AVATAR

  • Εκτύπωση

Η πιο πολυαναμενόμενη ταινία της χρονιάς, μακράν, είναι το Avatar. Για πολλούς και διάφορους λόγους. Πρώτος και κυριότερος η μεγάλη επιστροφή του σκηνοθέτη Τζέημς Κάμερον. Σχεδόν δεκατρία χρόνια μετά την τεράστια επιτυχία του «Τιτανικού» δούλεψε σκληρά για να μας παραδώσει το «Avatar». Ένας επιπρόσθετος λόγος η χρήση που κάνει όλων των σύγχρονων ψηφιακών τεχνολογικών επιτευγμάτων για τα γυρίσματα της νέας του αυτής ταινίας. Ένας ακόμα, για τους πιο σινεφίλ, το καστ. Ο ανερχόμενος κι πολύ ταλαντούχος ηθοποιός Σαμ Γουόρθινγκτον, που πέρυσι τον είδαμε στο Terminator Salvation, και φυσικά οι Σιγκούρνευ Γουίβερ, που συνεργάζεται ξανά μετά το Aliens με τον Τζέημς Κάμερον, και ο Τζιοβάνι Ρίμπιζι. Αλλά κακά τα ψέμματα. Ο σημαντικότερος λόγος που περιμέναμε αυτή την ταινία ήταν ένας. Να ανακαλύψουμε πραγματικά το ποιος είναι αυτός ο κόσμος και οι κάτοικοι του, γεύση των οποίων είχαμε πάρει τόσους μήνες τώρα στο τρέηλερ και στις αφίσες.

Ο Τζέηκ Σάλι (Σαμ Γουόρθινγκτον), νεαρός μα ανάπηρος πρώην πεζοναύτης, αντικαθιστά τον νεκρό δίδυμο αδερφό του στην αποστολή για τον πλανήτη Πανδώρα. Στον πλανήτη αυτό οι άνθρωποι έχουν κάνει βάση με στόχο ένα και μοναδικό. Να διώξουν ή να εξοντώσουν τους ιθαγενείς Ναβί για να αποκτήσουν πρόσβαση στα κοιτάσματα του «δυσπρόσιτου», μιας ύλης που το κάθε κιλό που εξορύσσεται εκτιμάται στα 20 εκατ. δολάρια. Για να επιτευχθεί ο στόχος τους χωρίς πολλές στρατιωτικές επεμβάσεις ο διοικητής της βάσης (Τ. Ρίμπιζι) βασίζεται στην επιστήμη, την οποία υπηρετεί η Γκρέις (Σ. Γουίβερ). Κατασκευάζουν λοιπόν με συνδυασμό DNA ανθρώπου και ιθαγενή τα άβαταρς, δηλαδή σώματα ιθαγενών που όμως ελέγχουν εξ? ολοκλήρου μέσω μηχανήματος άνθρωποι. Η περιπέτεια για την σωτηρία ή μη του πλανήτη Πανδώρα ξεκινά όταν ο Τζέηκ μπαίνει για πρώτη φορά στο μηχάνημα κι «οδηγεί» το αβατάρ του μέσα στην καρδιά του κόσμου των Ναβί.

Οι λέξεις είναι πολύ λίγες κάποιες φορές για κάποιες ταινίες. Η πληθώρρα των καλών στοιχείων της συγκεκριμένης, ακόμα και αν πιάσουμε για να αξιολογήσουμε ξεχωριστά έναν προς έναν τους τομείς που την συνθέτουν, είναι τέτοια που σε οδηγεί στο να μην ξέρεις από πού να αρχίσεις και που να τελειώσεις. Στην περίπτωση δηλαδή του «Άβαταρ» το μόνο σίγουρο από το οποίο πρέπει να ξεκινήσουμε, σαν επισήμανση-συμβουλή, είναι να την δείτε σε ψηφιακή τρισδιάστατη προβολή. Εκεί θα την απολαύσετε σε όλο της το μεγαλείο.

Ο Τζέημς Κάμερον έχτισε εδώ ένα παραμύθι πατώντας πάνω σε κάποιους πολύ απλούς κανόνες αλλά με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία. Αρχικά σου δείχνει τον άνθρωπο. Ποιος είναι, τι θέλει, που πάει και τι τον εμποδίζει να αποκτήσει αυτό που θέλει. Κατόπιν έναν άλλο κόσμο. Ένα εκπάγλου ομορφιάς παραμυθένιο κόσμο, που ουσιαστικά βρίσκεται μεταξύ του ανθρώπου και των επιθυμιών του. Και στο τέλος καταστρέφει αυτό το πανέμορφο κόσμο εις το όνομα της ανθρώπινης φιλοδοξίας και νοσηρότητας. Κι όλο αυτό το ντύνει με ένα πέπλο άκρως αντιπολεμικό, οικολογικό και αγάπης. Με λίγα λόγια ό,τι μας περιτριγυρίζει είναι ζωντανό κι αν δεν το αγαπήσουμε όπως μας αγαπά αυτό δεν θα ζήσουμε την ζωή που πραγματικά μπορεί η φύση και η ενέργεια της να μας προσφέρει.

Αυτό για τη σεναριακή δομή και την ψυχή της ιστορίας. Η οποία, κακά τα ψέμματα, εμπεριέχει κάποιες ελάχιστες εύκολες σεναριακές λύσεις, που πλέον κανείς αμερικάνος δεν μπορεί εύκολα να αποφύγει αν θέλει να εξελίξει την ιστορία του, αλλά ο Κάμερον ήξερε ποιες να χρησιμοποιήσει και πόσο. Οπότε μικρό το κακό. Όταν επίσης στον αντίποδα το εικαστικό κομμάτι είναι ό,τι πιο εντυπωσιακό έχουμε δει από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών #3 (Η Επιστροφή του Βασιλιά), τότε γίνεται ακόμα μικρότερο. Από τα πρώτα δύο λεπτά οι προθέσεις του Κάμερον είναι προφανείς. Θέλει να φύγουμε και να παραπατάμε. Με τα χρώματα. Με τις γωνίες ληψεις του. Με τις απίστευτες λεπτομέρειες στο οτιδήποτε. Από μία μεταλλική συρταριέρα μέχρι τις φτέρες στο δάσος. Από τα ελικόπτερα των ανθρώπων μέχρι τα ιπτάμενα πλάσματα του πλανήτη Πανδώρα. Κι εδώ, για να μη μακρυγορούμε, μπορούμε απλά να πούμε ότι ολόκληρος ο κόσμος που σχεδίασε και κατασκεύασε ο Κάμερον είναι απλά τέλειος!

Από το σημείο που ο Τζέηκ μπαίνει στο μηχάνημα και παίρνει το έλεγχο του μπλε αβατάρ του και αρχίζει να ανακαλύπτει τον πραγματικό κόσμο του πλανήτη αυτού τότε αυτόματα γίνεται εκτός από οδηγός του άβαταρ και οδηγός δικός μας. Η δική του εξερεύνηση, κι ακόλουθα η δική του περιπέτεια, γίνεται η δικιά μας εξερεύνηση ενός κόσμου που όσο περνάει η ώρα αγαπάμε όλο και πιο πολύ και που στο τέλος έχουμε ταυτιστεί τόσο πολύ μαζί του που θα θέλαμε να είμαστε κι εμείς στο πλευρό των Ναβί. Όλα αυτά όμως δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν μόνο με όμορφες εικόνες. Σε ένα κόσμο που τα μικρά παιδιά παίζουν παιχνίδια με ποιότητα εικόνας blu-ray, οι όμορφες εικόνες από ένα απίστευτα όμορφο πλανήτη, πλέον φαντάζουν σαν μερικές ωραίες καρτ-ποστάλ ακόμα. Εδώ η ευφυΐα του Κάμερον εντάσσει σε αυτό τον «μύθο», τον μύθο του πλανήτη Πανδώρα, μία ολόκληρη φιλοσοφία, απαύγασμα πολλών διαφορετικών δικών μας αρχαίων φιλοσοφιών.

Τα πάντα είναι συνδεδεμένα. Όλα είναι μία ενότητα. Ένα νευρικό σύστημα που καταλήγει σε έναν εγκέφαλο. Αν ο εγκέφαλος είναι ο ίδιος ο πλανήτης τότε οι νευρώνες είμαστε εμείς, οι σπόροι, τα δέντρα, τα πουλιά κι ό,τι άλλο ζει γύρω μας με ρίζες ή με πόδια ή με φτερά. Κι όλοι εμείς είμαστε ένα. Όποιος επιτίθεται σε αυτή την ενότητα έχει άγνοια της ομορφιάς της. Κι όποιος την ανακαλύψει έχει συνειδητοποιήσει πως είναι η πραγματική ζωή.

Αν όλα αυτά ακούγονται πομπώδη ή new age γραφικότητες για κάποιον τότε ίσως θα πρέπει να προσθέσουμε (μπας και αλλάξει γνώμη) και την ευθεία επίθεση που κάνει ο Κάμερον στην πολεμοχαρή φυλή των ανθρώπων. Αν υπάρχει μία διδαχή εδώ, πέραν της φιλοσοφίας που συνοπτικά αναφέραμε παραπάνω, είναι ότι ο πόλεμος είναι τελικά μία ανθρώπινη επινόηση που έχει τη βάση της στον εγωισμό. Εμείς θέλουμε πάντα να κάνουμε το παν αρκεί να εξυπηρετηθεί το συμφέρον μας, με οποιοδήποτε κόστος. Κι εκεί υπάρχει η ένσταση του Άβαταρ. Ο κόσμος είναι φτιαγμένος όπως η Πανδώρα. Να είναι κομμάτι μας κι εμείς κομμάτι του. Αν επιτιθέμεθα σε αυτόν είναι σαν να επιτιθέμεθα σε εμάς. Και τότε το κουτί της Πανδώρας θα ανοίξει? (δεν πιστεύω ότι το όνομα του πλανήτη επιλέχθηκε τυχαία).

Για τους ηθοποιούς που δεν αναφέραμε δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να πούμε. Η πραγματική υποκριτική, οι πραγματικοί ηθοποιοί είναι οι Ναβί (ηθοποιοί μεν που καταγράφηκαν ψηφιακά με την τεχνική motion capture και εξελίχθηκαν στα 3D μοντέλα και animations που βλέπουμε τελικά). Η υποκριτική περνάει πλέον και μέσα στα μπλε κατασκευάσματα. Η αληθοφάνεια δηλαδή δεν είναι μόνο σε επίπεδο «εφέ», μία λέξη που ακούγεται σχεδόν ως προσβολή για το «Άβαταρ», αλλά δεσπόζει παντού, ακόμα και στο κομμάτι της υποκριτικής των ηθοποιών. Το καστ είναι σοφά επιλεγμένο κι αν μη τι άλλο προσθέτει πόντους στην γενική αληθοφάνεια όλου αυτού του σύμπαντος που δημιούργησε ο Κάμερον.

Το «Άβαταρ» είναι η πιο εντυπωσιακή ταινία που είδα μετά τον τρίτο Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Ο Τζέημς Κάμερον δεν προσφέρει στεγνό θέαμα για να περάσουμε 160 ευχάριστα λεπτά. Αυτή η ταινία έχει πολύ ψυχή. Τεχνολογικά είναι πολλά επίπεδα παραπάνω από ό,τι άλλο είδαμε τα τελευταία χρόνια και δείχνει το δρόμο προς το μέλλον. Σε δέκα χρόνια οι μισές ταινίες τέτοιου είδους, που θα βγαίνουν από την Αμερική θα είναι γυρισμένες σε στερεοσκοπικό 3D. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν ολόκληρο, φρέσκο, πρωτότυπο, ολοκαίνουριο κόσμο. Ένα νέο σύμπαν. Χλωρίδα και πανίδα δημιουργημένα από το μηδέν για το λογαριασμό μιας ταινίας (σας θυμίζει κάτι;) Οχήματα και κτίρια και λοιπές κατασκευές εξίσου (τώρα πρέπει να θυμηθήκατε). Το «Άβαταρ» είναι ο «Πόλεμος των Άστρων» του 21ου αιώνα. Είμαστε πολύ τυχεροί, όπως ήταν και αυτοί που είχαν δει το πρώτο Star Wars σε σινεμά το 1977, που έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε αυτό το επικό, πανέμορφο και ολοζώντανο παραμύθι στο σινεμά της γειτονιάς μας. Μη τη χάσετε με τίποτα. Θα ανατριχιάσετε, θα θαμπωθείτε, θα δακρύσετε, θα εντυπωσιαστείτε. Δεν έχουμε ξαναδεί τίποτα παρόμοιο! Αν δεν πάρει (τουλάχιστον) μισή ντουζίνα Όσκαρ θα εκπλαγώ.

Αν έλεγαν πως έπρεπε η κριτική μου για αυτό το φιλμ να είναι μία φράση θα έλεγα μόνο αυτό: Θέλω κι άλλο!!!!!!!