηρές σύγχρονες ιστορικές ταινίες. Ο Αλεχάντρο Αμενάμπαρ τα κατάφερε πέραν των προσδοκιών μας!