Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τετάρτη, 25 Ιανουαρίου 2012 15:09

Γ' Βραβείο στον 2ο Διαγωνισμό Διηγήματος "ΛόγωΤέχνης 2011": Κατερίνα Μαλακατέ "Blog post"

Γράφτηκε από  Κατερίνα Μαλακατέ
  Η Κατερίνα Μαλακατέ γεννήθηκε στην Αθήνα, πριν 33 χρόνια. Είναι παντρεμένη, έχει ένα γιο και στην πραγματική ζωή είναι φαρμακοποιός. Διατηρεί εδώ και τρία χρόνια το www.diavazontas.blogspot.com 

Συμμετείχε στον με θέμα "Ιστορίες Διαδικτύου", που διοργάνωσε η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία ArtSpot, με το διήγημά του "Blog post". Η Κριτική Επιτροπή (αποτελούμενη από τους Εύη Λαμπροπούλου, Δημήτρη Μαμαλούκα, Έλενα Μαρούτσου, Δημήτρη Σωτάκη και Γιάννη Φαρσάρη) την τίμησε με το Γ' Βραβείο, καταλαμβάνοντας την 3η θέση στο διαγωνισμό.


Τίτλος Διηγήματος: "Blog post"

Δεν έχω πολλούς τρόπους να πω το αυτονόητο, φυσικά φταίει η μάνα και ο πατέρας μου που είμαι μόνη. Στην τελική ανάλυση οι απογοητεύσεις μιας ζωής συνοψίζονται στην παιδική ηλικία, αντλούνται από αυτή, τις ζούμε ξανά και ξανά κάθε ώρα, το λέει κι η Λένα που είναι ψυχολόγος, «βγάλε το μικρό ανθρωπάκι μέσα από το κεφάλι σου». Δεν γίνεται, το μικρό ανθρωπάκι με το καροτί μαλλί της μάνας μου είναι πάντα μαζί μου, με κυνηγά στα πέρατα. 'Όχι πως πήγα στα πέρατα.

Μετάνιωσα που αυτό το blog το άνοιξα επωνύμως. Ειδικά από τότε που το ανακάλυψε ο μπαμπάς, τότε τα λόγια μίσους για κείνη, γίνανε θηλεία. Δεν σας το κρύβω πως η κατάστασή μου χειροτέρεψε πολύ, ένα σωρό καυγάδες δίχως λόγο. Κι όμως ήταν λυτρωτική η αρχική σύλληψη κι ήθελα να είναι επώνυμη, δε θα είχε νόημα η ανώνυμη σκανταλιά

"Τη μισώ", έγραφα. «Τη μισώ γιατί κανιβάλισε τη ζωή μου. Νόμισε πως επειδή με γέννησε μπορεί και να με ορίζει απόλυτα. Τη μισώ γιατί δεν με αφήνει να ανασάνω, γιατί είναι ο μόνος λόγος που ανασαίνω. Ούτε καν το παιδί μου. Θέλω να πεθάνει, να μην υπάρχει πια, αλλά όταν πεθάνει θα με πάρει στο τάφο μαζί της. Η κάργια". Δεν της τα μετέφερε ατόφια τα λεγόμενά μου, σουπιά ο μπαμπάς, της το έφερε απέξω απέξω πως κάτι υπάρχει που θα έπρεπε να με ρωτήσει για να της πω. Εν ολίγοις με ανάγκασε να της τα πω εγώ. Μεγάλη κουφάλα ο πατέρας, πάντα κάνει τα πάντα για να ξεφύγει την οργή της, να ανακαλύψει ξανά τον έρωτα του για κείνη. Ζει κι αυτός για αυτή, αλλά με μεγαλύτερη υγεία και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση. Αυτός είναι ακόμα ερωτευμένος.

Ένας κακός άνθρωπος αρκεί για να γαμηθεί η ζωή σου. Η λύση είναι μόνο μια, λέει η Λένα, να τον βγάλεις τελείως από την καθημερινότητα, να απομακρυνθείς από την αρνητική δύναμη. Το έκανα με όλους. Με όλους τους άλλους εκτός από κείνη. Πως σκατά απομακρύνει κανείς τη μάνα του; Φεύγει ίσως για την Αμερική, την Αυστραλία, έναν τόπο μακρινό και απροσπέλαστο. Θα μπορούσα έτσι να την ανεχτώ, μια δυο φορές των χρόνο, ίσως καν να μην άνοιγα τούτο το μπλογκ. Misotimanoula.com

Ο άντρας ο Άλκης μου λέει πως είναι αφόρητο που δεν μπορώ να της τα πω κατάμουτρα. Κοίτα, κοίτα τι έγραφες μισό χρόνο πριν, μου φωνάζει. «Η μάνα μου επί Κατοχής θα ήταν μαυραγορίτισσα, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για αυτό. Η μάνα μου θα πουλούσε σε ανθρώπους που πεινάνε ένα μπουκάλι λάδι με αντάλλαγμα το σπίτι τους, θα άφηνε ορφανά να πεθάνουν από την πείνα. Καταδυναστεύει τη ζωή μου τριάντα χρόνια τώρα και για κακή μου τύχη χαίρει άκρας υγείας. Αν και στο μυαλό της πάντοτε υποφέρει και πάντοτε πεθαίνει. Μιλάμε για το εγωιστικότερο πλάσμα στον πλανήτη, που τραβά χαρά από το δυσκολεύει την καθημερινότητα των άλλων γύρω της. Έπεσα ύπουλα στην παγίδα της κοινής δουλειάς, ήμουν δεκαεπτά χρονών, φοβισμένη πως από μόνη μου δε θα βρω πουθενά εργασία, μη σίγουρη ακόμα για την πραγματική μου κλίση, έπεσα στην παγίδα της ίδιας μου της ανασφάλειας. Χαράμισα τα ταλέντα μου – την έμφυτη κλίση μου για μάθηση, την ικανότητά μου στις γλώσσες και το γράψιμο – στο συνοικιακό μαγαζί της, στη μιζέρια των αχάριστων γέρων. Αλλά απ
ό την άλλη αυτή η δουλειά θα ήταν χιλιάδες φορές πιο ευχάριστη αν δεν έπρεπε να τη μοιράζομαι μαζί της. Εγκλωβίστηκα. Δε θα ενηλικιωθώ ποτέ, γαμώ την πουτάνα μου, για πάντα θα πρέπει να είμαι υποχείριο της μανούλας, ποτέ δεν θα έχω τα δικά μου λεφτά, ποτέ δε θα ανεξαρτητοποιηθώ. Κι ας έγινα κι εγώ μάνα.»

Τους έδιωξα όλους και γύρισα ξανά στο πατρικό μου σπίτι. Έχω να δω την κόρη μου δυο μήνες, δεν μου κάνει καλό η συναναστροφή μαζί της, η απόλυτη λατρεία στον πατέρα της. Εγώ σε γέννησα, θέλω να της φωνάξω, εγώ σε θήλασα, εγώ χαράμισα τα νιάτα μου στην αθλιότητα της γιαγιάς σου, στη δούλεψη της για να λατρεύεις έτσι τώρα εσύ τον πατέρα σου, να με διώχνεις. Τεσσάρων ετών και δεν με ξέρει, δε με θέλει, ακόμα κλαίει όταν ο άντρας μου πάει τουαλέτα. Αυτόν ξέρει, εγώ πάντα χαμένη στα δικά μου σκοτάδια, λέει ο Άλκης. Μου μείνατε εσείς και το μπλογκ και το υπόγειο στη μονοκατοικία των γονιών μου. Κλείνομαι εδώ και ξέρω πως αυτή είναι η πραγματική μου κλίση, η μόνη λύση, ο υπολογιστής, η επαφή μαζί σας. Δεν έχω κανέναν άλλο πια.

Αναλογίζομαι στιγμές στιγμές τί θα γίνει αν μας κόψουν τη σύνδεση, αν δεν μπορώ πια να ελέγχω έστω τούτο το χώρο, τον νοερό και απατηλό αλλά τουλάχιστον μόνο δικό μου. Αυτό το ιστολόγιο είναι το πραγματικό παιδί μου, το μόνο πράγμα που δεν το διεκδικεί κανένας άλλος, που δημιούργησα εγώ από την αρχή κι ακόμα με αγαπάει. Η Λένα λέει πως πρέπει να βγαίνω που και που από το σπίτι, αλλά δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ. Βγήκα αρκετά. Έξω από την πόρτα του υπογείου μου καραδοκούν αυτοί, η μάνα με τα φαγητά της και την εκρηκτική, αποτελειωτική αγάπη της, η κόρη με τη δυσαρέσκεια ζωγραφισμένη στα μούτρα της, έξω από το υπόγειο είναι ο Άλκης να με ψέγει που δεν είμαι πια η γυναίκα που τον τρέφει, που αναγκάστηκε να βρει δουλειά για να θρέψει το παιδί του.

Η μόνη μου αγάπη είναι μαζί σας, για τα σχόλια που θα αφήσετε και θα με αναγκάσετε να ασχοληθώ, να σηκωθώ και σήμερα από το κρεβάτι και να χω κάτι να προσμένω. Περιμένω.