Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τρίτη, 29 Μαΐου 2012 17:37

Η Γενιά του '30 βρήκε την Στέγη που της αξίζει

Γράφτηκε από τον 

Το Μουσείο Μπενάκη εντυπωσιάζει για άλλη μια φορά και συμβάλλει με τους κόπους και την έμπνευση του ανθρώπινου δυναμικού του στο να συγκροτηθεί ένας νέος πόλος Πολιτισμού στο Κέντρο της Αθήνας. Πριν από λίγες ημέρες άνοιξε τις πύλες του προς το αθηναϊκό κοινό η ανακαινισμένη οικία-Πινακοθήκη του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα στην οδό Κριεζώτου 3, η οποία και θα αποτελέσει παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη. (Φωτογραφία: Η πρόσοψη της Πινακοθήκης-οικίας του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα. Η εύκολη πρόσβαση, η κεντρική της τοποθεσία και το εξαιρετικό πωλητήριο της, δίνουν επιπλέον λόγους σε κάποιον να την επισκεφθεί.)

Πρόκειται για το πρώτο Μουσείο στην Ελλάδα αφιερωμένο όχι μόνο στον εξέχοντα ζωγράφο μας αλλά σε ολόκληρη την γενιά του '30, την γενιά εκείνη που με το έργο, την έμπνευση και το όραμα της χάραξε νέες διαδρομές στην εθνική μας περιπλάνηση.

Δημιούργησε πρωτοπορία και ενέπνευσε γενιές και γενιές πατώντας πάνω στα εικαστικά και ιδεολογικά μοτίβα της ελληνικότητας, της παράδοσης και της ιστορίας μας. Και όλα αυτά συνταιριάζοντας το χθες με τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις και επιρροές από το εξωτερικό. Είναι η Γενιά εκείνη που βίωσε πολέμους, διχασμούς, φτώχεια, Μικρασιατική καταστροφή, και που στο τέλος μας προσέφερε αναρίθμητες συγκινήσεις, βραβεύσεις, διακρίσεις σε ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο. Ελύτης, Σεφέρης, Μόραλης, Τσαρούχης, Χατζιδάκις, Σπαθάρης και Κοσμάς Πολίτης, είναι μερικές μόνο από τις προσωπικότητες εκείνες που διαμόρφωσαν με το έργο και τα διδάγματα τους την νέα ελληνική μας ταυτότητα, όπως την ξέρουμε και την βιώνουμε σήμερα.

Αυτή η γενιά έπρεπε κάποια στιγμή να αναδειχθεί μουσειολογικά και με έναν μόνιμο, λειτουργικό και συνάμα σύγχρονο τρόπο να παρουσιαστούν ορισμένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της στους Έλληνες του σήμερα. Η Πινακοθήκη του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, όπως αυτή είναι δομημένη στο κτίριο της οδού Κριεζώτου, συνιστά άξια προσπάθεια παρουσίασης των έργων και των λόγων αυτής της Γενιάς. Στο ιστορικό σπίτι-Μουσείο στο οποίο ο επιφανής ζωγράφος πέρασε τέσσερις δεκαετίες της ζωής του, έχει αφιερωθεί ένα μεγάλο μέρος του στους ανθρώπους της τέχνης και των γραμμάτων που άφησαν το στίγμα τους στην πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία της Ελλάδας από το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι τις παραμονές της Δικτατορίας του 1967. Πρόκειται για ένα πολιτιστικό κόσμημα όπου για δεκαετίες έλειπε από τα πολιτιστικά δρώμενα της πόλης. Με την ένταξη του στην ομάδα των παραρτημάτων του Μουσείου Μπενάκη, το ίδιο το Μουσείο καταφέρνει να αφηγηθεί μέσα από τα εκθέματα του όλες τις φάσεις και της ιστορικές περιόδους του Ελληνισμού, από τα αρχαϊκά χρόνια μέχρι και σήμερα. Το Μουσείο αυτό αποτελούσε το απαραίτητο κομμάτι προκειμένου να ολοκληρωθεί το παζλ της ιστορικής μας διαδρομής. Το Μουσείο Μπενάκη είναι πλέον ένα πλήρες ιστορικό, αρχαιολογικό και λαογραφικό Μουσείο.

gkika-houseΆποψη απο το εσωτερικό της οικίας του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα. Τα εκθέματα είναι χιλιάδες, ενδεικτικά μιας άλλης εποχής καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Το Μουσείο επέλεξε να ανοίξει τις πύλες του σε μια κρίσιμη για την πατρίδα μας ιστορική περίοδο. Μια περίοδο όπου όλα κρίνονται και όλοι κρινόμεθα από τις πράξεις μας. Το νέο αυτό κύτταρο πολιτισμού φαντάζει σαν ένα βάλσαμο στην παρατεταμένη άπνοια που παρουσιάζουν τα πολιτιστικά μας δρώμενα. Δείχνει με τον τρόπο του ότι η έστω ολιγόλεπτη μας φυγή από την καθημερινότητα της πόλης και η επαφή μας με το μεγαλείο της Γενιάς του '30 μπορεί να εμπνεύσει, να διδάξει και να βοηθήσει τους σύγχρονους Νεοέλληνες στο να δουν με διαφορετική ματιά τις κακουχίες του παρόντος προκειμένου να αδράξουν τις ευκαιρίες του μέλλοντος. Η Γενιά του '30 αυτό έκανε και μάλιστα πολύ καλά. Εμπνεύσθηκε από τις δυσκολίες και την παρακμή και έθεσε η ίδια τις βάσεις για την ακμή και την δημιουργική πρόοδο.

Όπως πολύ σωστά ο Σπύρος Γιανναράς αναφέρει στην εφημερίδα «Καθημερινή», «έργα όπως του Μιχάλη Τόμπρου, του Σπύρου Παπαλουκά, του αρχαιολόγου Χρήστου Καρούζου, της λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη, της Βάσως Κατράκη ή του Βαμβακάρη και του Σπαθάρη, μας υπενθυμίζουν στη δύσκολη αυτή συγκυρία που βιώνουμε τι υψηλό επίπεδο πολιτισμού μπορεί να παραγάγει μια κοινωνία σε αντίστοιχες ή και πολύ πιο ζοφερές εποχές από τη σημερινή. Οτι το επίπεδο του βίου μιας συλλογικότητας δεν προσμετριέται αποκλειστικά και μόνο με χρηματοοικονομικά μεγέθη, αλλά από την οικουμενική απήχηση του πνευματικού έργου που δύναται να παράγει».

Σήμερα, θα προσέθετα εγώ, όπου το μουντό οικονομικό και πολιτικό τοπίο δείχνει να έχει μετουσιωθεί σε τρικυμία που είναι έτοιμη να μας κατακλύσει, μικρές πολιτιστικές προσθήκες, όπως αυτή του Μουσείου Μπενάκη, δείχνουν τον δρόμο της συλλογικής ανασυγκρότησης, της πολιτιστικής ανόρθωσης και της εικαστικής δημιουργίας. Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο, ότι αν θέλουμε να δούμε την Κοινωνία μας να ευημερεί και πάλι πρέπει να βάλουμε τον Πολιτισμό μας στην θέση που του αξίζει. Θέση περίοπτη και περίλαμπρη. Μέχρι τότε βέβαια έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας...
gkika-artwork
Όμηρος Δ. Τσάπαλος

Είμαι απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισα τους σπουδές μου σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο γνωστικό αντικείμενο της Πολιτικής Επικοινωνίας και των Cultural Industries στο London School of Economics με υποτροφία του Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης και της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Επόμενο βήμα μου η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στο ζήτημα της άσκησης εξωτερικής πολιτικής για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα. Ασχολούμαι συστηματικά είτε μέσω αρθρογραφίας, είτε μέσω επιστημονικών εργασιών με ζητήματα πολιτιστικής διπλωματίας και διαχείρισης πολιτιστικών πόρων. Κάτοχος Αριστείου Πολιτικών Επιστημών.