Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τρίτη, 29 Ιουνίου 2010 13:35

Gabriel Garcia Marquez: "Λοιπόν, ας μιλήσουμε γιά μουσική!"

Γράφτηκε από  latinmusic.gr - Βασίλης Σταματίου

Σ? ένα από τα εκείνα τα ερωτηματολόγια που πολλαπλασιάζονται καθημερινά, με ρώτησαν, όπως τόσες άλλες φορές, ποιά μουσική θα έπαιρνα μαζί μου σ΄ένα έρημο νησί, αν είχα μόνο μία εκλογή. Ποτέ δεν αμφέβαλλα για την απάντηση μου : τις σουίτες για σόλο τσέλο του Bach, κι αν έπρεπε να διαλέξω μόνο μία από αυτές, τότε θα διάλεγα την πρώτη.

Έχω υπ΄όψιν μου διάφορες εκτελέσεις κι ανάμεσα τους, φυσικά, εκείνη του Pau Casals. Εκτός από την ιστορική αξία της, είναι μία υπέροχη εκτέλεση, όμως η ηχογράφηση είναι τόσο παλιά που τελικά ένα σημαντικό μέρος του μεγαλείου της χάνεται από αυτό. Στην πραγματικότητα, η εκτέλεση που με συγκινεί περισσότερο είναι του Mayrice Gendron, επομένως αυτή θα έπαιρνα μαζί στο έρημο νησί, μαζί με ένα και μοναδικό βιβλίο : μία καλή ανθολογία ισπανικής ποίησης του χρυσού αιώνα.

Αυτό το θέμα μου δίνει την ευκαιρία να απαντήσω σε άλλη μία ερώτηση που οι δημοσιογράφοι μου κάνουν συχνά πάνω στη σχέση μου με τη μουσική. Τους λέω πάντα την αλήθεια : η μουσική πάντα μου άρεσε περισσότερο από την λογοτεχνία, σε σημείο που μου είναι αδύνατον να γράψω ενώ γύρω μου ακούγεται μουσική, γιατί καταλήγω να προσέχω περισσότερο τη μουσική παρά αυτό που γράφω. Πάντως, ποτέ δεν προχωρώ σε βαθύτερες εξηγήσεις, μεταξύ άλλων γιατί η αγάπη μου για τη μουσική είναι τόσο μεγάλη ώστε να την θεωρώ μέρος της αυστηρά προσωπικής μου ζωής. Γιά τον ίδιο λόγο, όταν βρίσκομαι με στενούς φίλους δεν υπάρχει τίποτα που να μου αρέσει περισσότερο από το να μιλάω για μουσική.

Ο Jomi Garcia Ascot, που είναι ένας από αυτούς τους στενούς φίλους, έγραψε πρόσφατα ένα θαυμάσιο βιβλίο με θέμα τις εμπειρίες του ως αδιόρθωτου μουσόφιλου και περιέλαβε μέσα μία φράση που με είχε ακούσει κάποτε να λέω : «Το μόνο πράγμα που είναι καλύτερο από τη μουσική, είναι το να συζητάς για αυτήν». Εξακολουθώ να πιστεύω πως αυτή είναι η αλήθεια. Το περίεργο είναι πώς όποτε κάποιος αναφέρει πως του αρέσει η μουσική, ο νους των περισσοτέρων πάει πάντα στη μουσική που, από πνευματική τεμπελιά, έχει ονομαστεί «κλασική μουσική». Λέγεται επίσης και ?musica culta? (σ.σ. : «καλλιεργημένη/έντεχνη μουσική» στο πρωτότυπο, ένας όρος που εν τούτοις δεν χρησιμοποιείται γιά αυτό το είδος μουσικής στην ελληνική γλώσσα), το οποίο δεν λύνει το πρόβλημα, καθώς πιστεύω πώς και η λαϊκή μουσική είναι ?culta?, έστω κι αν προέρχεται από μία διαφορετική κουλτούρα. Ακόμα και η εμπορική μουσική του συρμού, που δεν είναι πάντα τόσο κακή όσο ισχυρίζονται οι σοφοί των σαλονιών, έχει το δικαίωμα να αποκαλείται ?culta? , ακόμα κι αν δεν είναι παράγωγο της ίδιας κουλτούρας που γέννησε τον Mozart. Σε τελική ανάλυση, οι μεγάλοι συνθέτες όλων των εποχών ξέρουν καλά πως η σημαντικότερη πηγή της έμπνευσης τους ήταν πάντα η λαϊκή μουσική. Η πιό συγκινητική φωτογραφία του Bela Bartok είναι που τον δείχνει να καταγράφει από το στόμα μιάς χωρικής ένα τραγούδι, σ΄ένα κύλινδρο ηχογράφησης που τίποτα δεν είχε να ζηλέψει απ΄την πρώτη τέτοια μηχανή που κατασκεύασε ο Edison και στον οποίο έμεινε γραμμένο στην ιστορία το πολύτιμο τραγούδισμα σχετικά με το αρνάκι της Maria.

Ολη αυτή η ιστορία είναι, για μένα, απλούστατη : μουσική είναι ό,τι παράγει ήχο κι η δουλειά της αξιολόγησης του σε καλή ή κακή είναι κατοπινή. ?Εχω περισσότερους δίσκους απ΄ότι βιβλία, ωστόσο πολλοί φίλοι, και κυρίως οι διαννοούμενοι, εκπλήσσονται που η αλφαβητική σειρά της συλλογής μου δεν τελειώνει με τον Vivaldi. Η έκπληξη τους γίνεται, μάλιστα, δυνατότερη όταν διαπιστώνουν πως εκεί που τελειώνει ο Vivaldi, ξεκινάει η συλλογή μου από μουσική της Καραϊβικής ? που είναι αυτή που, από όλα τα είδη μουσικής, με ενδιαφέρει περισσότερο. Από τα ιστορικά, πιά, κομμάτια του Rafael Hernandez και του Trio Matamoros, ως τις plenas του Πουέρτο Ρίκο, τα tamboritos του Παναμά, τα polos της Isla Margarita στη Βενεζουέλα, ή τις merengues του Santo Domingo. Και, φυσικά, το είδος που σχετίστηκε περισσότερο με την ζωή και τη δουλειά μου : τα τραγούδια Vallenato της ακτής της Καραϊβικής της Κολομβίας, για τα οποία θα έπρεπε να μιλήσω σ΄ένα ξεχωριστό σημείωμα, μία από αυτές τις ημέρες.

Η Τζαμάικα και η Μαρτινίκα έχουν σπουδαίες μουσικές, κι ήταν ο Daniel Santos που διέδωσε μία σειρά από τραγούδια που έγιναν της μόδας πριν πολλά χρόνια, χωρίς σχεδόν κανείς να ξέρει πώς προέρχονταν από το Κουρασάο, γραμμένα στην τοπική γλώσσα papiamento. Πρέπει, πάντως, να δηλώσω πως το πιό όμορφο τραγούδι που άκουσα ποτέ σε αυτή την μαγική περιοχή ήταν εκείνο που τραγουδούσε μιά μικρή Ινδιάνα, εννιά χρονών, στα νησιά San Blas του Παναμά. Η μικρή τραγουδούσε με μιά γλυκειά, πρωτόγονη φωνή, συνοδεύοντας τον εαυτό της μόνο με μία maraca, καθώς κουνιόταν πέρα δώθε στην ίδια αιώρα που κοιμόταν ένα μωρό λίγων μηνών. Είχα μείνει εκστατικός να πλέω στη μαγεία του τραγουδιού της και να κατηγορώ τον εαυτό μου που δέν είχα φέρει μαζί το μαγνητόφωνο μου. Ο οδηγός μας είπε πως εκείνο ήταν ένα παραδοσιακό νανούρισμα των Ινδιάνων Cuna. Ήταν τέτοια η εντύπωση που μού έκανε, ώστε την επόμενη μέρα διηγήθηκα ό,τι ένιωσα στον στρατηγό Omar Torrijos (σ.σ. : φιλελεύθερος δικτάτορας του Παναμά και προσωπικός φίλος του Marquez), ζητώντας του να με βοηθήσει να επιστρέψω στα νησιά με ένα μαγνητόφωνο. Μα εκείνος με αποθάρρυνε με εκείνη την παράξενη, ισοπεδωτική κοινή λογική που τον διέκρινε. «Μή γυρίσεις πίσω. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν μόνο μία φορά στη ζωή», μου είπε. Δεν γύρισα πίσω, μα η βεβαιότητα πως ποτέ πιά δεν θα ξανακούσω εκείνο το τραγούδι είναι μιά απ΄τις μεγαλύτερες πίκρες της ζωής μου.

Εχω δίσκους σπάνιους, που δεν βρίσκονται πιά πουθενά σε ολόκληρη την Καραϊβική, κι όμως εγώ τους βρήκα εκεί που λιγότερο το περίμενα : στα latin δισκάδικα της 14ης οδού, στη Νέα Υόρκη. Φυσικά, έχω και δίσκους salsa, ξέροντας όμως πώς δεν πρόκειται γιά κάποια νέα μουσική, αλλά για την, εξόριστη και δημιουργικά επεξεργασμένη, συνέχεια της παραδοσιακής μουσικής της Κούβας, έτσι ακριβώς όπως το είπε λίγες μέρες πρίν, σε μία συνέντευξη, ο Damaso Perez Prado (σ.σ. : Κουβανός μουσικός, γνωστός ως «ο πατέρας του mambo») o αθάνατος, που είναι ένα από τα πιό παλιά κι επίμονα είδωλα μου, όπως μπορούν να βεβαιώσουν και τα πρώτα γραπτά μου σε εφημερίδες και περιοδικά. Από την άλλη, με χαροποιεί να διαπιστώνω πως η αγάπη μου για τη μουσική της Καραϊβικής βρίσκει ανταπόκριση και από την άλλη πλευρά. Πρίν λίγα χρόνια που ήμουν στη Βαρκελώνη, έλαβα ένα τηλεγράφημα από κάποιον που ζητούσε τη βοήθεια μου για να γράψει τα απομνημονεύματα του και υπέγραφε με το ψευδώνυμο El Inquieto Anacobero. ?Ενα ψευδώνυμο που ο ιδιοκτήτης του είναι πασίγνωστος σε ολόκληρη την Καραϊβική : ο Daniel Santos (σ.σ. : σπουδαίος τραγουδιστής των boleros, από το Πουέρτο Ρίκο), γνωστός και ως «Το Αφεντικό».

Λίγο μετά, με πήρε τηλέφωνο από τη Νέα Υόρκη ο φίλος μου ο Ruben Blades και μου είπε πως ήθελε να γράψει τραγούδια βασισμένα στις ιστορίες μου κι εγώ το απάντησα πολύ ευχαρίστως, εκτός των άλλων γιατί είχα και την περιέργεια να δω τί σόι δαιμονική μεταφορά θα προέκυπτε από μιά τέτοια περιπέτεια. Το λέω απόλυτα σοβαρά : τίποτα δεν θα μου είχε αρέσει περισσότερο από το να είχα γράψει εγώ την ωραία και τρομερή ιστορία του Pedro Navaja. Τέλος, σ΄έναν πρόσφατο τηλεφωνικό τυφώνα που συντάραξε το σπίτι μου στο Μεξικό, μία από τις κλήσεις ερχόταν από έναν άλλο γίγαντα του τραγουδιού, τον Nelson Ned (σ.σ. : σημαντικός τραγουδιστής μπαλάντας, από την Βραζιλία). Πρίν λίγα χρόνια, έχασα την φιλία μερικών συγγραφέων χωρίς αίσθηση του χιούμορ, όταν δήλωσα σε μία συνέντευξη ? και το πίστευα ? πως ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους ποιητές της ισπανικής γλώσσας είναι ο φίλος μου ο Armando Manzanero (σ.σ. : μεγάλος συνθέτης και ερμηνευτής bolero, από το Μεξικό).

Μιλώντας για μουσική χωρίς ν΄αναφέρεις τα boleros, είναι σα να μη λές απολύτως τίποτα. Αλλά κι αυτό το κεφάλαιο απαιτεί το δικό του σημείωμα, που μπορεί κάλλιστα να εκτείνεται στο άπειρο. Σε αυτό το είδος η Κολομβία έχει το προνόμιο, που μόνο η Χιλή το ανταγωνίζεται, να έχει παραμείνει πιστή στο bolero μέσα απ΄τις δεκαετίες και τις εφήμερες μόδες, και μάλιστα με ένα πάθος που μάς περιποιεί τιμή. Για αυτό πρέπει να νιώθουμε δικαιωμένοι μαθαίνοντας την είδηση πως το bolero έχει επιστρέψει, πως οι νέοι ζητούν απ΄τους γονείς τους να τούς διδάξουν επειγόντως πώς χορεύεται γιά να μη μένουν άπραγοι ενώ οι άλλοι το χορεύουν στις φιέστες του Σαββάτου, και πως οι παλιές φωνές περασμένων καιρών επιστρέφουν στις καρδιές, σε εκδηλώσεις φόρου τιμής που, απόλυτα δίκαια, τούτες τις ημέρες γίνονται στην αλησμόνητη μνήμη της To?a la Negra (σ.σ. : ονομαστή τραγουδίστρια, από το Μεξικό). Παρά ταύτα, και χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, η απάντηση μου στην παντοτινή ερώτηση ήταν μελετημένη κι ειλικρινής : η μουσική που θα έπαιρνα μαζί μου στο ερημικό νησί θα ήταν η σουίτα αρ. 1 για τσέλο του Johann Sebastian Bach.

Πεισματάρηδες που είναι μερικοί άνθρωποι!

(Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Proceso", τεύχος 317, της 29ης Νοεμβρίου του 1982).

Πηγή άρθρου www.latinmusic.gr - Βασίλης Σταματίου