Εκτύπωση αυτής της σελίδας
Τρίτη, 04 Ιανουαρίου 2011 09:39

Διήγημα "Ένας άνθρωπος και δύο αγάλματα" - Β' Βραβείο στον Διαγωνισμό «ΛόγωΤέχνης»

Γράφτηκε από  Κώστας Παναγόπουλος

Ο Κώστας Παναγόπουλος είναι 29 ετών. Εγκαταλείποντας τις σπουδές του στο Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ασχολήθηκε από πολύ νωρίς με τη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά πανελλήνιας κυκλοφορίας, έγραψε πολιτικά ρεπορτάζ, επιμελήθηκε επίκαιρες στήλες, παρέδωσε αρκετά αφιερώματα πολιτικού, ιστορικού, πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Υπήρξε Ειδικός Συνεργάτης της Γραμματείας Πολιτικού Σχεδιασμού και Προγράμματος γνωστού πολιτικού φορέα. Έχει ασχοληθεί με τη σύνταξη πολιτικών ομιλιών και την επιμέλεια κειμένων στον χώρο της πολιτικής καμπάνιας.

Του αρέσει να διαβάζει πολιτική, ιστορία και ιδιαίτερα θεολογία. Θαυμάζει τα γραψίματα του Φώτη Κόντογλου και πιστεύει ακράδαντα στη μελλοντική αναγέννηση της ελληνικής πεζογραφίας.

 

 

Τίτλος Διηγήματος "Ένας άνθρωπος και δύο αγάλματα"

Θυμάμαι τη μητέρα μου να πλάθει κουλούρια με τα χέρια της και να κάνει κορδόνια το ζυμάρι. Τέχνη το λογάω κι αυτό, κι ας μην λογαριάζεται για Τέχνη.

Θυμάμαι τον πατέρα μου να γράφει τα λογιστικά με τα γυαλιά κατεβασμένα ως τη μύτη και τις προσθέσεις να τις κάνει με το χέρι. Η τάξη των χαρτιών, η τάξη του μυαλού του, το ξύλινο χέρι του πατέρα μου στην αγία εργασία της ζωής του.

Θα ήθελα να δω μια ταινία με μένα στον ρόλο του παιδιού και τους γονείς μου στον ρόλο των γονιών που προσπαθούν να μεγαλώσουν το παιδί τους. Θα ήθελα να έβλεπα την κάμερα να τραβάει τις παλάμες της μητέρας μου. Ονειρεύομαι ένα τρίωρο φιλμ με θέμα τα γυαλιά του πατέρα μου και το πώς κατηφόριζαν στη μύτη του.

Αν δεν τύχει να δω τη ζωή μου πάνω στο πανί του σινεμά ή πάνω στον καμβά ενός ζωγράφου ή κάτω από την πένα ενός γραφιά, τότε η Τέχνη είναι αχρείαστη, ή είναι χρειαζούμενη στους άλλους και μονάχα αχρείαστη σε μένα.

Ο καθένας ζητάει από την Τέχνη εκείνη την οσία σύμπτωση που το έργο ομοιάζει με καθρέφτη των όσων συμβαίνουν στη ζωή του ή των όσων συνέβαιναν κάποτε και τώρα είναι πλέον αναμνήσεις. Ζωντάνεψε μπροστά μου καλλιτέχνη τα ξύλινα χέρια του πατέρα μου κι εγώ θα σε κάνω ήρωα μου. Κάνε το! Μπορείς;

Όλα τα μπορεί ο καλλιτέχνης όταν κλείνεται μέσα στο κελί του. Δεν ξέρω αν μετράει ο καλλιτέχνης ή μετράει το ίδιο το κελί. Και λιθάρι να πετάξεις στο κελί σίγουρα μια μέρα θα βλαστήσει και θα γίνει μεγάλος καλλιτέχνης.

Κάποτε μπήκα σε μια τρώγλη για να βρω έναν τίμιο γλύπτη που έλεγαν πως είναι τρελός γιατί δεν έβγαινε ποτέ από την τρύπα του. Ο καλλιτέχνης που αγαπάει το κελί του είναι για μένα αξιόπιστος. Σαν κυλιέσαι στην μπόχα της δουλειάς σου, είσαι ένας τίμιος στρατιώτης και μπορώ να συζητάω μαζί σου. Όταν βρωμάνε από πείσμα οι μασχάλες σου, γνωρίζω πως έχεις ταλέντο, ή άμα δεν έχεις το προίκισμα, εσύ βάζεις το φτυάρι και ξεθάβεις από το τέταρτο υπόγειο της τρύπας σου.

Του ζήτησα έτσι απλά να σκαλίσει τα χέρια του πατέρα μου. Του έδωσα μια φωτογραφία με τον πατέρα μου να είναι καθισμένος και να γράφει αριθμούς στο γραφείο του. Έλαμψε ο γλύπτης με το θέμα χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Ίσως ήταν η λάμψη του τεχνίτη που σκοπεύει να ανάγει το ασήμαντο σε κάτι πολύ σημαντικό.

Ο αθεόφοβος έφτιαξε ένα άγαλμα με τον πατέρα μου σε στάση γραφής. Εγώ του παρήγγειλα δυο χέρια κι αυτός δεν κρατήθηκε σ? αυτό. Αυτό το παθαίνουν συχνά όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες: ξεκινάνε για έναν περίπατο και στο τέλος τους βρίσκεις να τρέχουν μέχρι την άκρη της πόλης. Ο γλύπτης ξεσκέπασε το άγαλμα λες και είχε διανύσει χιλιόμετρα μέχρι να φτάσει στο τέλος του έργου του.

Το άγαλμα ήταν ζωντανό, με φλέβες που ήταν υπόκωφες, με χέρια που έκαναν δουλειά, μα πάνω απ? όλα με κεφάλι που έμοιαζε να έχει μπαφιάσει με όλες εκείνες τις πράξεις που έπρεπε να βγάλει στο χαρτί. Μπορούσα να δω τον πατέρα μου να είναι κουρασμένος, μα ακούραστος, στις δωδεκάμισι η ώρα τη νύχτα.

Του ζήτησα να φτιάξει και τη μάνα μου, αν ήταν δυνατόν καθιστή να πλάθει κουλούρια στο τραπέζι. Όρθια τα έπλαθε η μάνα μου, αλλά την ήθελα να είναι καθιστή για να κάνει παρέα στον πατέρα μου. Σύντομα θα πήγαινα στον γλύπτη και μια φωτογραφία της μητέρας μου καθώς έπλαθε κουλούρια για το Πάσχα.

Μια μέρα είχα βγει για ούζο μαζί με τον μαρμάρινο πατέρα μου. Τον ξεφορτώσαμε με κάμποσο κόπο από ένα μισθωμένο φορτηγό. Είτε κάθεσαι μαζί μ? ένα άγαλμα, είτε κάθεσαι μαζί μ? έναν άνθρωπο, κάμποσες φορές είναι το ίδιο. Άλλωστε, όταν ζούσε ο πατέρας μου, δε λέγαμε και πάρα πολλά, κι ίσως αυτό να διέσωσε την τέλεια εκτίμηση μου γι? αυτόν τον ταπεινό λογιστάκο.

Την ώρα που πίναμε το ούζο μας ήρθε ένας πλανόδιος τσιγγάνος να παίξει βιολί στα αυτιά μας. Δεν κρατούσε σωστά το βιολί του, αλλά εκείνος ο ήχος που γρατζούνιζε ήταν το ίδιο ταπεινός με την ορφάνια που είχε ο μεζές μας. Ο ήχος που βγάζει το βιολί ταιριάζει πολύ στους ανθρώπους που πέρασαν όλη τη ζωή τους κλεισμένοι σε ένα γραφείο. Σαν τρίζει αργά το βιολί βγάζει τον ήχο της κλεισούρας και την υγρή σκοτεινιά των παντζουριών παρόλο που είναι μεσημέρι.

Εάν επέλεγα έναν ήχο στον πατέρα μου, θα ήταν ο ήχος του βιολιού, που βγαίνει από τα χέρια ενός πλανόδιου και όχι από τα χέρια ενός σολίστα. Εάν επέλεγα έναν ήχο στη μητέρα μου, θα ήταν ο ήχος ενός φλάουτου, που το φυσάει μια καλή νοικοκυρά και όχι μια πανέμορφη νεράιδα. Η μουσική είναι Τέχνη ασύγκριτη όταν μπορεί να σου θυμίζει ανθρώπους που έζησαν και πέθαναν ασήμαντοι.

Σκαλίστηκε το άγαλμα της μάνας μου και πήγα να το πάρω από τον γλύπτη. Η μάνα μου έπλαθε κουλούρια που σε λίγο θα τα έβαζε στον φούρνο για να βγουν τραγάνα από έξω και μπόλικα αφράτα από μέσα. Μου έκανε εντύπωση στο άγαλμα μια φοβερή λεπτομέρεια: υπήρχαν υπολείμματα ζύμης μέσα στα δάχτυλα της μάνας μου. Αυτός ο ουρανός της λεπτομέρειας είναι όλο το ζητούμενο της Τέχνης, όταν κιόλας ο τεχνίτης αρέσκεται να αγιάζει στα φτερά της λεπτομέρειας.

Τους πήρα να πάμε στο θέατρο, μην υπολογίζοντας κανέναν, ούτε καν τον ταμία της εισόδου που έτρεχε σαν παλαβός για να μην μπουν παραμέσα οι γονείς μου. Εγώ, ο πατέρας μου κι η μάνα μου είδαμε όλη την παράσταση, έχοντας πληρώσει εισιτήριο για έναν άνθρωπο και δύο αγάλματα. Πάνω στη σκηνή ξετρελάθηκαν παίζοντας μπροστά στα αγάλματα. Ένα εύθυμο μέλος του θιάσου έβγαλε στο τέλος τη μάσκα του και τη φόρεσε στα μάτια του πατέρα μου. Διασκέδασε κι αυτός μια φορά, έστω κι αν ήταν σαν άγαλμα, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του.

Τη νύχτα μετά την παράσταση δεν κοιμήθηκε κανένας απ? τους τρεις. Κάπως είχαν μεθύσει τα αγάλματα και χορεύανε τανγκό στο σαλόνι. Το τανγκό μού θυμίζει τα κορδόνια στα γνωστά κουλουράκια της μάνας μου. Έτσι κάπως ζυμώνονται οι άνθρωποι την ώρα που χορεύουν τανγκό στο αργεντίνικο Caf? Sabatino.

Η συμμετοχή του στο Διαγωνισμό "ΛογωΤέχνης" του έδωσε το δεύτερο βραβείο, με το διήγημα "Ένας άνθρωπος και δύο αγάλματα". Στις 12 Δεκεμβρίου 2010, στην Εκδήλωση Βράβευσης των Νικητών του Λογοτεχνικού Διαγωνισμού «ΛόγωΤέχνης», παρέλαβε το βραβείο και το δώρο του και το διήγημά του αφηγήθηκε από τον ηθοποιό Κων/νο Μάρκελλο.